Η ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΚΟΝΟ ΤΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΟΒΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟΥ π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΟΒΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
τοῦ Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχη μας,
Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης κ. Συμεών
τοῦ ἱερολογιώτατου Διακόνου
π. Γεωργίου Γιοβανόπουλου
Δ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ
Δ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ
μέ θέμα: Τό Α΄ κεφ. τῆς Πρώτης πρός Τιμόθεον
Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου
Πραγματοποιήθηκε τήν Πέμπτη 3 Νοεμβρίου στό Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Σώστη (λεωφ. Συγγροῦ) ἡ τέταρτη Ἱερατική Σύναξη γιά τούς Κλη-ρικούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης. Στή Σύναξη αὐτή ὁμιλητής ἦταν ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Χριστοφόρος Νάνος, Πνευματικῶς Προϊστάμε-νος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου Παλαιοῦ Φαλήρου. Θέμα τῆς εἰσηγήσεώς του ἦταν ἡ παρουσίαση καί ἡ ἐμβάθυνση στό Α΄ κεφ. τῆς Πρώτης πρός Τιμόθεον Ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου.
Κατά τήν εἰσαγωγή του ὁ ὁμιλητής ἀνέφερε ὅτι ἡ Ἐπιστολή αὐτή χαρακτηρίζεται ὡς ποιμαντική διότι περιέχει κυρίως συμβουλές καί ὑποδείξεις ποιμαντικοῦ χαρακτή-ρα πρός τόν Ἐπίσκοπον τῆς Ἐφέσου Τιμόθεο. Ὁ ἀπόστολος Τιμόθεος καταγόταν ἀπό τά Λύστρα τῆς Λυκαονίας. Ὁ πατέρας του ἦταν Ἕλληνας εἰδωλολάτρης καί κατεῖχε μεγάλη κοινωνική θέση. Ἡ μητέρα του Εὐνίκη καί ἡ μάμμη του Λωΐδα ἦταν Ἰουδαῖες, ἀλλά ἀσπάσθηκαν τό Χριστιανισμό. Καί χάριν αὐτῶν γνώρισε τήν ἐν Χριστῷ πίστη (Β΄ Τιμ. 1,5). Ἡ ἀρετή του καί ἡ χριστιανική του διαγωγή ἦταν γνωστή τόσο στά Λύ-στρα ὅσο καί στό Ἰκόνιο (Πράξ. κεφ. 16). Ἐκεῖ τόν γνώρισε ὁ ἀπ. Παῦλος καί τόν προ-σήλκυσε στό Χριστιανισμό (μᾶλλον κατά τήν πρώτη στήν Ἀσία περιοδεία του, περί τό 45-49 μ.Χ.). Ἐπειδή ὁ Τιμόθεος ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἀπό τόν πατέρα του, δέ-χθηκε τήν περιτομή κατά τό νόμο τῆς Π.Δ. (Πράξ. 16,1-3), γιά νά μή δοθεῖ λαβή στούς ἰουδαΐζοντας χριστιανούς, πού κατοικοῦσαν ἐκεῖ, νά διαβάλουν τή μετέπειτα ἀποστολικότητά του καί κατά συνέπεια τή γνησιότητα τοῦ Εὐαγγελίου πού κήρυττε.
Ὁ ἀπ. Τιμόθεος ἀκολούθησε τόν ἀπ. Παῦλο κατά τή Β΄ ἀποστολική περιοδεία του, ὅταν τόν ἐπεσκέφθηκε πάλι στά Λύστρα (51 μ.Χ.) καί τόν πῆρε μαζί του στίς περιοδεῖες του «ὡς συνεργόν» (Ρωμ. 16,21) καί ἔκτοτε ἔγινε προσφιλής μαθητής του. Ἦταν στό πλευρό τοῦ Παύλου κατά τήν ἵδρυση τῶν κυριοτέρων ἐκκλησιῶν. Ἀνέλαβε ἐμπιστευτικές ἀποστολές, ὅπως στήν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου καί τῆς Θεσσαλονίκης, καί τόν ἀκολουθοῦσε «καθάπερ ἀστήρ ἡλίῳ». Ἔγινε «σύσκηνος» καί «ὁμοδίαιτος» τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν. Ὑποστηρίζεται ὅτι τόν συνόδευσε στή πρώτη φυλά-κισή του στή Ρώμη, ὅπου φυλακίσθηκε καί ὁ ἴδιος (Ἑβρ. 13,23. Κατά τήν τελευταία πε-ρίοδο τῆς ἀποστολικῆς του δράσης ὁ ἀπ. Παῦλος χειροτόνησε τόν Τιμόθεο Ἐπίσκοπο Ἐφέσου (Β΄ Τιμ. 1,7· 4,12). Γι’αὐτό καί ὁ χρόνος τῆς συγγραφῆς καί ἀποστολῆς τῆς ἐπιστολῆς τεκμαίρεται γύρω στό 65-66 μ.Χ.
Στή συνέχεια ὁ ὁμιλητής π. Χριστοφόρος παρουσίασε τίς θεματικές ἑνότητες τοῦ Α΄ κεφ. τῆς Πρώτης πρός Τιμόθεον Ἐπιστολῆς ὡς ἑξῆς:
Ἡ πρώτη (Α΄ Τιμ. 1, 1 -2) περιέχει τό χαιρετισμό πού συνήθιζε νά προτάσσει ὁ ἀπ. Παῦλος σέ κάθε μία ἀπό τίς 13 ἐπιστολές του (ἡ πρός Ἑβραίους δέν ἐχει τέτοιου εἴδους προοίμιο χαιρετισμό). Κύριο στοιχεῖο ἡ φράση: «κατ’ ἐπιταγήν».
Ἡ δεύτερη (Α΄ Τιμ. 1, 3-11) ἀναφέρεται στήν ἀντιμετώπιση τῶν ἰουδαϊζόντων χριστιανῶν. Κύριο στοιχεῖο ἡ λέξη: «ἑτεροδιδασκαλεῖν» καί ἡ φράση «οἰκονομία Θεοῦ ἐν πίστει».
Ἡ τρίτη (Α΄ Τιμ. 1, 12-17) ἔχει χριστολογικό χαρακτήρα καί ἑστιάζεται στό κατά Χριστόν ἔλεος ὡς προϋπόθεση τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου. Κύρια στοιχεῖα οἱ λέξεις: «ἠλεήθην» καί «πιστός ὁ λόγος».
