ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΑΣ κ. ΣΥΜΕΩΝ στην εβδομαδιαία εφημερίδα Νέας Σμύρνης «ΕΠΙΚΑΙΡΑ»

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΑΣ κ. ΣΥΜΕΩΝ
στην εβδομαδιαία εφημερίδα Νέας Σμύρνης
«ΕΠΙΚΑΙΡΑ»
(Αριθμ. Φύλλου 317/23-4-2011)

Οι «δύ­σκο­λοι και­ροί» που βι­ώ­νου­με σή­με­ρα στην Πα­τρί­δα μας, με την κα­θο­μο­λο­γού­με­νη κα­τά­πτω­ση των δι­αι­ώ­νι­ων α­ξι­ών και α­ρε­τών, με τρα­γι­κή συ­νέ­πει­α την ο­λί­σθη­ση του κα­θο­λι­κού πο­λι­τι­σμού μας, και την α­πό­γνω­ση των αν­θρώ­πων, με ώ­θη­σε να α­να­ζη­τή­σω την κα­θο­δή­γη­ση του πνευ­μα­τι­κού η­γέ­τη της Νέ­ας Σμύρ­νης, του σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­τη Νέ­ας Σμύρ­νης κ. ΣΥ­ΜΕ­ΩΝ, ο ο­ποί­ος α­ντα­πο­κρί­θη­κε ά­με­σα στο αί­τη­μα, προ­σφέ­ρο­ντας στην τα­πει­νό­τη­τά μου μι­α θε­ό­πνευ­στη και πλή­ρως κα­τα­το­πι­στι­κή συ­νέ­ντευ­ξη, που α­κο­λου­θεί κα­τω­τέ­ρω.

— Σεβασμιώτατε, δώ­στε μας τον ο­ρι­σμό της Πί­στης και πό­σο αυ­τή εί­ναι ση­μα­ντι­κή γι­α τη ζω­ή κά­θε αν­θρώ­που, ει­δι­κό­τε­ρα δε στην ε­πο­χή μας.

Πί­στη ση­μαί­νει ε­μπι­στο­σύ­νη. Και θρη­σκευ­τι­κή πί­στη εί­ναι η ε­μπι­στο­σύ­νη του αν­θρώ­που στον Θε­ό. Εί­ναι το υ­παρ­ξι­α­κό ε­κεί­νο πα­ρά­θυ­ρο, που α­νοί­γο­ντάς το ο άν­θρω­πος μπο­ρεί να «βλέ­πει» τον Θε­ό, τα ί­χνη της θεί­ας πα­ρου­σί­ας στην καρ­δι­ά του, στη ζω­ή του, στους άλ­λους αν­θρώ­πους, στο σύ­μπαν ο­λό­κλη­ρο.

Ό­σο α­να­γκαί­ο εί­ναι το ο­ξυ­γό­νο γι­α τον αν­θρώ­πι­νο ορ­γα­νι­σμό, άλ­λο τό­σο α­να­γκαί­α εί­ναι και η πί­στη στον Θε­ό γι­α την πνευ­μα­τι­κή μας υ­πό­στα­ση. Πά­ντο­τε. Σε κά­θε ε­πο­χή. Ε­πο­μέ­νως και στην ε­πο­χή μας. Μας βε­βαι­ώ­νει γι᾽ αυ­τό η πα­ναν­θρώ­πι­νη ε­μπει­ρί­α του χθες και του σή­με­ρα. Οι ε­ξαι­ρέ­σεις —εί­τε σε προ­σω­πι­κό εί­τε σε ι­δε­ο­λο­γι­κό ε­πί­πε­δο— ε­πι­βε­βαι­ώ­νουν τον κα­νό­να.

Η πί­στη, βέ­βαι­α, εί­ναι έ­να κατ᾽ ε­ξο­χήν υ­παρ­ξι­α­κό, δυ­να­μι­κό γε­γο­νός. Κά­ποι­ος που την έ­χει σή­με­ρα, αύ­ρι­ο μπο­ρεί να τη χά­σει. Και κά­ποι­ος που σή­με­ρα δεν εί­ναι πι­στός (ή έ­τσι νο­μί­ζει), αύ­ρι­ο μπο­ρεί να α­να­κα­λύ­ψει τον δρό­μο της πί­στης στην πι­ό αυ­θε­ντι­κή της μορ­φή.

