Τιμητική Διάκριση
π. ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
(Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἱ. Μητρ. Νέας Σμύρνης)
Ὁμιλία τοῦ τιμωμένου
Αἰδ. Πρωτ. Δημοσθένους Παπακωστόπουλου
Διατελώντας ὅμως ὑπό τό κράτος βαθειᾶς συγκίνησης, αὐθόρμητη ἀνεβαίνει στά χείλη μου ἡ εὐχαριστία πρός τό σεπτό πρόσωπό Σας, Σεβασμιώτατε, γιά τή σημερινή τιμή, πού ἡ πατρική Σας ἀγάπη μοῦ ἐπιδαψιλεύει, μέ τήν εὐκαιρία συμπλήρωσης πεντηκονταετίας ἀπό τήν εὔσημη καί φοβερή ἡμέρα τῆς εἰσόδου μου στίς τάξεις τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου.
Οἱ εὐχαριστίες μου βέβαια πολλαπλασιάζονται, γιατί αἰσθάνομαι, πώς δέν δικαιοῦμαι τήν τιμητική αὐτή διάκριση. Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος τονίζει, ὅτι ὁ ἱερωμένος «δόξης δεῖ καταφρονεῖν». Πού σημαίνει, ὅτι ἡ ἱερωσύνη δέν μᾶς δίνει τό δικαίωμα νά διεκδικοῦμε τιμές καί προνόμια. Ἀντίθετα συνεπάγεται κόπο καί θυσία. Ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς μου ἦταν νά μή συνδέσω ποτέ τήν ὁποιαδήποτε ὀφειλετική διακονία μου στόν ἱερό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μέ ὁποιαδήποτε προσδοκία ἀναγνώρισης.
Γι' αὐτό καί στήν πολυετῆ ἱερατική μου διαδρομή στόχος μου ἦταν ν' ἀποφεύγω, ὅσο βέβαια μποροῦσα, κινήσεις ἐντυπωσιακές, πού ἐνδεχομένως θά μετροῦσαν στήν ὑστεροφημία μου. Σάν ἀχρεῖος δοῦλος τοῦ Θεοῦ τῆς Ἀγάπης ἐπικέντρωνα τήν προσοχή μου στό βαρύ καθημερινό μου χρέος, ἅπλωνα τό βλέμμα μου, γιά νά πιάνω τόν παφλασμό τῆς ἱστορικῆς στιγμῆς, προσπαθοῦσα νά συλλαμβάνω τό προφητικό μήνυμα, πού φέρνει ὁ εὐαγγελικός λόγος καί ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας στόν προβληματισμό τῆς ἐποχῆς, κι ὕστερα ἐπέστρεφα στήν περισυλλογή, στήν ὀδυνηρή πράξη τῆς αὐτοκριτικῆς, γιά νά ἐλέγχω τίς προθέσεις μου καί νά ἐπισημαίνω τά λάθη μου.
Ἀνήκω στή γενιά, πού τά παιδικά καί νεανικά της χρόνια τά ἐπέρασε μέσα στά καταφύγια τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στό σκοτάδι τῆς Κατοχῆς καί στόν τρόμο τοῦ ἐμφυλίου Πολέμου. Στή δύσκολη ὅμως ἐκείνη περίοδο ἐζήσαμε καί τό θαῦμα τῆς ζωντανῆς Ἐκκλησίας. Φωτισμένοι καί ρωμαλέοι κληρικοί κράτησαν τότε ψηλά τή σημαία τοῦ χριστιανικοῦ ἀγῶνα τῆς Ἐκκλησίας. Καί τό θαῦμα αὐτό ἐπηρέασε βαθύτατα τίς ἐφηβικές μας ψυχές. Μᾶς ἄρεσε αὐτή ἡ ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας μας, καθώς τήν ἐβλέπαμε μέ τό πολυμερές ποιμαντικό της ἔργο (ἁγιαστικό, διδακτικό, πνευματικό, φιλανθρωπικό, κοινωνικό καί ἀντιστασιακό) ν' ἀγκαλιάζει ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς καί ταυτόχρονα μέ τό θεϊκό της λόγο νά φωτίζει, νά παρηγορεῖ, νά στηρίζει, νά οἰκοδομεῖ τό λαό τοῦ Θεοῦ καί νά φυτεύει στήν ψυχή του τήν ἐλπίδα γιά λύτρωση καί ἀπελευθέρωση. Κατώρθωνε μέ θαυμαστή ἱκανότητα νά συναρμόζει τή θεωρία μέ τήν πράξη· τή θεολογική προσέγγιση τῆς ἐπικαιρότητας μέ τήν προγραμματισμένη καί ἔμπρακτη διακονία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Αὐτή ἡ μορφή τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἔκλεψε τήν ἀγάπη μας καί σ' αὐτήν ἀναθέσαμε τήν ζωή μας.