Καί ἡ τέταρτη (Α΄ Τιμ. 1, 18-20) μέ προτρεπτικό καί ἐνθαρρυντικό χαρακτήρα στό πνευματικό του τέκνο Τιμόθεο. Κύριο στοιχεῖο ἡ φράση: «καλήν στρατείαν»
Ἡ πρώτη ἑνότητα (Α΄ Τιμ. 1, 3-11): Ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος ἀναφέρει ὅτι εἶναι ἀπόστολος, ἀποσταλμένος σέ διακονία καί ἐνεργεῖ κατ΄ἐντολή θεϊκή, μέ πρόσταγμα θεϊκό (ἅγ. Νικόδημος). Αὐτά πού θα πεῖ εἶναι θέλημα θεόσδοτο καί θεόγραφο, ἀναντίρρητο. Ἡ φράση «κατ’ ἐπιταγήν» ἀναφέρεται στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὅμως εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα. Δηλ. ἡ προσταγή εἶναι ἐκ μέρους τοῦ Χριστοῦ , στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου συνευδοκεῖ καί ὁ Πατήρ καί ὁ Παρά-κλητος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Εἶναι κοινή προσταγή τοῦ τρισυπόστατου Θεοῦ.
Ἀποκαλεῖ τόν Τιμόθεο γνήσιο τέκνο τῆς πίστεως ἐπειδή εἶχε ἀποδείξει μέ τή βα-θειά πίστή του τήν ἀφοσίωσή του στό ἔργο καί στό πρόσωπο τοῦ ἀπ. Παύλου: «οὐ γάρ ἡ φύσις, ἀλλά ἡ πίστις υἱόν αὐτόν ἀπηργάσατο» (Θεοδώρητος Κύρου). Δηλ. ἐγκωμιάζει τόν Τιμόθεο γιά τήν ἀκραιφνή καί ἀπλανή πίστή του στόν Χριστό καί τήν υἱϊκή ἀγάπη του στον ἴδιο τόν Παῦλο. Καί τοῦ ἐπισημαίνει τρία σημαντικά πνευματικά χαρακτηρι-στικά: τή χάρη, τό ἔλεος καί τήν εἰρήνη. Ὡς ποιμένας ὁ Τιμόθεος, ἀλλά καί κάθε ποι-μένας, ἔχει πρῶτα ἀνάγκη ἀπό χάρη. Νά μήν εἶναι ἐλλιπής ἤ καί γυμνός χάριτος. Διότι ἡ διακονία εἶναι χάρισμα καί μόνο μέ τή χάρη διατηρεῖται, ἐνεργοποιεῖται καί καρποφορεῖ.
Ἡ δεύτερη ἑνότητα (Α΄ Τιμ. 1, 3-11): Ὁ ἀπ. Παῦλος ὑπενθυμίζει στόν Τιμόθεο, ὅτι ἐκεῖνος τόν προχείρισε καί ἐγκατέστησε Ἐπίσκοπο στήν Ἔφεσο, λίγο πρίν φύγει γιά τή Μακεδονία, στήν τελευταία του περιοδεία. Ἡ φράση «παρεκάλεσά σε» μᾶλλον αὐτή τήν ἔννοια ἔχει κατά τόν ἅγ. Νικόδημο. Ἐνῶ εἶχε ὅλο τό θάρρος νά τόν προστά-ξει, ὅμως τόν παρακαλεῖ.
Καί τί τόν παρακαλεῖ; Νά παραγγείλλει (παράκλησις καί παραγγελία-νουθεσία καί προσταγή: κατ’ ἐξοχήν τρόπος ποιμαντικῆς ἀναφορᾶς) σέ μερικούς ἀπό τούς ἐξ Ἰουδαίων χριστιανούς ψευδαπόστολους, νά μήν εἰσάγουν μέσα στό κήρυγμα τοῦ Ε-ὐαγγελίου, μέ δόλιο τρόπο, ἄλλου εἴδους διδασκαλίες. Ἑτεροδιδασκαλεῖν σημαίνει διδάσκειν ἑτέρας (ὄχι ὀρθάς) διδασκαλίας, κατά τόν ἀείμνηστο καθηγ. Λ. Φιλιππίδη. Ἤθελαν «πάλιν ἐπί τόν νόμον ἕλκειν τούς πιστούς» (Ἰ. Χρυσόστομος) κινούμενοι ἀπό ζηλοτυπία ἔναντι τοῦ μεγάλου κύρους τοῦ ἀπ. Παύλου καί ἀπό κενοδοξία, ὅτι δῆθεν κι αὐτοί εἶναι γνήσιοι ἀπόστολοι καί μεταφέρουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Τουναντίον ἡ κατά Θεόν οἰκονομία ἀπαιτεῖ πίστη καί πιστούς οἰκονόμους. Δέν χρειάζονται ἀτέρμονες συζητήσεις, νοησιαρχίες καί ἐπεξηγήσεις. Ἡ πίστη στό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ καλύπτει τά πάντα. «Ἡ γάρ πίστις ἀναπαύει τό λογισμό» λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ὁ δέ Μ. Βασίλειος λέγει: «πίστις ἡγείσθω τῶν περί Θεοῦ λόγων».
Αὐτό φαίνεται καί στή παρακάτω φράση «ὧν τινες ἀστοχήσαντες, έξετράπησαν εἰς ματαιολογίαν, θέλοντες εἶναι νομοδιδάσκαλοι, μή νοοῦντες μήτε ἅ λέγουσι μήτε περί τίνων διαβεβαιοῦνται». Ἀστοχεῖ κανείς περί τήν πίστη ὅταν δέν ἀκολουθεῖ τήν υγιή ἀποστολική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐκτρέπεται σέ ἀνυπόστατες θεολο-γικές φλυαρίες, γιά νά δείξει ὅτι εἶναι κατηρτισμένος περί τά θεῖα, μέ συνέπεια οὔτε νά καταλαβαίνει αὐτά πού λέγει, οὔτε αὐτά πού ὑποστηρίζει.
Σέ ἀντίθεση λοιπόν μέ αὐτά πού συμβαίνουν ἐξαιτίας αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, σάν συμπέρασμα τῶν λεγομένων μου, «τό δέ τέλος τῆς παραγγελίας ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας καί συνειδήσεως ἀγαθῆς καί πίστεως ἀνυποκρίτου». Νά ποιά εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση, τό συμπέρασμα, τῆς ὑγιοῦς διδασκαλίας: καθαρή καρδιά, ἀγαθή συνεί-δηση καί ἀνυπόκριτη πίστη. Kαθαρή καρδιά πού εἶναι τό δεκτικό πεδίο γιά νά φυτευθεῖ ἡ ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια. Ἀγαθή συνείδηση πού προσδιορίζει τήν ἀνενδοίαστη πρόθεση τῆς ψυχῆς νά δεχθεῖ τήν ἀποκαλυφθεῖσα χάρη καί ἀποποιεῖται πρός τοῦτο ἀσμένως τήν ἁμαρτία. Καί ἀνυπόκριτη πίστη εἶναι ἡ ἀποδοχή, ὁ ἀσπασμός τῆς κατά Χριστόν εὐσέβειας. Αὐτές οἱ τρεῖς ψυχικές ἀρετές εἶναι οἱ συνιστῶσες τῆς κατά Θεόν ἀγάπης. Ἐκεῖ ἀποσκοπεῖ θεία οἰκονομία. Σκοπός τῆς κατά Θεόν οἰκονομίας εἶναι ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἑνοποιός δύναμη καί ἐν ταυτῷ ὁ πνευματικός καρπός τῆς θείας οἰκονομίας.