— Ποι­ά εί­ναι τα α­να­γκαί­α ε­φό­δι­α γι­α την ε­πί­τευ­ξη του με­γά­λου προ­σα­να­το­λι­σμού του ση­με­ρι­νού αν­θρώ­που, προς τη μί­α και αυ­θε­ντι­κή ύ­παρ­ξη, το Θε­ό;

Ού­τε συ­γκε­κρι­μέ­να ε­φό­δι­α ού­τε ει­δι­κές συ­ντα­γές υ­πάρ­χουν γι­α να ο­δη­γη­θού­με στον Θε­ό· ν᾽ α­να­κα­λύ­ψου­με την ύ­παρ­ξή Του. Οι άν­θρω­ποι α­δυ­να­τοῦ­με ν᾽ α­να­κα­λύ­ψου­με τον Θε­ό. Ο Θε­ός μάς α­πο­κα­λύ­πτε­ται. Ο Θε­ός έρ­χε­ται να «κι­νή­σει» τις χορ­δές της καρ­δι­άς μας. Ο Θε­ός μάς α­πο­κα­λύ­πτει μυ­στι­κά το υ­πε­ρού­σι­ο πρό­σω­πό Του και μας κά­νει αι­σθη­τή την πα­ρου­σί­α Του. Πό­τε; Ό­ταν Ε­κεί­νος θε­λή­σει. Πώς; Με πολ­λούς και θαυ­μα­στούς τρό­πους που Ε­κεί­νος γνω­ρί­ζει και που τε­λι­κά υ­περ­βαί­νουν τη φι­λο­σο­φι­κή α­να­ζή­τη­ση και τη με­τα­φυ­σι­κή μας δί­ψα.

— Γι­α­τί ο Θε­ός δη­μι­ουρ­γεί τους Α­γί­ους, α­πό α­μαρ­τω­λούς αν­θρώ­πους και ου­χί α­πό ε­νά­ρε­τους;

Ο Θε­ός δεν «δη­μι­ουρ­γεί» Α­γί­ους. Ο Θε­ός δεν έ­χει κά­ποι­α μη­χα­νή που «πα­ρά­γει» Α­γί­ους, εί­τε α­πό «α­μαρ­τω­λούς αν­θρώ­πους» εί­τε α­πό «ε­να­ρέ­τους». Η α­γι­ό­τη­τα εί­ναι η κοι­νή κλή­ση ό­λων των χρι­στι­α­νών. Ὄ­λοι μας εί­μα­στε εν δυ­νά­μει «ά­γι­οι». Σ᾽ ε­μάς, στην ε­λεύ­θε­ρη προ­αί­ρε­σή μας, ε­να­πό­κει­ται να γί­νου­με και «ε­νερ­γεί­α». Η χά­ρη του Θε­ού δί­δε­ται σε ό­λους. Η αν­θο­φο­ρί­α της α­γι­ό­τη­τας ό­μως α­παι­τεί και τη δι­κή μας συ­νέρ­γει­α· τον πνευ­μα­τι­κό μας α­γώ­να να φτά­σου­με στην α­γι­ό­τη­τα.

Ά­γι­οι, που α­να­γνώ­ρι­σε και τι­μά η συ­νεί­δη­ση της Εκ­κ­λη­σί­ας, προ­έρ­χο­νται και α­πό τις τά­ξεις των «α­μαρ­τω­λών», που με τη συ­γκλο­νι­στι­κή με­τά­νοι­α και τη δυ­να­μι­κή με­τα­στρο­φή τους έ­φτα­σαν στην α­γι­ό­τη­τα, και α­πό τις τά­ξεις των «ε­να­ρέ­των», δη­λα­δή των χρι­στι­α­νών που «εκ κοι­λί­ας μη­τρός» μέ­χρι την τε­λευ­ταί­α τους πνο­ή έ­ζη­σαν με θαυ­μα­στή πι­στό­τη­τα και α­φο­σί­ω­ση στον Θε­ό και το Ευ­αγ­γέ­λι­ό Του.

— Δώ­στε μας τον ο­ρι­σμό της προ­σευ­χής και τη ση­μα­σί­α της στην ε­πο­χή μας.

