Ο ΕΟΡΤΙΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΝΑΟ ΜΑΣ
Παραμονή Πρωτοχρονιᾶς, Κυριακή 31 Δεκεμβρίου, καί μέ λαμπρότητα πραγματοποιήθηκε στόν ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς Νέας Σμύρνης ὁ ἑόρτιος Ἑσπερινός μέ τήν εὐκαιρία τῆς 1ης τοῦ ἔτους καί τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου καί Μεγάλου Βασιλείου.
Στήν κατάμεστη ὁλοφώτεινη ἐκκλησιά χοροστάτησε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Συμεών, ἐνῶ συμμετεῖχαν οἱ Κληρικοί τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης, Κατηχητές, Ἱεροψάλτες, Ἐπίτροποι καί ἄλλοι Συνεργάτες τῶν Ἐνοριῶν μας.
Πρός τό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, πρίν ἀπό τό «Νῦν ἀπολύεις», ἔλαβε τόν λόγο ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Χρυσόστομος Γκλίβας, Πρωτοσυγκελλεύων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ὁ ὁποῖος ἑστίασε τήν προσοχή του στό μυστήριο καί τή σπουδαιότητα τοῦ χρόνου, ἰδιαίτερα σέ ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Τόνισε ἀρχικά π. Χρυσόστομος ὅτι σέ λίγες ὧρες καλούμαστε νά ὑποδεχτοῦμε ἕναν καινούργιο χρόνο. Βρισκόμαστε στό κατώφλι τῆς νέας χρονιᾶς, πού ἀποτελεῖ ἀφορμή γιά σκεψεις καί γιά ἕναν ἀπολογισμό. Σέ ἕνα ἀσκητικό κείμενο τῆς Ἐκκλησίας μας διαβάζουμε: «Ὁ καλός ἔμπορος μετρᾶ κάθε βράδυ τό κέρδος ἤ τήν ζημία τῆς ἡμέρας. Καί δέν μπορεῖ νά ἔχει ἀκριβῆ γνώση τοῦ πράγματος, ἐάν δέν κρατᾶ κάθε τόσο σημειώσεις. Ἡ ἐξέταση τῆς κάθε ὥρας παρουσιάζει ἕτοιμο τόν λογαριασμό τῆς ἡμέρας» (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, Κλῖμαξ, Λόγος Δ΄, Περί ὑπακοῆς, παρ. 115). Αὐτό καλούμαστε κι ἐμεῖς ἀπόψε κυρίως νά κάνουμε.
Καί φέτος θά εὐχηθοῦμε καλή χρονιά, θά εὐχηθοῦμε γιά ἀγάπη, ὑγεία, χαρά, εὐτυχία κ.λπ. Πάλι τίς ἴδιες εὐχές, ὅπως δώσαμε καί πέρσι. Ἀλλά στό ἔτος πού πέρασε ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν πόλεμοι, φυσικές καταστροφές, θανατηφόρα δυστυχήματα, ἐπεισόδια βίας κ.λπ.
Ἔτσι, ὁ ὁμιλητής ἀναρωτήθηκε: Τί εἶναι ὁ χρόνος; Χρόνος εἶναι μιά μυστηριώδης ὑπόθεση. Ὁ ἀδυσώπητος χρόνος, κατά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες, ἀναπαρίσταται ἀπό τόν τιτάνα Κρόνο, ὁ ὁποῖος τρώει τά παιδιά του δηλώνοντας τόν ἄτεγκτο νόμο τῆς γέννησης καί τῆς φθορᾶς τῶν ὄντων. Ὁ κόσμος βρίσκεται σέ συνεχῆ μεταβολή καί κίνηση, σέ ἀδιάκοπη ροή. Τίποτα δέν μένει ἀναλλοίωτο στόν χρόνο. Ἡ ὕλη μεταβάλλεται, ἀλλάζει μεταμορφώνεται.
Στή συνέχεια οἱ Ἑβραῖοι θεωροῦσαν τόν Θεό Πατέρα ὡς δημιουργό τῶν πάντων καί τοῦ χρόνου. Οὔτε νά τόν βρεῖ κανείς εἶναι εὔκολο, οὔτε ἀφοῦ τόν βρεῖ εἶναι ἀσφαλές νά τόν ἀνακοινώσει σέ ὅλους (Ἰουστῖνος μάρτυς, Β΄ Απολογία, 10, 1-8).