Καί ἑρμηνεύει περαιτέρω ὅσα λέγει: «Οἴδαμεν ὅτι καλός ὁ νόμος, ἐάν τις αὐτῷ νο-μίμως χρῆται». Δηλ. ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι σωστός καί ἀποδεκτός, ἐφ’ ὅσον σ’ αὐτόν δέν ὑπεισέρχονται αὐθαίρετες καί αὐτόνομες, ἀτομικές δοξασίες καί καθιστοῦν τή χρήση του μή νόμιμη.
Τό Εὐαγγέλιο ἀποκαλύπτει τή πάμφωτο αἴγλη καί τήν αἰώνια, ἄφθαρτη, θεία εὐδαιμονία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ: «κατά τό εὐαγγέλιον τῆς δόξης τοῦ μακαρίου Θεοῦ». Σέ ὅσους ἀνομοῦν καί δέν ὑποτάσσονται (κατά παντός νόμου), σέ ὅσους ἀσεβοῦν ὡς πρός τήν ἀλήθεια καί ἁμαρτάνουν, σέ ὅσους στρέφουν τά νῶτα τους πρός τόν Θεό καί βεβηλώνουν καθετί ἱερό (κατά τοῦ Θεοῦ), σ’ αὐτούς πού ἀφαιροῦν ζωές ἀκόμη καί συγγενῶν, στούς κατά φύσιν καί παρά φύσιν σαρκολάτρες, στούς ἐκμεταλευτές τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας (κατά τῶν ἀνθρώπων), στούς ὑπηρετοῦντες καί διαδίδοντες τό ψέμα, σ’ ὅσους καταπατοῦν τούς ὅρκους καί τις ὑποσχέσεις τους (κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους).
Ἡ τρίτη ἑνότητα (Α΄ Τιμ. 1, 12-17): «Καί χάριν ἔχω τῷ ἐνδυναμώσαντί μέ Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ὅτι πιστόν με ἠγήσατο, θέμενος εἰς διακονίαν τόν πρότερον ὄντα βλάσφημον καί διώκτην καί ὑβριστήν». Ἐπειδή στήν ἀρχή τῆς ἐπιστολῆς τονίζει ὅτι εἶναι ἐντεταλμένος ἀπό Θεοῦ ἀσκεῖ τό ἀποστολικό, τό ποιμαντικό λειτούργημα, γιά νά μήν νομισθεῖ ὅτι ὑπερηφανεύεται, ἐπικαλεῖται τή χάρη τοῦ Χριστοῦ, πού τόν ἐνδυναμώνει νά φέρει εἰς πέρας τό μεγάλο πνευματικό ἔργο.
Καί αὐτή τήν ἀλλαγή τήν δικαιολογεῖ ὡς ἑξῆς: «ἀλλ’ ἠλεήθην, ὅτι ἀγνοῶν ἐποίησα ἐν ἀπιστίᾳ». Ἐπικαλεῖται ὅτι εἶχε ἄγνοια τῆς ἀληθείας, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν ἀπιστία (Ἰ. Χρυσόστομος). Καί τό γεγονός τῆς ἀλλαγῆς του τό ἑρμηνεύει μέ μιά βαθιά σέ νόημα θεολογικό καί σωτηριολογικό φράση: «ἀλλ’ ἠλεήθην». Ἀντί νά τόν τιμωρή-σει ὁ Θεός, τόν ἐλέησε. Πῶς τόν ἐλέησε; «Μετά πίστεως καί ἀγάπης τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ἡ πλημμύρα τοῦ θείου ἐλέους, πού τόν ἐπισκέφθηκε, τοῦ ἄνοιξε τά μάτια τῆς ψυχῆς νά πιστέψει στή θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί νά νιώσει τό μέγεθος τῆς ἀγάπης του. Αὐτό εἶναι τό θεῖο ἔλεος.
Γι’ αὐτό καί στή συνέχεια ὁμολογεῖ τή χριστολογία τοῦ Ναζωραίου: «Πιστός ὁ λό-γος καί πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος ὅτι Ἰησοῦς Χριστός ἦλθεν εἰς τόν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτος εἰμί ἐγώ». Αὐτός εἶναι ὁ τίτλος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας: ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἦλθε στή γῆ, ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, γιά νά σώσει τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία πού ἀντίκειται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ ὁμολογία αὐτή εἶναι ἀξιόπιστη τόσο ὥστε πρέπει νά γίνει ἀποδεκτή ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Καί δικαιολογεῖ τό γιατί ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό λέγοντας: «Ἀλλά διά τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοί πρώτῳ ἐνδείξητε Ἰησοῦς τήν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρός ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ’ αὐτῷ εἰς ζωήν αἰώνιον». Ἔγινε ὁ Παῦλος κατεξοχήν παράδειγμα ἐλέους καί μακροθυμίας τοῦ Χριστοῦ γιά νά γίνει παράδειγ-μα καί γιά ὅσους πιστέψουν στό μέλλον. Ὁ ἴδιος δέν ἦταν ἄξιος σωτηρίας, διότι ἐδίωξε τήν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅμως ὁ Χριστός μακροθύμησε στό διώκτη γιά νά δείξη τό μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης του καί τό πλοῦτο τῆς χάριτός του σέ ὅλους ἐμᾶς.
Γιά τό λόγο αὐτό πρέπει, ἀξίζει νά ἀποδοθεῖ κάθε τιμή καί δοξολογία στόν Θεό τοῦ ἐλέους καί τῆς χάριστος: «Τῷ δέ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμή καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Ὁ Θεός πού ἐντέλλεται καί ταυτόχρονα ὁ Θεός πού ἐλεεῖ εἶναι βασιλεύς τῶν αἰώνων. Ἐξουσία ἔχει νά σώσει καί ἐξουσία ἔχει νά ἀπωλέσει. Ὡς ἄχρονος, εἶναι αἰώνιος, ἀτελεύτητος, ἐκτός κάθε χρόνου ἤ χρονικοῦ περιορισμοῦ, «τῆς βασιλείας αὐτοῦ ἐκ ἔσται τέλος». Ὡς ὑπερκείμενος φθορᾶς, κυριαρχεῖ τῆς φθαρτῆς τῆς δημιουρ-γίας.
