25 Απρ2013
ΟΙ ΙΕΡΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
ΟΙ ΙΕΡΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Τό ἑσπέρας τῆς Ε΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, 21 Ἀπριλίου, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς Νέας Σμύρνης τελέστηκε ὁ Κατανυκτικός Ἑσπερινός τῆς Ε΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, στόν ὁποῖο χοροστάτησε ὁ Σεβ. Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ. Συμεών.
Στό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Ρουσάκης, Ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Παλαιοῦ Φαλήρου, ὡμίλησε μέ θέμα «Οἱ ἱερές εἰκόνες στήν πίστη καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας».
ΟΙ ΙΕΡΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΗ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Γεωργίου Ρουσάκη
Τόν Μάρτιο τοῦ 843 καί μάλιστα τήν πρώτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα ὡς ἐπίτροπος τοῦ ἀνήλικου γιοῦ της, αὐτοκράτορα Μιχαήλ, πραγματοποίησε τήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων καί τήν ἀποκατάσταση τῆς τιμῆς τους μετά ἀπό ἕναν αἰώνα δραματικῶν συγκρούσεων ἐξαιτίας τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως πού ἔπληξε τήν Ἐκκλησία ἀλλά καί τό Βυζαντινό κράτος συνολικά, γιά ἕναν περίπου αἰώνα. Ἀπό τότε δέ, ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας καθιερώθηκε νά γιορτάζεται κάθε χρόνο τήν πρώτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Οἱ εἰκονομαχικές προθέσεις τοῦ Αὐτοκράτορα Λέοντα τοῦ Γ΄ τοῦ Ἰσαύρου, –πού πρῶτος ξεκίνησε τήν εἰκονομαχική αἵρεση– ἐκδηλώθηκαν ὅταν τό 726, μέ διαταγή του, ἀφαιρέθηκε ἡ εἰκόνα τοῦ Ἀντιφωνητοῦ Χριστοῦ ἀπό τή Χαλκή πύλη τοῦ Παλατίου. Ἐπακολούθησε μιά περίοδος σφοδρῶν συγκρούσεων ἀνάμεσα στούς «εἰκονομάχους» καί τούς εἰκονοφίλους, ἤ ὅπως ἐμπαικτικά τούς ἀποκαλοῦσαν οἱ ἀντίπαλοί τους, «εἰκονολάτρες».
Ἡ ἀντιπαράθεση ὁδήγησε –ἑξήντα χρόνια μετά τήν ἔναρξη τῆς εἰκονομαχίας– στή σύγκληση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἀπό τίς 24 Σεπτεμβρίου ἕως τίς 13 Ὀκτωβρίου 787. Ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου ἔγινε ἐπί τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου καί τῆς ἐπιτρόπου καί μητέρας του Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου, καί ἐπί Ἀδριανοῦ πάπα Ρώμης, Πολιτιανοῦ Ἀλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Ἀντιοχείας καί Ἠλία Ἱεροσολύμων. Οἱ πατέρες πού συναθροίστηκαν τότε ἦταν τριακόσιοι ἑξήντα πέντε, περίπου τριακόσιοι πενήντα ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, καί σέ αὐτούς προστέθηκαν ἄλλοι δεκαεπτά ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι ἀποκήρυξαν τήν αἵρεση τῶν εἰκονομάχων.
Μετά ἀπό ἐπιμελή προετοιμασία, οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου συνῆλθαν στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας στή Νίκαια κατά τῶν εἰκονομάχων καί κατεδίκασαν ἐγγράφως ἀρχικῶς κάθε προηγουμένη αἵρεση, ὅπως καί τούς ἀρχηγούς τῶν αἱρέσεων αὐτῶν, ἔπειτα δέ κατεδίκασαν καί ὅλους τούς εἰκονομάχους, οἱ ὁποῖοι γιά περισσότερα ἀπό πενήντα ἔτη ἀπαγόρευαν στούς ὀρθόδοξους χριστιανούς νά τιμοῦν τίς σεπτές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Του, διότι αὐτό ἀποτελοῦσε δῆθεν εἰδωλολατρία.
Στόν Ὅρο τῆς Πίστεως πού ἀνέγνωσαν καί ἐπεκύρωσαν στήν ἕβδομη καί τελευταία συνεδρία τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ Πατέρες διεκήρυξαν: «Ὁρίζομεν σύν ἀκριβείᾳ πάσῃ καί ἐπιμελείᾳ, παραπλησίως τῷ τύπῳ τοῦ Τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἀνατίθεσθαι τάς σεπτάς καί ἁγίας Εἰκόνας, τάς ἐκ χρωμάτων καί ψηφῖδος καί ἑτέρας ὕλης ἐπιτηδείως ἐχούσης, ἐν ταῖς ἁγίαις τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαις, ἐν ἱεροῖς σκεύεσι καί ἐσθῆσι, τοίχοις τε καί σανίσιν, οἴκοις τε καί ὁδοῖς, τῆς τε τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰκόνος, καί τῆς ἀχράντου δεσποίνης ἡμῶν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, τιμίων τε ἀγγέλων, καί πάντων ἅγιων καί ὁσίων ἀνδρῶν».