Καί τώρα ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά μνημονεύσω τά ἱερά ἐκεῖνα πρόσωπα, τά ὁποῖα στήν ἱερατική μου διαδρομή ἔπαιξαν, μετά τόν Πανάγαθο Θεό, σημαντικό ρόλο.
Στρέφω πρῶτα εὐγνώμονα τό νοῦ μου στούς μακαριστούς γονεῖς μου, ἁπλούς ἀνθρώπους τοῦ χωριοῦ, πού μέ ἐγαλούχησαν μέ τό λογικό γάλα τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσης.
Ἔπειτα εὐγνωμονῶ τούς ἀοιδίμους Δασκάλους καί Καθηγητές μου, πού μοῦ πρόσφεραν τό ἀγαθό τῆς γνώσης καί μέ τό φωτεινό τους παράδειγμα ἔγιναν ζωντανοί δεῖκτες στήν πορεία μου.
Ἀπό αἰώνια εὐγνωμοσύνη θά ξεχειλίζει ἡ ψυχή μου πρός τά σεπτά πρόσωπα τῶν ἀειμνήστων Μητροπολιτῶν Λευκάδος καί Ἰθάκης Δωροθέου Παλλαδινοῦ καί Νικηφόρου Δεδούση. Ἀπό τόν πρῶτο, τόν ἁπλό, τό λιτό, τό φιλόπτωχο, τό στοργικό καί γενναῖο Ἐπίσκοπο δέχθηκα τό χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης καί ὡδηγήθηκα νά βιώνω λειτουργικά τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τή διακονία τῆς ἀγάπης νά βλέπω στό πρόσωπο τοῦ ὅποιου συνανθρώπου τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τόν δεύτερο, μέ τόν ἀσκητικό του χαρακτῆρα, τήν πνευματικότητά του, τό διδακτικό του χάρισμα καί τόν στέρεο λόγο του χειραγωγήθηκα στό δρόμο τοῦ Θεοῦ στά ἄγουρα χρόνια τῆς ἐφηβείας.
Πάντοτε θά στριφογυρίζω ἐπίσης μέ εὐγνωμοσύνη στό νοῦ μου τόν ἀοίδιμο Μητροπολίτη Δημητριάδος Ἠλία Τσακογιάννη, πού μέ περισσή ἀγάπη καί πλησμονή σοφίας μέ ποδηγέτησε στόν ὀδυνηρό ἀνήφορο τῆς Ἱερωσύνης.
Εὐγνωμοσύνη ἀκόμη ὀφείλω τόσο στόν μακαριστό πρῶτο Μητροπολίτη Νέας Σμύρνης κυρό Χρυσόστομο Βοῦλτσο, τόν Ἐπίσκοπο τῆς Ἀγάπης, τοῦ ὁποίου γεύτηκα κι ἐγώ, ὅπως τόσοι ἄλλοι, ἤδη ἀπό τά φοιτητικά μου χρόνια, τήν πηγαία καί πλούσια ἀγάπη του· ὅσο καί στό διάδοχό του ἀείμνηστο Μητροπολίτη Νέας Σμύρνης κυρό Ἀγαθάγγελο Ταμπουρατζάκη γιά τήν ἀγάπη, πού μοῦ ἔδειξε. Ὁ Κύριος ἄς τούς ἀναπαύσει ὅλους «ἐν χώρᾳ ζώντων» καί «ἐν σκηναῖς δικαίων».
Χάρι ὀφείλω καί στήν οἰκογένειά μου, πού μέ βοήθησε νά σηκώσω τό δυσβάστακτο φορτίο τοῦ ὅποιου χρέους στήν ἐπίπονη πορεία μου.
Εὐχαριστῶ ἀκόμη τούς σεβαστούς πατέρες Παναγιώτη Κουρῆ καί Ἀθανάσιο Ζάχο, καθώς καί τά παλαιότερα ἐκκλησιαστικά συμβούλια γιά τήν ἁρμονική συνεργασία μας ἐπί εἴκοσι (20) καί πλέον ὁλόκληρα χρόνια. Τούς ἀξίζει ὁ δίκαιος ἔπαινος, γιατί μέ κόπο πολύ καί μέ τή συμβολή ὅλων τῶν Ἐνοριτῶν, ἀνεγείροντας τόν μεγαλοπρεπῆ τοῦτο Ναό, λατρευτικό Κέντρο τῆς Ἐνορίας τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Νέας Σμύρνης, ἀποθησαύρισαν σ' αὐτόν ὅ,τι μεγαλειῶδες εἶχαν τότε ἀπό ἔποψη ἀρχιτεκτονικῆς ἔμπνευσης.