Μέ τήν ἔλευση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔχουμε μιά ἐντελῶς διαφορετική θεώρηση τοῦ χρόνου. Μιλάει σχετικά ὁ Μέγας καί Οὐρανοφάντωρ Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, Ἅγιος Βασίλειος, στό ἔργο του «Εἰς τήν Ἑξαήμερον», ὁρίζοντας καί καθορίζοντας τή θεμελιώδη διάκριση μεταξύ τοῦ ἀνάρχου, ἀχρόνου καί ἀκτίστου Θεοῦ καί τοῦ δημιουργηθέντος κτιστοῦ κόσμου. Ἀντιδιαστέλλει μέ ἀπόλυτο τρόπο τόν ἄχρονο ἤ καί ὑπέρχρονο Τριαδικό Θεό πρός τήν παροδικότητα καί χρονικότητα κάθε κτιστῆς πραγματικότητος, καί γι' αὐτό ἀποκαλεῖ τόν Τριαδικό Θεό ἀΐδιο καί αἰώνιο. Ἔτσι, οἱ ὅροι ἀϊδιότητα καί αἰωνιότητα εἶναι ὅροι συνώνυμοι καί προσιδιάζουν μόνο στήν ἄκτιστη πραγματικότητα.
Τοῦτο ὅμως δέν σημαίνει ὅτι ὁ θεοφόρος Πατήρ φέρνει σέ ἀπόσταση ἤ ἀντίθεση τόν ἄκτιστο καί ἄχρονο Θεό μέ τά ὄντα, τά κτιστά δημιουργήματά του, ἀλλά ἀντιθέτως θεμελιώνει καί τήν ἀπαραίτητη ὀντολογικῶν καί σωτηριολογικῶν διαστάσεων ἐξάρτηση τοῦ κτιστοῦ ἀπό τό ἄκτιστο διά μέσου τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν, ἀφοῦ ὁλόκληρη ἡ δημιουργία, ὁρατή καί ἀόρατη, ὑλική καί ἄϋλη.
Ὁ Μέγας Βασίλειος τονίζει ἐπίσης ὅτι ὁ κτιστός χρόνος εἶναι ἀκαταπαύστη ροή καί κυκλική κίνηση, μέ παροδικότητα καί τρεπτότητα, ἀλλοίωση καί φθορά, πού ὁδηγοῦν στόν θάνατο. Ὁ χρόνος εἶναι ἀπολύτως «συμφυής» μέ τήν κτιστή, τρεπτή καί κινούμενη πραγματικότητα, ὁπότε ὁ ἱερός Βασίλειος διερωτᾶται, μήπως δέν εἶναι αὐτό τό πράγμα ὁ χρόνος, κατά τό ὁποῖο τό παρελθόν ἔχει ἐξαφανισθεῖ, τό μέλλον δέν εἶναι ἀκόμη στό προσκήνιο καί τό παρόν, πρίν τό καταλάβει κανείς, φεύγει καί χάνεται; Μιά ροή, μιά ροπή, φευγαλέα καί ἀσύλληπτη. Καί τό πιό χαρακτηριστικό στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ ἀσύλληπτη αὐτή ροή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ρευστή δομή τῶν γινομένων τῆς ἴδιας τῆς φύσεως.