Α­ντί γι­α δι­κό μου ο­ρι­σμό, ε­πι­τρέψ­τε μου να υ­πεν­θυ­μί­σω τους ο­ρι­σμούς της προ­σευ­χής που μάς δί­νουν δύ­ο κο­ρυ­φαί­οι πνευ­μα­τι­κοί δι­δά­σκα­λοι της Εκ­κ­λη­σί­ας μας. Ο Νεί­λος ο Α­σκη­τής γρά­φει ό­τι «προ­σευ­χή εί­ναι α­νά­βα­ση του νου στον Θε­ό». Και ο ά­γι­ος Ι­ωάν­νης ο Χρυ­σό­στο­μος ο­ρί­ζει ό­τι προ­σευ­χή εί­ναι η κοι­νω­νί­α και η έ­νω­ση του αν­θρώ­που με τόν Θε­ό.

Προ­σεύ­χο­μαι ση­μαί­νει ε­πι­κοι­νω­νώ με τον Θε­ό, δι­α­λέ­γο­μαι μα­ζί Του· τον πλη­σι­ά­ζω με τη δί­ψα της καρ­δι­άς μου και α­να­ζη­τώ με πό­θο τη συ­ντρο­φι­ά Του. Ό­πως το μι­κρό παι­δί προ­σφεύ­γει στη μη­τρι­κή α­γκα­λι­ά κι ε­κεί αι­σθά­νε­ται α­σφά­λει­α και χα­ρά, έ­τσι και ο πι­στός. Προ­σφεύ­γει στον Θε­ό και Πα­τέ­ρα μας και του ζη­τά δύ­να­μη, προ­στα­σί­α, χα­ρά, ελ­πί­δα.

Η προ­σευ­χή πά­ντο­τε λει­τουρ­γού­σε ως πη­γή ει­ρή­νης, χα­ράς, πνευ­μα­τι­κής εν­δυ­νά­μω­σης του αν­θρώ­που. Έ­χω τη γνώ­μη ό­τι και οι ση­με­ρι­νοί άν­θρω­ποι, οι άν­θρω­ποι της ε­πο­χής μας, έ­χουν α­νά­γκη της προ­σευ­χής. Η αί­σθη­ση του πό­σο α­δύ­να­μοι εί­μα­στε πα­ρά τις θε­α­μα­τι­κές προ­ό­δους μας σε πολ­λά ε­πί­πε­δα, τα πι­ε­στι­κά προ­βλή­μα­τα που α­ντι­με­τω­πί­ζου­με σή­με­ρα, η πολ­λή μο­να­ξι­ά που αι­σθα­νό­μα­στε, α­πο­τε­λούν α­φορ­μές πού μάς κά­νουν να στρα­φού­με προς τον Θε­ό. Που μας «α­να­γκά­ζουν» να προ­σευ­χη­θού­με με ε­πί­γνω­ση και να εκ­ζη­τή­σου­με με θέρ­μη τη βο­ή­θει­α του Κυ­ρί­ου.

— Η «Πρό­νοι­α» του Θε­ού εί­ναι σή­με­ρα α­να­γνω­ρί­σι­μη α­πό τους αν­θρώ­πους;

Γι­α τον πι­στό άν­θρω­πο εί­ναι δε­δο­μέ­νη «η πρό­νοι­α» του Θε­ού, δη­λα­δή η σω­στι­κή πα­ρου­σί­α Του στον κό­σμο και την ι­στο­ρί­α. Φυ­σι­κά, άν­θρω­ποι που δεν πι­στεύ­ουν ή μάλ­λον «πι­στεύ­ουν» στον ε­αυ­τό τους και μό­νο, α­υ­τοί α­δυ­να­τούν να «δούν» τα ί­χνη της θεί­ας πρό­νοι­ας. Ό­πως οι τυ­φλοί που δεν μπο­ρούν να δούν το φώς.

