25 Νοε2013
Δ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ μέ θέμα «Ἡ θεία Λειτουργία»
Δ΄ Ι Ε Ρ Α Τ Ι Κ Η Σ Υ Ν Α Ξ Η
μ έ θ έ μ α « Ἡ θ ε ί α Λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α »
μ έ θ έ μ α « Ἡ θ ε ί α Λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α »
Πραγματοποιήθηκε τήν Πέμπτη 21 Νοεμβρίου ἐ.ἔ. στό Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Σώστη (λεωφ. Συγγροῦ) ἡ τέταρτη Ἱερατική Σύναξη γιά τούς Κληρικούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης. Στή Σύναξη αὐτή ὁμιλητής ἦταν ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Χρυσόστομος Γκλίβας, Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀργυρουπόλεως. Θέμα τῆς εἰσηγήσεώς του ἦταν ἡ παρουσίαση καί ἡ ἐμβάθυνση ἀπό τελετουργικῆς πλευρᾶς στή «θεία Λειτουργία».
Ὁ εἰσηγητής παρουσίασε μιά ἐμπεριστατωμένη καί μεστή εἰσήγηση γιά τήν τελετουργική τῆς θείας Λειτουργίας. Ἀνάμεσα στά ἄλλα ἀναφέρθηκε στά ἑξῆς σημεῖα, τά οποῖα ἀναφέρουμε συνοπτικά:
1. Το ζήτημα της προθυμιάσεως. Κατά τον αείμνηστο καθηγητή Ιωάννη Φουντούλη, της θείας Λειτουργίας, όπως και όλων των Μυστηρίων, προηγείται προθυμίασις, που γίνεται από τον ιερέα (ή και από το διάκονο). Αυτή έχει την έννοια της προπαρασκευής και του καθαγιασμού του χώρου και των μετεχόντων διά του θυμιάματος.
1.1. Προσφορά θυμιάματος μετά τη μικρή είσοδο, αφορά μόνο στην αρχιερατική θεία λειτουργία. Και γίνεται από τον επίσκοπο, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, επειδή δεν έγινε κατά την ώρα της δοξολογίας.
1.2. Προσφορά θυμιάματος πριν από την ανάγνωση του Ευαγγελίου, αφορά μόνο στο Ευαγγέλιο. Η θυμίασις περιορίζεται μόνο στο ιερό βήμα και δεν επεκτείνεται προς τις εικόνες του τέμπλου και το λαό.
1.3. Η ευχή του θυμιάματος «Θυμίαμά Σοι προσφέρομεν…», λέγεται μόνο κατά την ακολουθία της Προθέσεως. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η ευλογία του θυμιάματος γίνεται με το «Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν…».
1.4. Τοποθέτηση «λιβανιού» μέσα στο θυμιατό. Σύμφωνα με το μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο (Εγκύκλιος Η΄/11.11.2001), «το ορθόν είναι το θυμίαμα να το προσφέρει Αρχιερεύς -όταν λειτουργεί- ή ο Ιερεύς, τοποθετώντας ο ίδιος το “λιβάνι” μέσα στο θυμιατό. Η χειρονομία είναι βέβαια συμβολική, και δείχνει με απτό τρόπο ότι το θυμίαμα προσφέρεται από τον ίδιο τον λειτουργό.
2. Μεγάλη συναπτή ή τα «ειρηνικά». Το «Ὑπέρ τῶν εὐσεβῶν καί ὀρθοδόξων χριστιανῶν» δεν λέγεται (το ίδιο ισχύει και στην Εκτενή δέηση). Το αίτημα αυτό αντικατέστησε επί τουρκοκρατίας την υπέρ των βασιλέων αίτηση για ευνόητους λόγους.
2.1. Στο υπέρ του αρχιεπισκόπου αίτημα, η προσθήκη της λέξεως «πατρός» προ του «αρχιεπισκόπου», δεν είναι σωστή.
2.2. Στο υπέρ της πόλεως αίτημα, δεν προσθέτουμε και τη λέξη «μονής» («πάσης μονῆς, πόλεως καί χώρας»).
2.3. Στο υπέρ πλεόντων αίτημα, η προσθήκη της λέξεως «ἱπταμένων», επίσης δεν είναι ορθή («ὑπέρ πλεόντων, ἱπταμένων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων…»).