Ἡ τέταρτη ἑνότητα (Α΄ Τιμ. 1, 18-20): «Ταύτην τήν παραγγελίαν παρατίθεμαί σοι, τέκνον Τιμόθεε, κατά τάς προαγούσας ἐπί σε προφητείας, ἵνα στρατεύῃ ἐν αὐταῖς τήν καλήν στρατείαν». Ὑπενθυμίζει στόν Τιμόθεο ὁ ἀπόστολος ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ ἡ εἰς ἐπίσκοπον χειροτονία του καί ἡ ἐγκατάστασή του στήν Ἔφεσο. Προφητεία εἶναι ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος πού ἐνεργεῖ καί χρίει τούς ἀξίους. Ἐμπνέει κλήση, κατευ-θύνει, προλέγει, ἐμφανίζει καί ἀναδεικνύει τόν καλό ποιμένα. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τίς ἐνδείξεις καί πληροφορίες τοῦ Παρακλήτου, τοῦ ἐμπιστεύεται αὐτή τή ποιμαντική ἐπιστολή, ὡς παραγγελία. Νά ἀγωνίζεται σύμφωνά μέ τίς ἐπιταγές τοῦ Πνεύματος καί νά μήν ἀπομακρύνεται ἀπ’ αὐτές, ὥστε ὁ ποιμαντικός ἀγῶνας σου νά χαρακτηρί-ζεται ἐπιτυχής, καλός καί ἀγαθός. Καλή στρατεῖα εἶναι αὐτή πού μαρτυρεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Διότι ὑπῆρξαν καί ἄλλοι πού ἀπετόλμησαν νά ποιμάνουν ἀπορρίπτοντας τή δι-δασκαλία τῆς πίστεως καί διδάσκοντας ἀλλότριες τῆς πίστεως δοξασίες: «ἔχων πίστιν καί ἀγαθήν συνείδησιν, ἥν τινες ἀπωσάμενοι περί τήν πίστιν ἐναυάγησαν∙ ὧν ἐστί Ὑμέναιος καί Ἀλέξανδρος, οὕς παρέδωκα τῷ Σατανᾷ, ἵνα παιδευθῶσι μή βλασφημεῖν». Αὐτοί ὁδηγήθησαν σέ πνευματικό ναυάγιο, δηλ. σέ πλάνη, μακράν τῆς ἀληθείας καί ἔχασαν καί τή χάρη πού φωτίζει, ἁγιάζει καί καθοδογεῖ εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν. Καί παραθέτει πρός παραδειγματιμόν δύο ὀνόματα ὑπαρκτῶν προσώπων: τόν Ὑμέναιο, πού δίδασκε ὅτι ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν ἤδη εἶχε γίνει (Β΄ Τιμ. 2, 17).
Κατόπιν ὁ πανοσ. Ἀρχιμ. π. Χριστοφόρος Νάνος ἀναφέρθηκε στά ἑξῆς ποιμαντι-κά θέματα ἐξ ἀφορμῆς τῆς αὐτῆς τῆς Ἐπιστολῆς:
1. Τό κύρος τοῦ ποιμένος. Δέν εἶναι δυνατόν ἕνας πού ἀναλαμβάνει τή ποιμαντική εὐθύνη ἑνός ποιμνίου νά στερεῖται κύρους. Δέν πρόκειται νά ἐπηρεάσει, οὔτε νά πεί-σει. Δέν θα ληφθεῖ σοβαρά ὑπόψη ἡ ἀποστολή του. Γι’ αὐτό ὁ ἀπ. Παῦλος μέ τή φρά-ση «κατ’ ἐπιταγήν» τονίζει τό κῦρος μέ τό ὁποῖο ἀπευθύνεται, μιλᾶ, κατευθύνει, διδάσκει, προτρέπει.
α. Ἀπό ποῦ πηγάζει τό κύρος. Πόση μεγάλη εὐσυνειδησία χρειάζεται ἀπό τό κάθε μικρό ἤ μεγάλο πνευματικό ποιμένα τό γεγονός ὅτι εἶναι ποιμήν ἀπό Θεοῦ κατά δια-δοχήν χάριτος καί ἐντέλλεται νά διδάσκει, νά διαφυλάττει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τό δικό του. Ὅπως τό παρέλαβε νά τό παραδώσει.
β. Πῶς διατηρεῖται τό κύρος. Ἕνας οὐσιαστικός τρόπος γιά τή διατήρηση τοῦ ποιμαντικοῦ κύρους εἶναι ἡ συνείδηση τῆς παρουσίας τῆς θείας χάριτος. Ἕνας ἱερεύς χωρίς αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στό θυσιαστήριο, στή διδασκαλία, στή διακο-νία δέν ἐμπνέει. Καί πρακτικά αὐτή ἡ αἴσθηση ἐκδηλώνεται μέ τόν τρόπο πού τελεῖ τά μυστήρια, μέ τή φώτιση πού ἔχει νά διδάσκει σωστά, μέ τή διάθεση πού ἐκδηλώνει στά ἔργα φιλανθρωπίας καί ἀλληλεγγύης.
γ. Πῶς προβάλλεται τό κύρος. Ἕνας σημαντικός τρόπος προβολῆς τοῦ ποιμαντικοῦ μας κύρους εἶνά ἡ πνευματική εἰρήνη. Ὁ ἀπ. Παῦλος ἀποκαλεῖ τόν Τιμό-θεο «γνήσιο τέκνο». Γιά νά εἴματε ἀληθινά τέκνά Θεοῦ ὀφείλουμε νά φέρουμε μέσα μας τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ πού εἶναι χαρακτηριαστικό τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου καί συχνότατή εὐχή τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου «εἰρήνη ὑμῖν». Ἡ εἰρήνη εἶναι δι-ακριτικό χάρισμα τοῦ ποιμένα. Δέν εἶναι ἀποδεκτό ὁ Θεός τῆς εἰρήνης νά διακονεῖται ἀπό ὀργίλους ποιμένες.
2. Ἡ ἑτεροδιδασκαλία. Ἐπειδή τό ζήτημα τῆς τηρήσεως τοῦ νόμου ἔχει πλέον κλείσει ἐδῶ καί πολλά χρόνια, τί ἄραγε μπορεῖ νά μᾶς ὠφελήσει ἡ ἐπισήμανση αὐτή τοῦ ἀπ. Παύλου; Ἀσφαλῶς ὁ νοῦς μας πάει στίς σύγχρονες χριστιανικές αἱρέσεις πού διαστρέφουν τή σωστή ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου ἀλλά καί τῶν οὐσιωδῶν κειμένων τῆς Π. Διαθήκης.