— Πώς α­πο­κτά­ται ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός «Χρι­στι­α­νός ορ­θό­δο­ξος» α­πό έ­ναν άν­θρω­πο, ή πώς θα βρού­με τον «ξε­χα­σμέ­νο» Χρι­στό της παι­δι­κής μας η­λι­κί­ας;

Χρι­στι­α­νός ορ­θό­δο­ξος εί­ναι ο βα­πτι­σμέ­νος και ε­ντα­γμέ­νος στην οι­κο­γέ­νει­α των παι­δι­ών του Θε­ού, στο σώ­μα της ορ­θό­δο­ξης Εκ­κ­λη­σί­ας. Μό­νο που αυ­τή η έ­ντα­ξη και η σχέ­ση θα πρέ­πει να λει­τουρ­γή­σει· να εί­ναι ου­σι­α­στι­κή με­το­χή στη ζω­ή του Χρι­στού και στην κοι­νω­νί­α του εκ­κ­λη­σι­α­στι­κού σώ­μα­τος. Αλ­λι­ώ­τι­κα η χρι­στι­α­νι­κή ι­δι­ό­τη­τα εκ­πί­πτει σε έ­ναν α­πλό τύ­πο.

Ο Χρι­στός εί­ναι έ­νας γι­α ό­λες τις η­λι­κί­ες, την παι­δι­κή και την ώ­ρι­μη. Εί­ναι ο α­λη­θι­νός Χρι­στός, ο Θε­άν­θρω­πος Σω­τή­ρας μας. Ο «Χρι­στός της παι­δι­κής η­λι­κί­ας» μας εί­ναι λι­γά­κι «ψεύ­τι­κος», δι­κή μας αν­θρώ­πι­νη κα­τα­σκευ­ή. Γι᾽ αυ­τό και με­γα­λώ­νο­ντας τον ε­γκα­τα­λεί­που­με· δεν μας γε­μί­ζει. Η ου­σι­α­στι­κή α­νά­γκη ό­λων μας, ε­πο­μέ­νως, δεν εί­ναι να ε­πι­στρέ­ψου­με «στον Χρι­στό της παι­δι­κής μας η­λι­κί­ας», αλ­λά να α­να­ζη­τή­σου­με τον πρα­γμα­τι­κό Χρι­στό στο Ευ­αγ­γέ­λι­ό Του και στην Εκ­κ­λη­σί­α Του.

— Ποι­ά εί­ναι η συμ­βο­λή του κλή­ρου στο ση­με­ρι­νό πο­λι­τι­σμό και ει­δι­κό­τε­ρα στους το­μείς των γραμ­μά­των καί των ε­πι­στη­μών;

Το έρ­γο του κλή­ρου, των ποι­μέ­νων της Εκ­κ­λη­σί­ας, δεν εί­ναι με­τρή­σι­μο με τα μέ­τρα και τα κρι­τή­ρι­α του πα­ρό­ντος κό­σμου. Κο­ρυ­φαί­ο έρ­γο και πρώ­τι­στη ευ­θύ­νη ε­νός κλη­ρι­κού κα­τά τον ά­γι­ο Γρη­γό­ρι­ο τον Θε­ο­λό­γο εί­ναι σε ό,τι α­φο­ρά τον άν­θρω­πο το «αρ­πά­σαι κό­σμου και δού­ναι Θε­ώ». Ω­στό­σο, και σή­με­ρα έ­χου­με κλη­ρι­κούς με λα­μπρές ε­πι­δό­σεις και στα γράμ­μα­τα και τις ε­πι­στή­μες και γε­νι­κό­τε­ρα στην προ­α­γω­γή αυ­τού πού ο­νο­μά­ζου­με πο­λι­τι­σμό. Μα­κά­ρι και άλ­λοι, τα­λα­ντού­χοι και δη­μι­ουρ­γι­κοί άν­θρω­ποι, να θε­λή­σουν να ει­σέλ­θουν στις τά­ξεις του ι­ε­ρού κλή­ρου και να προ­σφέ­ρουν στον Θε­ό και στους αν­θρώ­πους α­πο το πε­ρίσ­σευ­μα της πνευ­μα­τι­κής τους πε­ρι­ου­σί­ας.