3. Οι ευχές των αντιφώνων, και γενικότερα όλες οι ευχές της θείας λειτουργίας, διαβάζονται, για διάφορους λόγους, ιστορικούς, εκκλησιολογικούς και άλλους πολλούς, εις επήκοον του λαού. Χωρίς, όμως, υπερβολές στην απαγγελία, σεμνά και με ιεροπρέπεια, τόσο δυνατά όσο να είναι εφικτή η ακρόασή τους. Δεν λέγονται ούτε επιτροχάδην ούτε με το «μάτι», αλλά με συναίσθηση και φόβο Θεού. Πάντοτε δε αναγινώσκονται στη θέση τους, δηλαδή προ της εκφωνήσεως που αντιστοιχεί σε κάθε μία από αυτές.
Εξαίρεση αποτελούν: η ευχή του χερουβικού ύμνου, η οποία είναι προσωπική ευχή του ιερέως, η ευχή της εισόδου, η ευχή προ του Ευαγγελίου και η ευχή «ἐν τῷ συστεῖλαι τά ἅγια».
4. Η είσοδος μετά του Ευαγγελίου ή «μικρά είσοδος», δεν περιτρέχει το ναό, αλλά κατά την αρχαία τάξη, η οποία τηρείται στο Άγιον Όρος, γίνεται στο εμπρός μέρος του κυρίως ναού, κάτω από τα προσκυνητάρια και προς το μέσον. Γύρω από το σολέα, όπου υπάρχει, θα μπορούσαμε να πούμε.
Η ευχή της εισόδου δεν λέγεται καθοδόν, αλλά αφού σταθεί ο ιερέας στο μέσον του ναού. Μετά την ευχή της εισόδου, ευλογείται η είσοδος και λέγεται το «Σοφία· ὀρθοί».
Μόνο στην περίπτωση που έχουμε συλλείτουργο οι ιερείς ψάλλουν το εισοδικό, το απολυτίκιο της ημέρας, το κοντάκιο, όπως επίσης συμμετέχουν και στην ψαλμωδία του τρισαγίου, διαφορετικά δεν προβλέπεται.
5. Τα αναγνώσματα. Κατ’ αρχάς όλα τα αναγνώσματα είτε στη θεία λειτουργία είτε εκτός αυτής, διαβάζονται πάντοτε εμμελώς. Ο καθηγ. Ι. Φουντούλης σημειώνει: «Τα προφητικά αναγνώσματα αναγινώσκονται εμμελώς, αλλά σε ύφος που πλησιάζει την ανάγνωση, τα αποστολικά περισσότερο εμμελώς και τα ευαγγελικά ακόμα περισσότερο. Υπάρχει δηλαδή μία κλίμακα αναβάσεως προς το κορυφαίο ευαγγελικό ανάγνωσμα».
Η άποψη ότι τα ευαγγελικά αναγνώσματα της Μεγάλης Εβδομάδος διαβάζονται «χύμα», όπως λέμε, είναι εσφαλμένη.
6. Ειρήνευση. Μετά το ανάγνωσμα του Αποστόλου και του Ευαγγελίου ο ιερέας «ειρηνεύει», δηλαδή εύχεται την ειρήνη- ευλογεί, τον αναγνώστη ή τον ευαγγελιστή αντίστοιχα. Ο αρχικός τύπος ευλογίας ήταν και στις δύο περιπτώσεις το «Εἰρήνη σοι», που λεγόταν μάλιστα σε χαμηλό τόνο, εφόσον δεν αφορούσε στην κοινότητα, αλλά μόνο σε αυτόν που διάβαζε τις περικοπές. Οι προσθήκες «τῷ ἀναγινώσκοντι» ή «τῷ ἀναγνόντι» ή «τῷ ἀναγνώσαντι», όπως και «τῷ εὐαγγελιζομένῳ» ή «τῷ εὐαγγελισαμένῳ», δεν είναι σωστές.
6.1. Τρόπος ευλογίας του λειτουργού. Όταν ευλογεί, λοιπόν, ο λειτουργός με το «Εἰρήνη πᾶσι», «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Χριστοῦ», «Καί ἔσται τά ἐλέη τοῦ μεγάλου Θεοῦ», «Εὐλογία Κυρίου καί ἔλεος αὐτοῦ ἔλθει ἐφ’ ὑμᾶς» κ.λπ., καλό είναι να έχουμε υπόψη μας τα εξής:
α) Ο ιερέας ευλογεί πάντοτε με το χέρι. Ούτε με τον σταυρό, ούτε με τον «αέρα». Μόνο ο επίσκοπος ευλογεί με τον σταυρό.