Ὑπάρχουν πλάνες πού κυκλοφοροῦν ἀνάμεσα στούς πιστούς. Πλάνες πού ἀλλοιώνουν τήν ἠθική διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐπικαλοῦνται ὅτι ἡ κοινωνία ἐξελλίσεται ἄρα καί τό ἦθος διαφοροποιεῖται (ἡ λεγόμενη καζουαλιστική ἠθική). Μπορεῖ ὁ τρόπος προβολῆς τῆς ἠθικῆς διδιασκαλίας νά χρειάζεται πιό φωτισμένους τρόπους, ὅμως δέν ἀλλάζει τό νόημα, ἡ οὐσία. Μή γινόμαστε μοντέρνοι χωρίς νά βα-ζιζόμαστε στήν οὐσία τοῦ ἀποστολικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους. Ἐπίσης προλήψεις ἀπό μή κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλο τους, ἐμμονές σέ λανθασμένες συνήθειες τόσο ἐντός, ὅσο καί ἐκτός τῆς λατρείας. Τά λεγόμενα μάγια, ματιάσματα, οἱ δῆθεν ἄγραφες παραδόσεις ἀλλά καί οἱ κριτικές ὁρισμένων «εὐσεβῶν» στό ἔργο τῆς τοπικῆς ἐνορίας, πού σκοπό ἔχουν νά κατακρίνουν καί ὄχι νά ὑποδείξουν τυχόν λάθη. Ὁμάδες πιστῶν πού νομίζουν ὅτι ἔχουν τό ἀλάθητο καί δίκην ἐλεγκτῶν δέν ἀφήνουν τό ποιμένά νά ἀναπνεύσει. Ὅλα αὐτά τά συμπτώματα, ὀφείλει νά τά ἀντιμετωπίζει ὁ ποιμένας. Καἰ πρός τοῦτο πάλιν ὁ ἀπ. Παῦλος μᾶς δίνει τά ἐναύσματα.
3. Οἰκονομία Θεοῦ. Μέ τήν ἐπισήμανση αὐτή ὅλο τό ἔργο τοῦ ποιμένα χαρακτηρί-ζεται ὡς οἰκονομία πίστεως. Εἶναι ἀποστολική παρακαταθήκη κατά τό περιεχόμενο καί τή διακονία. Εἶναι ἡ πνευματική διαχείρησις τῆς χάριτος ἀλλά καί τῆς συμπεριφορᾶς τῶν πιστῶν. Οἰκονομία δέν σημαίνει χαλάρωσις τῶν ἐντολῶν οὔτε ἐξοικοίωσις τῶν πιστῶν. Οἰκονομία ἐπίσης δέν σημαίνει ἀδιάκριτη ἐφαρμογή τῶν διατεταγμένων τῆς πίστεως χωρίς τό φῶς τῆς πνευματικῆς διακρίσεως. Οἰκονομία σημαίνει «ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας». Πρύτανις σέ κάθε ποιμαντική προσέγγιση εἶναι ἡ ἀγάπη.
Οἰκονομία Θεοῦ ἀσκεῖ, ἐπίσης ἐκεῖνος πού ἔχει ἀγαθή συνείδηση. Προσευχόμεθα ὡς ἱερεῖς νά καθαρίσει ὁ Θεός τήν ψυχή μας «ἀπό συνειδήσεως πονηρᾶς». Πάλι γνωρί-ζουμε ὅτι ὀφείλουμε νά προσφέρουμε τήν ἀναίμακτη θυσία «ἐν καθαρῷ τῷ μαρτυρίῳ τῆς συνειδήσεως ἡμῶν» Γιά νά εἶναι ἀπρόσκοπτη ἡ διακονία μας, δηλ. ἐπιτυχής καί ἐμπνευσμένη ἡ διαχείρησις τῆς θείας ἐν Χριστῷ σωτηριώδους οἰκονομίας, ὀφείλουμε νά ἐξετάζουμε συνεχῶς τή συνείδησή μας, μήπως κηρύττοντες στούς ἄλλους, ἐμεῖς δέν ἐφαρμόζουμε μέ σωστό τρόπο τά κηρυττόμενα.
Ὅμως χρειάζεται ἀκόμη κάτι, ἡ ἀνυπόκριτη πίστη. Ὄχι «ἐπίπλαστη καί ὑποκεκριμένη» ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Αὐτή δέν γεννᾶ τήν ἀγάπη. Ἀλλά τήν ὑποκρισία.
4. Πιστός ὁ λόγος. Αὐτή ἡ ἀλήθεια, ὅτι ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά μᾶς σώ-σει ἀπό τήν ἁμαρτία, γιά τόν ποιμένα πρέπει νά εἶναι κορυφαῖο στοιχεῖο τῆς διδασκα-λίας του καί ἀποτέλεσμα σχέσης του μέ τόν Χριστό. Καί ἀπό τή σχέση αὐτή ἀρχίζουν τά βιώματα, οἱ θεῖες ἐμπειρίες πού καθιστοῦν τό λόγο τῆς ἀληθείας πάσης ἀποδοχῆς ἄξιο. Διότι ὁ Χριστός τῆς πίστεως γίνεται ὁ Χριστός τῆς ἐμπειρίας (Γέρων Σωφρόνιος).
5. Ἠλεήθην. Μέ τή φράση αὐτή διδασκόμεθα οἱ ποιμένες ὅτι δέν εἶναι οὔτε ἡ ἱκανότητά μας, οὔτε ἡ δύναμή μας, οὔτε οἱ ἀρετές μας πού μᾶς ἀξιώνουν νά φέρουμε εἰς πέρας αὐτή τή διακονία. Δέν καλούμεθα νά γίνουμε κριτές καί ἐπιτηρητές ἐντολῶν ἀλλά διάκονοι συγχωρήσεως καί ἐλέους. Εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ ἐνανθρώπησή του, καί κατ’ἐπέκταση ἡ θυσία του στό Σταυρό, πού ἑδραίωσε τό ἔλεος τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων στή γῆ καί ὄχι ἐμεῖς. Ἡ χριστολογία τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ εἶναι ἡ βάση τῆς ποιμαντικῆς ἐπιστήμης. Καλούμεθα νά ἀσκήσουμε χριστολογική ποιμαντική. Διότι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ σωτηρία τοῦ κό-σμου.
6. Μαρτυρία πίστεως μέ τή σφραγίδα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Στήν ἐνάσκηση τοῦ ποιμαντικοῦ καθήκοντος χρειάζεται προσοχή ὥστε νά μήν ἐκτροχιάζεται ὁ ποιμένας ἀπό τήν παραδεδομένη ἀποστολική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Νά ἔχει τή σφραγίδα καί τή μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νά ἔχει τήν ἐπιστασία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐάν ἐμφανισθοῦν πρόσωπα ἤ ὁμάδες προσώπων πού ἀλλοτριώνουν τή διδασκα-λία τῆς Ἐκκλησίας καί δέν δείχνουν διάθεση κατανόησης καί ἀλλαγῆς, ὀφείλουμε νά πάρουμε τά μέτρα μας. Γιά νά μήν δηλητηριασθοῦν οἱ πιστοί καί ἐκεῖνοι νά μήν ἔχουν εὔκολη πρόσβαση στό χριστεπώνυμο ποίμνιο. Ἀλλά καί νά συνετισθοῦν καί οἱ ἴδιοι.