— Πώς θα σώ­σου­με τους νέ­ους μας α­πό τις ύ­που­λες και ε­πι­κίν­δυ­νες «Σει­ρή­νες», που τους πο­λι­ορ­κούν συ­στη­μα­τι­κά και α­δι­ά­κο­πα;

Ε­μείς οι με­γα­λύ­τε­ροι δεν μπο­ρού­με κα­λά-κα­λά να «σώ­σου­με» τους ε­αυ­τούς μας· ό­χι να «σώ­σου­με» και άλ­λους και μά­λι­στα τους νέ­ους. Ο σω­τή­ρας των αν­θρώ­πων εί­ναι έ­νας και μο­να­δι­κός : ο Χρι­στός. Και κο­ντά στον Χρι­στό ο­φεί­λου­με να ο­δη­γή­σου­με τους νέ­ους και τα παι­δι­ά μας, άν θέ­λου­με να τα «σώ­σου­με». Η ευ­θύ­νη η­μών, των η­λι­κι­α­κά με­γα­λυ­τέ­ρων, εί­ναι ό­τι δεν α­γα­πά­με σω­στά τα παι­δι­ά μας και δεν τους δί­νου­με γνή­σι­α πρό­τυ­πα. Εί­μα­στε εύ­κο­λοι στις συμ­βου­λές και πο­λύ ελ­λι­πείς σε συ­νέ­πει­α. Με πα­χι­ά λό­γι­α και κραυ­γα­λέ­α α­να­κό­λου­θη ζω­ή οι νέ­οι μας δεν πεί­θο­νται, δεν ε­μπνέ­ο­νται και, φυ­σι­κά, δεν «σώ­ζο­νται».

— Οι­κο­γέ­νει­α ση­μαί­νει, αυ­τό τού­το το θε­μέ­λι­ο της συ­νο­λι­κής μας η­θι­κής κοι­νω­νι­κής συ­γκρό­τη­σης. Γι­α­τί κα­τά τη γνώ­μη σας η οι­κο­γέ­νει­α, πα­ρά τη σπου­δαι­ό­τη­τα και α­να­γκαι­ό­τη­τα της ύ­παρ­ξής της κα­ταρ­ρέ­ει ως α­ξί­α στις μέ­ρες μας και πώς θα τη δι­α­σώ­σου­με;

Πρά­γμα­τι, η οι­κο­γέ­νει­α α­νέ­κα­θεν α­πο­τε­λού­σε το θε­μέ­λι­ο των αν­θρω­πί­νων κοι­νω­νι­ῶν. Φυ­σι­κά, και στον τό­πο μας τό­σο στην προ­χρι­στι­α­νι­κή ό­σο —και κυ­ρί­ως— στη χρι­στι­α­νι­κή μας πα­ρά­δο­ση. Το πνεύ­μα και οι στρε­βλώ­σεις της σύγ­χρο­νης ζω­ής φαί­νε­ται πως έ­χουν ε­πη­ρε­ά­σει αρ­νη­τι­κά τη δο­μή και τη ζω­ή της σύγ­χρο­νης χρι­στι­α­νι­κής οι­κο­γέ­νει­ας. Α­πο­τε­λεί κοι­νή ευ­θύ­νη ό­λων μας να βο­η­θή­σου­με ώ­στε οι νε­οέλ­λη­νες να α­να­κα­λύ­ψου­με και πά­λι τη ση­μα­σί­α που έ­χει γι­ά την κοι­νω­νί­α και τη σω­στή α­νά­πτυ­ξη των παι­δι­ών μας ο θε­σμός της χρι­στι­α­νι­κής οι­κο­γέ­νει­ας. Και γι­α να γί­νει αυ­τό, άς ξε­κι­νή­σει ο κα­θέ­νας μας α­πό τη δι­κή του οι­κο­γέ­νει­α και άς α­γω­νι­στεί γι­α την πνευ­μα­τι­κή α­να­βά­θμι­σή της.

— Εν ό­ψει της πε­ρι­ό­δου του Πά­σχα, τί ση­μα­το­δο­τεί η κέ­νω­ση, η θυ­σι­α­στι­κή αυ­το­ε­κμη­δέ­νι­ση και η α­γω­νί­α του Θε­αν­θρώ­που Ι­η­σού Χρι­στού στο Σταυ­ρό του μαρ­τυ­ρί­ου Του;