β) Η σταυροειδής ευλογία δίνεται από την αρχή με τον αντίχειρα διασταυρωμένο με τον παράμεσο δάκτυλο. Ο σχηματισμός του σημείου του σταυρού με ολόκληρη την παλάμη (με τα δάκτυλα ενωμένα) και την ένωση του αντίχειρα με τον παράμεσο δάκτυλο προς το τέλος της ευλογίας, είναι εσφαλμένος.
γ) Όταν ο λειτουργός ευλογεί το λαό, το χέρι του, πιο σωστό είναι, να μην υπερβαίνει το ύψος του μετώπου του, κάτι το οποίο οι παλαιοί ιερείς θεωρούσαν δείγμα υπερηφανίας και άκοσμο, αλλά και να μη γίνεται και μεγάλη κίνηση κατά τη διάρκεια της σταυροειδούς ευλογίας.
7. Το αλληλουάριο. Μετά το αποστολικό ανάγνωσμα, καλό είναι να ψάλλεται το αλληλουάριο, αν όχι σε κάθε θεία Λειτουργία, τουλάχιστον στις επίσημες ημέρες του εκκλησιαστικού έτους (όπως γίνεται στο Άγιον Όρος). Ο σκοπός της ψαλμωδίας του είναι η προπαρασκευή για την ακρόαση του ευαγγελικού αναγνώσματος και η κάλυψη των ιερατικών πράξεων και ευχών που προηγούνται του Ευαγγελίου, όπως: της θυμιάσεως, της ευχής του Ευαγγελίου, της ευλογίας του ευαγγελιστού διακόνου και της μεταβάσεώς του στον άμβωνα.
8. Το κήρυγμα. Αμέσως μετά το ευαγγελικό ανάγνωσμα πρέπει να γίνεται το κήρυγμα. Αυτό επιβάλλουν λόγοι παραδοσιακοί και πρακτικοί. Πάντοτε η ομιλία γινόταν μετά τα αναγνώσματα ως φυσική συνέχεια του λόγου της διδασκαλίας. Η άποψη ότι η μετάθεση του κηρύγματος στο κοινωνικό, γίνεται για να έχει περισσότερο εκκλησίασμα, είναι εσφαλμένη.
9. Η μεγάλη εκτενής, τα κατηχούμενα και οι ευχές των πιστών ουδέποτε παραλείπονται και λέγονται εις επήκοον του λαού, σύμφωνα και με απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Οι δύο ευχές των πιστών, λέγονται επίσης εις επήκοον του λαού και αποτελούν κρίκο συνδέσεως συνάξεως και ευχαριστίας. Το ειλητόν απλώνεται από τον ιερέα στην αγία τράπεζα κατά τα διακονικά που εισάγουν την πρώτη ευχή των πιστών. Ούτε πριν, ούτε μετά.
10. Η είσοδος των τιμίων δώρων ή μεγάλη είσοδος. Η μεταφορά των τιμίων δώρων από την κόγχη της Προθέσεως στην αγία τράπεζα για τον καθαγιασμό ονομάστηκε «μεγάλη είσοδος». Η μεταφορά αυτή αρχικά ήταν τελείως απλή. Μετά τον 6ο αι. προσλαμβάνει επισημότερο χαρακτήρα.
10.1. Η ευχή του χερουβικού «Οὐδείς ἄξιος…», λέγεται από το λειτουργό χαμηλοφώνως ενώπιον της αγίας τραπέζης. Ο λειτουργός, μάλιστα, την αναγινώσκει «κλινόμενος» από την αρχή της και όχι από το σημείο «σοί γάρ προσέρχομαι κλίνας τόν ἐμαυτοῦ αὐχένα…».
10.2. Το «πᾶσαν τήν βιοτικήν» του χερουβικού ύμνου, ο οποίος λέγεται τρεις φορές από τον ιερέα, έχει αντικατασταθεί με το σωστό «πᾶσαν νῦν βιοτικήν». Και η μεγάλη είσοδος δεν περιτρέχει τον ναό.
10.3. Όσον αφορά στο ζήτημα των μνημονεύσεων στη μεγάλη είσοδο. Η μνημόνευση που γίνεται κατά την είσοδο των τιμίων δώρων, αποτελεί νεότερο στοιχείο στη δομή της θείας λειτουργίας και δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τις μνημονεύσεις που γίνονται στα Δίπτυχα, μετά τον καθαγιασμό.
Είναι σωστή αυτή η μνημόνευση και μάλιστα η ονομαστική; Το να μνημονεύονται δηλαδή εκτός από τον επίσκοπο και τις γενικές κατηγορίες των πιστών, ονόματα ζώντων και τεθνεώτων; Η απάντηση που δίνεται στο πιο πάνω ερώτημα, είναι γενικότερα αρνητική. Η πράξη αυτή θεωρείται λανθασμένη.