Ὁλοκληρώνοντας τήν ὁμιλία του ὁ πανοσ. Ἀρχιμ. π. Χριστοφόρος Νάνος ὑπενθύμισε στή Σύναξη τό πῶς σφράγισε τή μαρτυρία τῆς ἀποστολῆς του ὡς ποιμέ-νας ὁ ἅγιος Τιμόθεος. Λιθοβολήθηκε, ξυλοκοπήθηκε ἀνηλεῶς καί σφράγισε τό κύρος τῆς ἀποστολῆς του μέ τό τίμιο αἷμα του. Ἄς ἀναλογιζόμαστε λοιπόν τή θυσία του καί νά λέμε στούς ἑαυτούς μας: κουράγιο γιατί ἐμεῖς στόν αἰώνα αὐτό δέν ἀγωνιστήκαμε μέχρις αἵματος. Τουλάχιστον ἄς σφραγίσουμε τή διακονία μας μέ τό κατ’ ἐπίγνωση ζῆλο μας καί τή θυσία τῆς ἀγάπης πρός τό πλησίον.
Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τό λόγο του ὁ σεβαστός π. Χριστοφόρος, ὁ Σεβασμιώτατος ἐξέφρασε τίς βαθιές του εὐχαριστίες καί ἐν συνεχείᾳ ὑποβλήθηκαν ἐρωτήματα καί ἔγιναν τοποθετήσεις ἀπό τούς παρόντες Κληρικούς.
Γ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ
Γ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ
θέμα: Ἡ ὁμιλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου
πρός τούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου
Β΄μέρος (Πράξ. 20, 29-38)
Πραγματοποιήθηκε τήν Πέμπτη 27 Ὀκτωβρίου στό Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Σώστη (λεωφ. Συγγροῦ) ἡ τρίτη Ἱερατική Σύναξη γιά τούς Κληρικούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης. Στή Σύναξη αὐτή ὁμιλητής ἦταν ὁ Αἰδεσιμολ. Πρωτοπρεσβύτερος π. Δημοσθένης Παπακωστόπουλος, Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος τῆς Μητροπόλεώς μας. Θέμα τῆς εἰσηγήσεώς του ἦταν ἡ παρουσίαση καί ἡ ἐμβάθυνση στήν ὁμιλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου, τό Β΄ μέρος τῆς σχετικῆς περικοπῆς τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (κεφ. 20, 29-38).
Προτοῦ ὁ π. Δημοσθένης ἀποτολμήσει τή διεισδυτική ἑρμηνευτική προσέγ-γιση τῆς ἀνωτέρω ὁμιλίας τοῦ ἀποστ. Παύλου στή Μίλητο, ἀναφέρθηκε στό βι-βλίο τῶν Πράξεων, τό ὁποῖο συνιστᾶ ἱστορικό κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης, καί μαζί μέ τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο, ἀποτελεῖ ἕνα ἔργο, πού ἀπευθύνεται πρός τόν Θεόφιλο, κάποιον Ρωμαῖο ἀξιωματοῦχο. Οἱ Πράξεις ἐντούτοις δέν ἔχουν αὐστηρό ἱστορικό χαρακτήρα, καθώς πρόθεση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελιστή ἦταν τό εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. Συνεπῶς, πρόκειται γιά εὐαγγέλιο σέ ἱστορική διήγηση. Περιλαμβάνει δέ τίς δημηγορίες Πέτρου καί Παύλου, κι ἄλλων κορυφαίων προσωπικοτήτων.
Εἰδικότερα, ἡ ὁμιλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου πραγματοποιήθηκε στό τέλος τῆς Γ΄ ἱεραποστολικῆς περιοδείας του. Σ’ αὐτή τήν ὁμιλία ἀπαντοῦν οἱ ἑξῆς χτυπητές ἰδιαιτερότητες:
α) Ἡ καταγεγραμμένη ὁμιλία δέν συμπίπτει σέ ἔκταση μέ τήν ἐκφωνηθεῖσα. Εἶναι ἀδύνατο νά ὁμίλησε ὁ ἀπόστ. Παῦλος μόνον διά πέντε λεπτά τῆς ὥρας. Συνεπῶς ὁ εὐαγγ. Λουκᾶς μᾶς διασώζει συμπυκνωμένο τόν πρωτογενή λόγο.
β) Πρόκειται γιά τήν πρώτη φορά πού ὁ ἀπόστ. Παῦλος ὁμιλεῖ σέ συγκροτημένη Ἐκκλησία.
γ) Γιά πρώτη φορά ὁ ἀπόστ. Παῦλος ἀναφέρεται στή λυτρωτική σημασία τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου.
δ) Κάνει λόγο ὁ ἀπόστ. Παῦλος γιά αἱρετικές διδασκαλίες.
ε) Εἶναι ὁ τελευταῖος λόγος, ὁ ἀποχαιρετιστήριος, τοῦ ἀποστ. Παύλου ὡς ἐλευθέρου ἀνθρώπου.
στ) Στήν ὁμιλία αὐτή ὁ ἀπόστ. Παῦλος παρουσιάζεται ὡς αὐθεντικό πρότυπο χριστιανικῆς ζωῆς.
Στή συνέχεια ὁ ὁμιλητής παρουσίασε τίς θεματικές ἑνότητες τῆς ὁμιλίας τοῦ ἀποστ. Παύλου ὡς ἑξῆς:
α) Πράξ. 20, 29-31: Τό χρέος τῶν ποιμένων ἔναντι τῶν κινδύνων τῶν αἱρέσεων.
β) Πράξ. 20, 32: Ἡ ἀνάθεση τῶν πρεσβυτέρων τῆς Ἐφέσου στόν Θεό.
γ) Πράξ. 20, 33-35: Ὁ ἀπόστ. Παῦλος ὡς πρότυπο τοῦ ἔργου τῶν πρεσβυτέρων.
δ) Πράξ. 20, 36-38: Τά μετά τήν ὁμιλία, σκηνές ἀποχωρισμοῦ, ἐναγκαλισμός κ.λπ.
Α΄ ἑνότητα (Πράξ. 20, 29-31): Ὁ στίχ. 29, «ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς», ἀποτελεῖ οὐσιαστικά μιά πρόρρηση, ἀποκάλυψη θεία, καρπός ἔλλαμψης, εἶναι λόγος Κυρίου. Ἄς τονίσουμε ὅτι τό προφητικό χάρισμα ἀναφέρεται σέ εἰδικά ζητήματα. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης.