Η ε­ορ­τή του Πά­σχα —δη­λα­δή ο σταυ­ρι­κός θά­να­τος και η έν­δο­ξη Α­νά­στα­ση του Κυ­ρί­ου μας— α­πο­τε­λεί το αρ­ρα­γές θε­μέ­λι­ο της χρι­στι­α­νι­κής μας πί­στης και η α­κέ­νω­τη πη­γή της χρι­στι­α­νι­κής μας ζω­ής. Ο Χρι­στός α­πό α­γά­πη σταυ­ρώ­θη­κε γι­α μας! Γι­α ο­λό­κλη­ρη την αν­θρω­πό­τη­τα. Το αί­μα Του α­πέ­πλυ­νε την α­μαρ­τί­α του κό­σμου. Και η εκ νε­κρών Α­νά­στα­σή Του χα­ρί­ζει σε κά­θε άν­θρω­πο τη δυ­να­τό­τη­τα της ό­ντως ζω­ής και την ελ­πί­δα της κοι­νής α­νά­στα­σης. Το μή­νυ­μα της Α­νά­στα­σης του Θε­αν­θρώ­που εί­ναι α­γά­πη, ζω­ή, χα­ρά, ελ­πί­δα!

— Στο δι­α­δί­κτυ­ο κυ­κλο­φο­ρούν ε­σχά­τως πολ­λά μη­νύ­μα­τα α­να­φο­ρι­κά με τον ερ­χο­μό και την κυ­ρι­αρ­χί­α του α­ντι­χρί­στου, με την κα­τάρ­γη­ση του Σταυ­ρού ως συμ­βό­λου πί­στης, με την ί­δρυ­ση στη Γη μι­άς παν-θρη­σκεί­ας κ.ά. Τα μη­νύ­μα­τα αυ­τά α­να­γι­γνώ­σκο­νται και α­πό παι­δι­ά. Πώς πρέ­πει να α­ντι­με­τω­πί­ζο­νται ό­λα αυ­τά α­πό τους έλ­λη­νες πι­στούς;

Α­νέ­κα­θεν η α­πει­λή του κα­κού μέ ό­λες τις εκ­φάν­σεις του και το ά­γνω­στο α­να­φο­ρι­κά με τα έ­σχα­τα ε­πη­ρέ­α­ζαν και προ­βλη­μά­τι­ζαν τους αν­θρώ­πους. Σε κά­ποι­ους αν­θρώ­πους αυ­τός ο προ­βλη­μα­τι­σμός προσ­λάμ­βα­νε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά έμ­μο­νης α­νη­συ­χί­ας και φα­να­τι­κής ε­να­σχό­λη­σης.

Το ί­δι­ο φαι­νό­με­νο, ό­πως ε­πι­ση­μαί­νε­τε, πα­ρα­τη­ρεί­ται και στις μέ­ρες μας και χά­ρις στο δι­α­δί­κτυ­ο δι­α­χέ­ε­ται ευ­ρύ­τε­ρα. Δυ­στυ­χώς, γι­α την α­ντι­με­τώ­πι­σή του δεν μπο­ρού­με να κά­νου­με και πολ­λά πρά­γμα­τα. Το δι­α­δί­κτυ­ο θέ­λει προ­σο­χή και δι­ά­κρι­ση τό­σο α­πό μας τους με­γά­λους, ό­σο και α­πό τα παι­δι­ά μας. Η ω­ρι­μό­τη­τα, η ι­σορ­ρο­πί­α, η σύ­νε­ση στη σκέ­ψη και στη συ­μπε­ρι­φο­ρά μας εί­ναι α­πα­ραί­τη­τες γι­αά ό­λους μας.

— Η εισ­ρο­ή με­γά­λου με­τα­να­στευ­τι­κού ρεύ­μα­τος αν­θρώ­πων με δι­α­φο­ρε­τι­κή α­πό ε­μάς θρη­σκεί­α πι­στεύ­ε­τε, ό­τι μπο­ρεί στο εγ­γύς μέλ­λον να δη­μι­ουρ­γή­σει προ­βλή­μα­τα στη χώ­ρα μας;

Η α­νέ­λε­γκτη εισ­ρο­ή με­τα­να­στών στην πα­τρί­δα μας, λό­γω και των συ­νο­ρι­α­κών ι­δι­αι­τε­ρο­τή­των της, κα­θώς και η έλ­λει­ψη με­λε­τη­μέ­νης, δι­α­κομ­μα­τι­κής και στα­θε­ρής με­τα­να­στευ­τι­κής πο­λι­τι­κής, προ­κα­λεί ή­δη πλή­θος προ­βλη­μά­των. Πο­λύ φο­βού­μαι, ό­τι άν το ζή­τη­μα δεν α­ντι­με­τω­πι­στεί σω­στά, ό­σο α­κό­μα εί­ναι και­ρός, τα προ­βλή­μα­τα θα αυ­ξη­θούν και θα ο­ξυν­θούν.