11. Τα πληρωτικά. Τα πληρωτικά ορθότερο είναι να λέγονται μόνο μία φορά μετά τη μεγάλη είσοδο και να παραλείπονται τα δεύτερα μετά τον καθαγιασμό. Μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων το θέμα είναι μόνο η θεία κοινωνία· η παρεμβολή των πληρωτικών στο σημείο αυτό προκαλεί διάσπαση.
12. Ο ασπασμός της ειρήνης. Η ανταλλαγή του ασπασμού μεταξύ του λαού, σήμερα δεν υπάρχει. Διατηρείται μόνο μεταξύ των ιερέων στα συλλείτουργα. Θα επαναλάβουμε αυτό το οποίο έχει αναφέρει και ο επίσκοπός μας. Πρόκειται περί ασπασμού και έτσι πρέπει να γίνεται. Σταυροειδώς, αξιοπρεπώς, χωρίς βιασύνη και χωρίς εκδηλώσεις ταπεινοφροσύνης.
13. Η απαγγελία του Συμβόλου της Πίστεως, που ακολουθεί, πρέπει να γίνεται από όλους. Καλλιεργούμε το εκκλησίασμά μας και συνεννοούμαστε με τους ιεροψάλτες, να το απαγγέλΛουν χαμηλοφώνως, για να μη φαίνεται ότι το οικειοποιούνται, και να προτρέπουν σε συμμετοχή το λαό. Το ίδιο ισχύει και για την Κυριακή Προσευχή, το «Πάτερ ἡμῶν».
14. Η ευχή της αναφοράς. Κατ’ αρχάς λέγοντας το «Στῶμεν καλῶς…», το σωστό είναι να μην κάνουμε την κυκλική κίνηση με τον αέρα πάνω από τα τίμια δώρα.
15. Η αποστολική ευλογία, «ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ…», απαγγέλλεται ολόκληρη με το πρόσωπο του ιερέως στραμμένο προς το λαό και δίδεται, όπως προείπαμε, με το χέρι, χωρίς τον αέρα.
15.1. Σχετικά με το «εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ» και συγκεκριμένα στο ερώτημα προς ποια κατεύθυνση κοιτάει ο λειτουργός, έχουμε τρεις εκδοχές: α) προς την εικόνα του Χριστού, β) προς την ανατολή (Γ. Φίλιας), και γ) προς το λαό (Ι. Φουντούλης). Δεν πρέπει ο ιερέας να στρέφεται προς την εικόνα του Χριστού.
Επίσης, κατά τη γνώμη μας, η ευχή της αναφοράς «Ἄξιον καί δίκαιον…» πρέπει να λέγεται εις επήκοον του λαού. Θεωρούμε μάλιστα, ας μας συγχωρεθούν οι λέξεις που θα πούμε, εγκληματικό, απαράδεκτο, αδικαιολόγητο και αντιλειτουργικό από κάθε άποψη, το να διαβάζεται η ευχή της αναφοράς κατά τη στιγμή που απαγγέλλεται το Σύμβολο της Πίστεως! Η συγκεκριμένη ευχή, είναι η κεντρική και σπουδαιότερη ευχή της θείας λειτουργίας και οφείλουμε να τη σεβαστούμε απόλυτα.
16. Στο «τά σά ἐκ τῶν σῶν…», η ορθή γραφή, όπως σημειώνει και ο Φουντούλης, είναι «προσφέροντες» και όχι «προσφέρομεν». Αυτή μαρτυρούν όλα τα δόκιμα χειρόγραφα και απαιτεί η δομή της ευχής και το νόημα της φράσεως.
17. Ευλογία του αντιδώρου μετά τον καθαγιασμό. Ο λειτουργός, μετά τον καθαγιασμό δεν πρέπει να ασχολείται με τα αντίδωρα, αλλά με τη συνέχεια της ευχής της αναφοράς, «Τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, προφήτου, προδρόμου καί βαπτιστοῦ…» και τις μνημονεύσεις που γίνονται κατά την ιερότατη εκείνη στιγμή.
18. Θεία Μετάληψη κλήρου και λαού. Κατ’ αρχάς να πούμε ότι στο «Πρόσχωμεν· τά ἅγια τοῖς Ἁγίοις», που προηγείται, υψώνουμε, ως γνωστόν, μόνο το Σώμα και όχι όλο το άγιο δισκάριο.