Στήν ἑνότητα αὐτή κυρίαρχη θέση κατέχουν οἱ ἀναφορές στό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό ὁ ἱερός Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι «καλῶς εἶπε, Προσέχετε, δεικνύς περισπούδαστον σφόδρα τό πρᾶγμα (Ἐκκλησία γάρ ἐστι), καί ὅτι μέγας ὁ κίνδυνος (αἵματι γάρ αὐτήν ἐλυτρώσατο), καί ὅτι πολύς ὁ πόλεμος καί διπλοῦς» (Ὑπόμνημα εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁμιλ. 44, 2. PG 60, 310-311).
Δύο ὁμάδες ἐχθρῶν διαβλέπει ὁ ἀπόστ. Παῦλος: α) Ἡ πρώτη, οἱ «λύκοι βαρεῖς», δηλ. οἱ κακόδοξοι αἱρετικοί στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Τό «βαρεῖς» δηλώνει «τό σφοδρόν αὐτῶν καί ἰταμόν», δηλ. τό σκληρό τους χαρακτήρα. β) ἡ δεύτερη, οἱ «λαλοῦντες διεστραμμένα» (στ. 30), δηλ. οἱ περιοδεύοντες ἴσως προφῆτες, αἱρετικοί ἤ γνωστικοί ἤ ἰουδαιοχριστιανοί, πού δίδασκαν διαφορετικά.
Μπροστά σ’ αὐτή τήν κατάσταση ὁ ἀπόστ. Παῦλος προσπάθησε ὡς ἑξῆς: α) «ἐπί τριετίαν» κοπίασε. β) Ὄχι ἁπλῶς κοπίασε, ἀλλά «μετά δακρύων». Καί γ) πλησίασε καί νουθέτησε προσωπικά «ἕνα ἕκαστον». Σέ ἀντίθεση μέ τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἐνεργοῦν μέ ἰδιοτελή κίνητρα καί διαστρέφουν τό Εὐαγγέ-λιο.
Σήμερα, αἱρετικοί πού ἀπειλοῦν τήν Ἐκκλησία εἶναι οἱ χιλιαστές, διάφορες προτεσταντικές παραφυάδες, πού δέν εἶναι Ἐκκλησία, ὁ μασωνισμός, καί οἱ ὁμάδες τῆς Νέας Ἐποχῆς. Πῶς ἀντιπετωπίζονται αὐτοί; α) Μέ τρόπο ἀποφασιστικό: «Γρηγορεῖτε». β) Μέ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πού «εἶναι πνευ-ματικό ὁπλοστάσιο» (Μέγ. Βασίλειος). γ) Μέ μελέτη τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων. δ) Μέ παράδειγμα, καθώς οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν στά μάτια τους , ὄχι στ’ αὐτιά τους. ε) Μέ ἀγάπη. Καί στ) μέ ἐξατομικευμένη ποιμαντική δράση, ὅπως ὁ ἀπόστ. Παῦλος. Ὁ ἐκκλησιαστικός ποιμήν διδάσκει μέ τό κήρυγμά του καί παιδαγωγεῖ μέ τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.
Β΄ ἑνότητα (Πράξ. 20, 32): Τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου, λέγει ὁ ἀπόστ. Παῦλος, θά τούς ἐνδυναμώνει ὁ Θεός μέ τήν ἀλήθειά του. Θα τούς οἰκοδομεῖ ὁ ἴδιος ὁ λόγος Του. Τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας παρομοιάζεται μέ οἶκο, οἰκοδομή, πού ἀποβλέπει στή «μέλλουσα ἐλπίδα», ἀφοῦ «τῆς ἐλπίδος ἀνέμνησε τῆς μελλούσης» (Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁμιλ. 45, 1. PG 60, 313).
Ἡ ἔκφραση «καί δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν πᾶσι τοῖς ἡγιασμένοις», ὅπως καί ἡ προσφώνηση «πᾶσι... κλητοῖς ἁγίοις» (Ρωμ. 1,7), ὑποδηλώνει ὅτι ἀποβλέπει στόν ἁγιασμό, τή θέωση. Αὐτό σημαίνει γιά μᾶς σήμερα ὅτι ὀφείλουμε στόν ἴδιο σκοπό νά ἀποβλέπουμε, νά καλλιεργοῦμε τόν πόθο τοῦ Θεοῦ.
Γ΄ ἑνότητα (Πράξ. 20, 33-35): Ἡ ἑνότητα αὐτή, πού ξεκινάει μέ τή διατύπωση «ἀργυρίου ἤ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ οὐδενός ἐπεθύμησα», τρία σημεῖα ἐπισημαίνει: τήν ἀνιδιοτέλεια καί τήν ἀφιλοχρηματία τοῦ ἀποστ. Παύλου, τόν προσωπικό μό-χθο του, καί τήν ἀντίληψη τῶν ἀσθενῶν (δηλ. τή βοήθεια ἐκείνων πού ἔχουν ἀνάγκη). Τά λέγει αὐτά ὁ Ἀπόστολος ὄχι ἐπαίροντας, ἀλλά ἐκείνους διδάσκοντας. Δέν ἔχουμε αὐτοεγκωμιασμό, ἀλλά ἔμμεση προβολή πρότυπου ποιμένος. Τό παράδειγμά του εἶναι ἀξιομίμητο, κι αὐτό σημαίνει γιά μᾶς ὅτι ἡ ἱερωσύνη ἀπαιτεῖ θυσίες καί περιορισμό τῶν ἀτομικῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ ποιμένος. Ὁ δέ λόγος τοῦ Κυρίου «μακάριόν ἐστι διδόναι μᾶλλον ἤ λαμβάνειν» (στ. 35) ἀνήκει στά ἄγραφα λόγια τοῦ Κυρίου.
Δ΄ ἑνότητα (Πράξ. 20, 36-38): Μετά τήν ὁμιλία του ὁ ἀπόστ. Παῦλος γονάτισε καί προσευχήθηκε. Πρόκειται γιά τήν ἀποχαιρετιστήρια προσευχή του, μιμούμενος τόν Κύριο μέ τήν ἀρχιερατική του προσευχή (Ἰωάν. κεφ. 17). Ἔτσι, ὁ Ἀπόστολος ἀναδεικνύεται καί πρότυπο προσευχομένου ποιμένος, ἀφοῦ προσεύχεται γιά τήν προσωπική του σωτηρία καί τή σωτηρία τοῦ ποιμνίου του.
Στούς στ. 37-38 ἔχουμε ἐκδηλώσεις ἀποχωρισμοῦ, ἐκδηλώσεις γεμάτες τρυφερότητα. Οἱ πρεσβύτεροι τῆς Ἐφέσου δέν θά ξαναδοῦν τό πρόσωπό του, «οὐκέτι μέλλουσι τό πρόσωπον αὐτοῦ θεωρεῖν». Στό σημεῖο αὐτό ἔχουμε κλιμάκωση τοῦ πόνου, καί κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἔκλαιγε κι Παῦλος μαζί μέ ἐκείνους, «ἐγώ καί τόν Παῦλον οἶμαι κλαίειν» (ὅπ. παρ. 60, 316). «Καί ἐπιπεσόντες τῷ τραχήλῳ αὐτοῦ ἔκλαιον», ἐδῶ ἐπισφραγίζεται ἡ σχέση τους. Χύνουν δάκρυα, ἀνταποδίδοντας τά δάκρυα πού εἶχε χύσει ὁ ἀπόστ. Παῦλος.