— Γι­α­τί οι θρη­σκεί­ες χρη­σι­μο­ποι­ού­νται δι­α­χρο­νι­κά ως στοι­χεί­α δι­χα­σμού και πο­λέ­μους; Φταί­νε οι θρη­σκεί­ες γι᾽ αυ­τό;

Η θρη­σκεί­α εν γέ­νει —και ο χρι­στι­α­νι­σμός ι­δι­αί­τε­ρα— α­πό τη φύ­ση της α­πο­βλέ­πει στην ει­ρή­νευ­ση και τη συμ­φι­λί­ω­ση των αν­θρώ­πων και των λα­ών. Η δι­χό­νοι­α, οι α­ντι­πα­ρα­θέ­σεις και οι πό­λε­μοι στο ό­νο­μα της θρη­σκεί­ας πλήτ­τουν και α­κυ­ρώ­νουν πρω­τί­στως το μή­νυ­μα και την α­πο­στο­λή της ί­δι­ας της θρη­σκεί­ας. Δυ­στυ­χώς, η ι­στο­ρί­α και η ε­πο­χή μας μαρ­τυ­ρούν ό­τι πά­λιν και πολ­λά­κις η θρη­σκεί­α χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε γι­α ε­πι­δι­ώ­ξεις και σκο­πούς που δεν ε­ναρ­μο­νί­ζο­νται με τη φύ­ση της.

— Πώς η Εκ­κ­λη­σί­α της Ελ­λά­δος μπο­ρεί να ε­πι­φέ­ρει την αρ­μο­νί­α στη χώ­ρα μας;

Η Εκ­κ­λη­σί­α μας, η Εκ­κ­λη­σί­α της Ελ­λά­δος —πέ­ρα α­πό τις α­τέ­λει­ες εί­τε ποι­μέ­νων της εί­τε χρι­στι­α­νών-με­λών της— σε ό­λη την ι­στο­ρι­κή της δι­α­δρο­μή υ­πήρ­ξε η τρο­φός του έ­θνους και ο κύ­ρι­ος πα­ρά­γων ε­νό­τη­τας του λα­ού. Την ί­δι­α δι­α­κο­νί­α ε­ξα­κο­λου­θεί να α­σκεί και σή­με­ρα υ­πό τις συν­θή­κες που η σύγ­χρο­νη πρα­γμα­τι­κό­τη­τα δι­α­μορ­φώ­νει πα­ρά την πο­λε­μι­κή που της α­σκεί­ται α­πό ο­ρι­σμέ­νους ι­δε­ο­λο­γι­κούς χώ­ρους.

— Ποι­ός εί­ναι το πρό­τυ­πό σας;

Πρό­τυ­πο ό­λων μας —ι­ε­ρω­μέ­νων και λαϊ­κών— εί­ναι ο ί­δι­ος ο Κύ­ρι­ος Ι­η­σούς. Ο α­πό­στο­λος Πέ­τρος λέ­ει ό­τι ο Χρι­στός εί­ναι το υ­πό­δει­γμά μας, και στα α­χνά­ρι­α του ο­φεί­λου­με οι πι­στοί να βα­δί­ζου­με (Α­’ Πέ­τρ. 2,21). Πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο έ­νας ε­πί­σκο­πος.

Πρό­τυ­πα, ε­πί­σης, έ­μπνευ­σης και πα­ρα­δει­γμα­τι­σμού γι­α έ­ναν ε­πί­σκο­πο του σή­με­ρα εί­ναι και ό­λοι οι ά­γι­οι Ι­ε­ράρ­χες της Εκ­κ­λη­σί­ας μας, η πι­στό­τη­τά τους στο Ευ­αγ­γέ­λι­ο, ο ζή­λος και η α­φο­σί­ω­ση στην ι­ε­ρή α­πο­στο­λή τους.