Κατά τόν Μέγα Βασίλειο ἔχουμε γιά τόν χρόνο τρεῖς διαστάσεις:
(α) Ἡ πρώτη διάσταση σχετίζεται μέ τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὑπεράνω, ἐκτός τοῦ κτιστοῦ χώρου καί χρόνου. Ὅλοι οἱ αἰῶνες βρίσκουν ὁλοκλήρωση στήν ὑπέρχρονη, αἰώνια καί ἀΐδια δόξα τῆς ἄκτιστης καί ἀχρόνως ἀτελεύτητης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
(β) Ἡ δεύτερη σχετίζεται μέ τήν ὕλη: Πρόκειται γιά σφαίρα πού κατρακυλάει. Ἔχει μεταβλητό, κι ὄχι σταθερό χαρακτήρα. Ἐδῶ χρειάζεται ἀξιοποίηση σωστή. Ὅπως τονίζει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Πρόσεχε σεαυτῷ, τουτέστι· μήτε τοῖς σοῖς, μήτε τοῖς περί σέ, ἀλλά σαυτῷ μόνῳ πρόσεχε... Μή τῇ σαρκί πρόσεχε, μηδέ τό ταύτης ἀγαθόν ἐκ παντός τρόπου δίωκε, ὑγείαν καί κάλλος καί ἡδονῶν ἀπολαύσεις καί μακροβίωσιν· μηδέ χρήματα καί δόξαν καί δυναστείαν θαύμαζε· μηδ' ὅσα σου τῆς προσκαίρου ζωῆς τήν ὑπηρεσίαν πληροῖ... ἀλλά πρόσεχε σεαυτῷ, τουτέστι· τῇ ψυχῇ σου. Ταύτην κατακόσμει, καί ταύτης ἐπιμελοῦ... ὅτι θνητόν μέν σου τό σῶμα, ἀθάνατος δέ ἡ ψυχή, καί ὅτι διπλῆ τίς ἐστιν ἡμῶν ἡ ζωή· ἡ μέν οἰκεία τῇ σαρκί, ταχύ παρερχομένη, ἡ δέ συγγενής τῇ ψυχῇ, μή δεχομένη περιγραφήν» (Μέγας Βασίλειος, Λόγος εἰς τό «Πρόσεχε σεαυτῷ»).
(γ) Ἡ τρίτη διάσταση σχετίζεται μέ τήν αἰωνιότητα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιά τήν αἰωνιότητα.
Κλείνοντας ὁ π. Χρυσόστομος τήν ὁμιλία του εἶπε ὅτι θά εὐχηθοῦμε μεταξύ μας γιά ὑγεία, γιά εἰρήνη, γιά εὐτυχία. Δέν εἶναι ἀρκετές οἱ εὐχές προκειμένου νά ἀλλάξουν τόν κόσμο ἤ τόν χρόνο. Χρειάζεται νά ἀλλάξουμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας πρός τό καλύτερο. Νά ἀξιοποιοῦμε τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας. Νά ζοῦμε ὡς Χριστιανοί τόν χρόνο, ἀποβλέποντας σέ οὐράνιους θησαυρούς, στήν ἀπόκτηση θείων χαρισμάτων.
Στό τέλος τοῦ ἑόρτιου αὐτοῦ Ἑσπερινοῦ πραγματοποιήθηκε ἡ τελετή κοπῆς τῆς Πρωτοχρονιάτικης Βασιλόπιτας τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας. Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Συμεών ἀνέφερε: «Νά εὐχηθῶ κι ἐγώ ἀπό τήν πλευρά μου ἡ καινούργια χρονιά νά εἶναι ὄντως εὐλογημένη! Ὁ καλός Θεός ἐν τῇ ἀγάπῃ Του ἄς σκεπάζει τόν κόσμον ὁλόκληρο καί ἄς εὐλογεῖ τήν κτίση Του, ἔτσι ὥστε ἐν ἀγάπῃ καί εἰρήνη νά πορευόμεθα καί τό θέλημά Του καθημερινά νά ἀγωνιζόμαστε νά πραγματοποιοῦμε. Τά εἶπε τόσο ὄμορφα ὁ πατήρ Χρυσόστομος πού περιττεύει νά ἐπεκτείνω ἀπόψε περισσότερο τόν λόγο μου.
Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου μας ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους μας. Καί ἡ ἀγάπη Του καί ἡ πρόνοιά Του ἄς εἰρηνεύουν τόν σύμπαντα κόσμο. Ἐκεῖ κυρίως πού ἄδικα χύνεται αἷμα ἀνθρώπων, μικρά παιδιά, ἀσθενεῖς, ἄστεγοι, βασανίζονται καί ὁ πόνος —ὅσο μποροῦμε νά τόν συμμεριζόμαστε— εἶναι τόσο πολύς».