Ὅλα αὐτά δείχνουν σ’ ἐμᾶς σήμερα ὅτι ὁ αὐθεντικός ποιμήν εἶναι προσωπικότητα ἀγαπῶσα. Κι ἡ ἀγάπη διακρίνεται σέ α) ἰδιοτελή, β) φυσική (τῶν τέκνων), καί γ) ἀνιδιοτελή (πραγματική). Ὁ ποιμήν τοποθετεῖται στήν τρίτη ἀγάπη, τήν ἀνιδιοτελή καί πραγματική, ὅταν ἀγωνίζεται γιά πραγματικό πνευματικό ἔργο.
Κλείνοντας τήν εἰσήγησή του ὁ ὁ Αἰδεσιμολ. Πρωτοπρεσβύτερος π. Δημοσθένης εἶπε ὅτι ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς ὑπενθυμίζει τήν αὐθεντική κληρονομιά τοῦ ἀποστ. Παύλου. Αὐτός ὁ περιώνυμος λόγος τοῦ Ἀποστόλου πρός τούς Πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου (Πράξ. 20, 17-38) δείχνει τήν πιστότητα στήν παύλεια παράδοση πού διατήρησε ἡ Ἐκκλησία στούς μεταποστολικούς χρόνους μέχρι καί σήμερα. Ὁ λόγος αὐτός τοῦ ἀποστ. Παύλου ἀπευθύνει σέ ὅλους μας τό μήνυμα ὅτι οἱ πομένες τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι αὐτόνομοι ἤ αὐτόκλητοι. Κυρίως δέ χρειάζεται ἀπ’ αὐτούς συνεχής ἐγρήγορση.
Πρότυπο ποιμένος ὁ ἀπόστ. Παῦλος, ἀλλά καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος γράφει τά συγκλονιστικά αὐτά λόγια: «Εἰπέ τίσι τῶν νομῶν προσακτέον, ἐπί ποίας πηγάς ἰτέον, καί τίνας φευκτέον, ἤ νομάς, ἤ νάματα· τίνας ποιμαντέον τῇ βακτηρίᾳ, τίνας τῇ σύριγγι· πότε ἀκτέον ἐπί νομάς, καί πότε ἀνακλητέον ἀπό νομῶν· πῶς πολεμητέον τοῖς λύκοις, καί πῶς τοῖς ποιμέσιν οὐ πολεμητέον· καί μάλιστα ἐν τῷ νῦν καιρῷ, ὅτε ποιμένες ἠφρονεύσαντο, καί διέσπειραν τά πρόβατα τῆς νομῆς, ἵνα τοῖς ἁγιωτάτοις προφήταις τά αὐτά συνοδύρωμαι. Πῶς τό ἀσθενές ἐνισχύσω, καί τό πεπτωκός ἀναστήσω, καί τό πλανώμενον ἐπιστρέψω, καί τό ἀπολωλός ἐκζητήσω, καί φυλάξω τό ἰσχυρόν; Πῶς ταῦτα καί μάθω, καί φυλάξω κατά τόν ὀρθόν τῆς ποιμαντικῆς λόγον, καί τόν ὑμέτερον· ἀλλά μή γένωμαι κακός ποιμήν, τό γάλα κατεσθίων, καί τά ἔρια περιβαλλόμενος, καί τά παχύτερα κατασφάζων ἤ ἀπεμπολῶν, καί τά ἄλλα παρείς τοῖς θηρίοις καί τοῖς κρημνοῖς, ποιμαίνων ἐμαυτόν, οὐ τά πρόβατα, ὅπερ ὠνειδίζοντο οἱ πάλαι προεστῶτες τοῦ Ἰσραήλ» (Λόγος Θ΄, Ἀπολογητικός εἰς τόν ἑαυτοῦ πατέρα Γρηγόριον, 6. PG 35, 825).
Δηλαδή: «Πέστε μου σέ ποιά λιβάδια νά πάω τό ποίμνιό μου, ποιές πηγές νά προτιμήσω καί ποιές νά ἀποφύγω, ποιούς νά ποιμάνω μέ τό ραβδί μου καί ποιούς μέ τή φλογέρα. Πέστε μου πῶς νά πολεμῶ τούς λύκους καί ὄχι τούς ἄλλους ποιμένες, καί μάλιστα στήν ἐποχή μας πού οἱ ποιμένες ἔγιναν ἄφρονες καί δια-σκόρπισαν τά πρόβατα, γιά νά κλάψω κι ἐγώ μαζί μέ τούς ἁγιώτατους προφῆτες. Πέστε μου πῶς θά ἐνισχύσω τό ἀδύναμο πρόβατο, πῶς θά σηκώσω τό πεσμένο, πῶς θά ἐπιστρέψω τό πλανώμενο, πῶς θά ἀναζητήσω τό χαμένο, πῶς θά διαφυλάξω τό ἰσχυρό. Πέστε μου πῶς θά τά μάθω ὅλα αὐτά καί θά τά φυλάξω κατά τήν ὀρθή ἔννοια τῆς ποιμαντικῆς καί κατά τή δική σας γνώμη. Ὥστε νά μή γίνω κακός ποιμένας, δηλαδή νά πίνω τό γάλα καί νά ντύνομαι τό μαλλί καί νά τρώγω τά καλύτερα πρόβατα καί τά ἄλλα νά τά ἀφήνω στά θηρία καί τούς γκρεμούς, μέ ἄλλα λόγια νά ποιμαίνω τόν ἑαυτό μου καί ὄχι τά πρόβατα, πράγμα γιά τό ὁποῖο ἐπικρίνονταν παλαιότερα οἱ ἡγέτες τοῦ Ἰσραήλ».
Ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τό λόγο του ὁ σεβαστός π. Δημοσθένης, ὁ Σεβασμιώτα-τος ἐξέφρασε τίς βαθιές του εὐχαριστίες γιά τήν κοπιώδη, διεισδυτική καί πολύπλευρη ἑρμηνευτική προσέγγιση τῆς ἀνωτέρω ὁμιλίας τοῦ ἀποστ. Παύλου. Ἐν συνεχείᾳ ὑποβλήθηκαν ἐρωτήματα καί ἔγιναν τοποθετήσεις ἀπό τούς Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Βασίλειο Γιαννάκα, π. Χρυσόστομο Ξυνό, καί ἀπό τούς π. Θεόδωρο Σταθακόπουλο καί π. Δημήτριο Λακαφώση.