— Μι­ά συμ­βου­λή σας στους ε­νή­λι­κες.

Πε­ρισ­σό­τε­ρη συ­νέ­πει­α στη ζω­ή μας, ώ­στε τα παι­δι­ά μας να ε­μπνέ­ο­νται α­πό το πα­ρά­δει­γμά μας και να μην α­ντι­δρούν στις συ­χνές και γι᾽ αυ­τό κου­ρα­στι­κές η­θι­κο­λο­γι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις μας.

— Μι­ά συμ­βου­λή σας στα παι­δι­ά;

Πε­ρισ­σό­τε­ρη ε­μπι­στο­σύ­νη σε ό­σους α­πό τους με­γα­λυ­τέ­ρους στέ­κο­νται κο­ντά τους με εἰ­ι­λι­κρι­νή α­γά­πη, και πολ­λή προ­σο­χή στα ό­σα προ­κα­λού­νται α­πό κά­ποι­ους να δο­κι­μά­σουν.

— Σε­βα­σμι­ώ­τα­τε, σε λί­γες μέ­ρες έρ­χε­ται το Πά­σχα, η με­γά­λη αυ­τή ε­ορ­τή της Εκ­κ­λη­σί­ας μας. Τί θα θέ­λα­τε νά ευ­χη­θεί­τε στους α­να­γνώ­στες των «Ε­πι­καί­ρων»;

Α­νά­τα­ση ψυ­χής, κατ᾽ αρ­χήν, γι­α την α­γί­α και Με­γά­λη Ε­βδο­μά­δα που προ­η­γεί­ται της με­γά­λης ε­ορ­τής. Ως ορ­θό­δο­ξοι χρι­στι­α­νοί κα­λού­μα­στε με κέ­ντρο το να­ό της Ε­νο­ρί­ας μας καί την εκ­κ­λη­σι­α­στι­κή μας λα­τρεί­α, με σύ­ντρο­φο τα Ευ­αγ­γέ­λι­α, με τη βο­ή­θει­α της ε­ξαί­σι­ας υ­μνο­γρα­φί­ας αυ­τών των η­με­ρών να βι­ώ­σου­με μυ­στι­κά το μυ­στή­ρι­ο του σταυ­ρι­κού Πά­θους του Κυ­ρί­ου. Έ­τσι, θα μπο­ρέ­σου­με να συμ­με­τά­σχου­με και στην ευ­φρο­σύ­νη και την ελ­πί­δα που κο­μί­ζει η Α­νά­στα­σή Του. Πά­σχα ση­μαί­νει δι­ά­βα­ση, πέ­ρα­σμα. Εύ­χο­μαι, λοι­πόν, κι ε­μείς να μπο­ρέ­σου­με να υ­περ­βού­με την οι­κο­νο­μι­κή δυ­σπρα­γί­α που α­ντι­με­τω­πί­ζου­με και να ο­δη­γη­θού­με σε κα­λύ­τε­ρες μέ­ρες. Ο α­να­στη­μέ­νος Ι­η­σούς ας ε­μπνεύ­σει στις καρ­δι­ές ό­λων μας ελ­πί­δα και αι­σι­ο­δο­ξί­α γι­α έ­να κα­λύ­τε­ρο αύ­ρι­ο. Και μέ­χρι τό­τε ας μη ξε­χνού­με ε­κεί­νους που υ­πο­φέ­ρουν πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό ε­μάς. Η χρι­στι­α­νι­κή α­γά­πη μας υ­πο­χρε­ώ­νει να στα­θού­με κο­ντά τους και να τους συ­μπα­ρα­στα­θού­με ό­σο μπο­ρού­με πε­ρισ­σό­τε­ρο. Κα­λή Ἀ­νά­στα­ση!

Ὧρες Γραφείων

Δευτέρα - Παρασκευή: 10:00 - 13:00

Χρήσιμα Τηλέφωνα

Γραφεῖα Μητροπόλεως : 210-93.46.788

ΦΑΞ: 210-93.21.743

Email: imns@otenet.gr

Επικοινωνία

Ἱερά Μητρόπολη Νέας Σμύρνης

Ἁγίου Ἀνδρέου 14, 17122

Νέα Σμύρνη