Εὐχαριστίες ὀφείλω καί στούς σημερινούς συνεφημερίους μου πατέρα Λεωνίδα καί πατέρα Ἀντώνιο, στά μέλη τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου, στούς Ἱεροψάλτες καί σ' ὅλους τούς συνεργάτες καί συνεργάτιδες, πού μέ προθυμία καί ἀγάπη προσφέρουν τή διακονία τους στό ταπεινό λειτουργικό, διδακτικό, πνευματικό καί φιλανθρωπικό ἔργο στό χῶρο τῆς Ἐνορίας.
Χρέος ἱερό αἰσθάνομαι ἐπίσης νά ἐκφράσω τίς ἐγκάρδιες εὐχαριστίες μου πρός τούς σεβαστούς Πατέρες, πού μέ χαρά προσῆλθαν σήμερα στόν Ἱερό τοῦτο Ναό, γιά νά λατρεύσουμε μαζί τόν μεγαλώνυμο Κύριο καί νά ἐκφράσουν ἔτσι καί συμβολικά τήν ἀγάπη τους στό πρόσωπό μου.
Μέ ὅλη μου τήν καρδιά εὐχαριστῶ ἀκόμη ὅλους τούς ἀγαπητούς Ἐνορῖτες, ὅλο τό Ἐκκλησίασμα καί μάλιστα τούς συμπατριῶτές μου Λευκαδῖτες, συγγενεῖς, φίλους καί γνωστούς, πρόσωπα πολυαγαπημένα, πού μᾶς ἑνώνουν ἀπό παλιά κοινές ρίζες, κοινές μνῆμες, κοινά ἰδανικά, κοινοί στόχοι καί κοινές προσπάθειες.
Ἰδιαίτερα ἐπίσης εὐχαριστῶ γιά τήν ἐδῶ παρουσία τους καί τή συμμετοχή τους στή σημερινή πνευματική μας χαρά: τόν ἀξιότιμο καί ἀγαπητό Δήμαρχο Νέας Σμύρνης κ. Γεώργιο Κουτελάκη· τόν ἐπίτιμο Δήμαρχο Ἠλιουπόλεως καί Πολιτευτή, συμπατριώτη μου, κ. Θεόδωρο Γεωργάκη· τόν πολιτικό Μηχανικό κ. Σωκράτη Κακλαμάνη, Πρόεδρο τοῦ Συλλόγου τῶν ἐν Ἀθήναις Λευκαδίων «Ἡ Ἁγία Μαύρα», καί τά μέλη τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου· καί τέλος τόν πρώην Ἀρχηγό τοῦ Στόλου, Ναύαρχο κ. Θωμᾶ Κατωπόδη, Πρόεδρο τῆς Ἑταιρείας Λευκαδικῶν Μελετῶν καί τά μέλη τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου.
Σᾶς ἄφησα τελευταῖο, Σεβασμιώτατε Πάτερ. Μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς μου Σᾶς ἐκφράζω καί πάλι τίς ἔνθερμες εὐχαριστίες μου γιά τήν ἐμπιστοσύνη, πού μοῦ δείχνετε· γιά τήν τιμή, πού μᾶς ἀπονέμετε καί γιά τήν ἀγάπη, μέ τήν ὁποίαν πάντοτε μέ περιβάλλετε.
Εὔχομαι καί προσεύχομαι ὁ Ἀρχηγός τῆς Πίστεως καί Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας Κύριος Ἰησοῦς νά εὐδοκήσει, ὥστε ἡ Ἀρχιερατική Σας Διακονία νά εἶναι μακροχρόνια καί μεστή ἀπό καρπούς πνευματικούς· νά ὁδηγήσετε στίς τάξεις τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου καί ἄλλους νέους ἀνθρώπους, πού θά διακρίνονται ἀπό ὀρθή καί ἀνεπιφύλακτη πίστη στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ἀπό βίο ἀνεπίληπτο, ἱεραποστολικό ζῆλο καί τήν ἀνάλογη παιδεία καί νά εἶσθε, ὅπως πάντοτε, κατά τόν Μέγα Βασίλειο, «Ἐκκλησίας κόσμος... ἐλέους πηγή... πενίας ἐπίκουρος, πλούτου ὑπερόπτης... στερέωμα τῆς εἰς Χριστόν πίστεως καί φύλαξ πατρῴων θεσμῶν».
Κατακλείοντας, παρακαλῶ, Σεβασμιώτατε, δεηθῆτε μέ τόν Ἱερό Κλῆρο καί τόν Φιλόχριστο λαό νά ἀξιωθῶ, ὅπως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὑπαγορεύει, «φυλάττειν καί ποιεῖν κατά πάντα τόν Νόμον Κυρίου... ἐν μετανοίᾳ καί θελήματι Θεοῦ τόν ἐπίλοιπον ἐν σαρκί βιῶσαι χρόνον... ἵνα κατά τήν Μεγάλην καί Ἐπιφανῆ Ἡμέραν τῆς Κρίσεως τύχω τοῦ Θείου ἐλέους καί τῆς μακραίωνος καί μακαρίας ζωῆς τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Ἀμήν».