18.1. Η «Ἀκολουθία τῆς θείας μεταλήψεως» και η «Εὐχαριστία μετά τήν θείαν μετάληψιν» είναι ιδιωτικές ακολουθίες, που αποσκοπούν στην ατομική προπαρασκευή καθενός πιστού, φυσικά και του ιερέως. Δεν ανήκουν όμως στη θεία λειτουργία, αλλά προηγούνται και έπονται σε ώρες ατομικής προπαρασκευής και ευχαριστίας.
18.2. Τοποθετούμε μέσα στο άγιο Ποτήριο μόνο τις μερίδες του Αμνού και τις υπόλοιπες μετά τη μετάληψη. Οι μερίδες των αγίων και των πιστών δεν μεταβάλλονται σε Σώμα Χριστού.
18.3. Η μετάληψη των πιστών, κανονικά, γίνεται μόνο από τον ιερέα. Σε αθρόες όμως προσελεύσεις, μπορεί κατ’ οικονομίαν να γίνει και από το διάκονο, αν δεν υπάρχουν άλλοι ιερείς να βοηθήσουν.
18.4. Η συστολή των αγίων γίνεται από το διάκονο ή από τον ιερέα μετά την κοινωνία των πιστών. Να πούμε στο σημείο αυτό, ότι η αφαίρεση μερίδων από το άγιο δισκάριο και η κατάλυσή τους πριν τη ρίψη τους μέσα στο άγιο Ποτήριο, όπου βρίσκεται το Αίμα του Χριστού, είναι αντιλειτουργική.
18.5. Επίσης, όπως σημειώνει το Ιερατικόν, «ἄτοπος καί φευκτέα εἶναι ἡ συνήθεια ἱερέων τινῶν, ὅπως, εὐθύς μετά τήν πρόσκλησιν τοῦ λαοῦ εἰς τήν θείαν κοινωνίαν διά τοῦ ‘’Μετά φόβου Θεοῦ…’’ καί πρίν ἤ ὁλοκληρωθῇ ἡ προσέλευσις τῶν πιστῶν, ἐπιλέγουν τό ‘’Σῶσον, ὁ Θεός, τόν λαόν σου…’’, συνεχίζοντες μετά τοῦτο τήν μετάδοσιν εἴτε ἀπό τῆς Ὡραίας Πύλης εἴτε ἀπό τῆς βορείας θύρας τοῦ Ἱεροῦ».
19. «Πληρωθήτω τό στόμα ἡμῶν…». Μετά το «Πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων», οι ψάλτες πρέπει να λένε τον ύμνο «Πληρωθήτω τό στόμα ἡμῶν…». Είναι καλυπτήριος ύμνος.
20. Τέλος η «μεγάλη» απόλυση στη λήξη της θείας λειτουργίας, πρέπει να διατηρεί την απλή της μορφή. Η προσθήκη λέξεων και ονομάτων διαφόρων αγίων, καταστρέφουν τη λιτή της δομή. Το Ιερατικόν αναφέρει ακριβώς ποιες κατηγορίες αγίων και ποιους αγίους κατ’ όνομα είναι απαραίτητο να μνημονεύσουμε. Αυτές, λοιπόν, τις μνημονεύσεις κάνουμε και τίποτα περισσότερο. Όλες οι απολύσεις λήγουν με τη φράση «ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος». Το «καί ἐλεήμων Θεός», είναι μεταγενέστερη προσθήκη και δεν λέγεται.
* * *
Ολοκληρώνοντας ο εισηγητής π. Χρυσόστομος ανέφερε ότι «στη θεία λειτουργία, όπως και σε ολόκληρη τη θεία λατρεία μας, δεν υπάρχουν άσκοπες κινήσεις και λόγια. Όλα έχουν τη σημασία τους. Αν στη σημερινή πράξη αυτό δεν είναι εμφανές, αυτό συμβαίνει εξαιτίας της δικής μας αδιαφορίας και άγνοιας. Κανείς, ασφαλώς, δεν είναι τέλειος και περισσότερο από όλους εγώ. Οφείλουμε, όμως, τουλάχιστον να προσπαθούμε για το καλύτερο».Και έκλεισε με το «Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν». Χωρίς την προθήκη «καὶ σῶσον ἡμᾶς», η οποία δεν είναι σωστή.
* * *
Ακολούθως ἔγιναν τοποθετήσεις καί τέθηκαν ἐρωτήματα ἀπό τούς συμμετέχοντες ἱερεῖς. Ἡ Ἱερατική Σύναξη ἔκλεισε μέ σύντομο λόγο τοῦ Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ. Συμεών.