Δηλαδή: «Παραπλησίως μέ τήν τιμή πρός τόν τίμιο Σταυρό πρέπει νά δεχόμεθα καί νά τιμοῦμε τίς ἅγιες εἰκόνες, ὅπως αὐτές εἰκονίζονται μέ χρώματα ἤ ψηφίδες ἤ ἄλλα ἐπιτήδεια ὑλικά ἐπάνω σέ ξύλο, σέ ὕφασμα, σέ τοῖχο, στά ἱερά σκεύη, στίς ἐκκλησίες ἤ στά σπίτια». Ἐγγράφως ἐξέθεσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί κατέγραψαν ὅτι ὅποιος δέν προσκυνᾶ τίς ἅγιες εἰκόνες εἶναι ξένος πρός τήν πίστη τῶν ὀρθοδόξων, ὅτι ἡ τιμή τῆς εἰκόνας διαβαίνει πρός τό πρωτότυπο καί ὅτι αὐτός πού προσκυνᾶ καί τιμᾶ τήν εἰκόνα προσκυνᾶ σ’ αὐτήν, τήν ὑπόσταση τοῦ εἰκονιζομένου.
Ἔθεσαν ἔτσι τέρμα στήν πρώτη περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ἡ ὁποία ὅμως ξέσπασε ἐκ νέου λίγα χρόνια ἀργότερα ἐπί Λέοντος Ε΄ Ἀρμενίου (813-820) καί δέν σταμάτησε παρά μόνον τό 843, χάρις στήν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα καί στόν πατριάρχη ἅγιο Μεθόδιο, πού πραγματοποίησαν τήν ὁριστική ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων.
Ἡ ζωή ὅμως τῆς Ἐκκλησίας, τόσο ἡ κατηχητική ὅσο καί ἡ μυστηριακή, εἶναι ἄρρηκτα συνυφασμένες μέ τίς ἅγιες εἰκόνες. Οἱ Πατέρες ἔχουν ἐπιμείνει πολύ στήν παιδαγωγική ἀξία τῆς εἰκόνας. Οἱ εἰκόνες εἶναι τά «βιβλία τῶν ἀγραμμάτων». Διδάσκουν τούς ὀλιγογράμματους καί ὄχι μόνο. Δέν εἶναι ὑπερβολή ἄν ποῦμε ὅτι ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ δόγματος ἐγγράφεται μέσα στήν ἁγιογραφία. Ἐμπεριέχουν οἱ ἅγιες εἰκόνες, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ὁλόκληρη τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί δι’ αὐτῶν διδάσκονται ὅλοι. Ἀρκεῖ νά μελετήσει κανείς τά εἰκονογραφικά στοιχεῖα μιᾶς εἰκόνας δεσποτικῆς ἤ θεομητορικῆς ἑορτῆς, π.χ. τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἤ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, καί θά ἀνακαλύψει καταγεγραμμένη διά τοῦ χρωστῆρος ὅλη τή θεολογία τῆς ἀντίστοιχης ἑορτῆς. Δείχνουν στούς ἀνθρώπους μιά ἄλλη πραγματικότητα μεταμορφωμένη μέ τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἀπεικονίζοντας τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων.
Ἡ εἰκονομαχία τώρα κατά τήν ἄποψη τῶν Πατέρων δημιουργήθηκε ἀπό ἐπίδραση ἐπί τοῦ Χριστιανισμοῦ Ἰουδαϊκῶν καί Ἰσλαμικῶν ἀντιλήψεων καί χριστιανικῶν αἱρέσεων, κυρίως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί Μανιχαϊσμοῦ. Ὁ Ἰουδαϊσμός καί ὁ Ἰσλαμισμός (πού εἶχε πρό ὀλίγου ἐμφανιστεῖ), ἀπαγορεύουν τή χρήση τῶν εἰκόνων, λόγω τοῦ κινδύνου τῆς εἰδωλολατρίας, ἄν καί στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως θά δοῦμε, ὑπάρχουν περιπτώσεις εἰκονικῆς παρουσιάσεως ἱερῶν προσώπων καί γεγονότων.
Οἱ Μονοφυσίτες, ὑπερτονίζοντας τή θεϊκή φύση τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ὁποία ἀπορροφήθηκε ἡ ἀνθρώπινη, θεωροῦσαν ἀδύνατη καί ἀνεπίτρεπτη τήν περιγραφή σέ εἰκόνα τῆς ἀπερίγραπτης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Μανιχαῖοι, περιφρονώντας κάθε τι ὑλικό ὡς κακό, δίδασκαν ὅτι ὁ Χριστός δέν προσέλαβε ἀληθινή ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά περιγραφεῖ μέ εἰκόνες. Ὁ Χριστός δέν ἦταν μία ἀληθινή ἱστορική ὕπαρξη, κατά τούς Μανιχαίους, ἀλλά ἕνα φάντασμα, καί αὐτοί πού τόν ἔβλεπαν, κατά βάση νόμιζαν ὅτι ἔβλεπαν τόν Χριστό.
Ἀντιθέτως οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐρεύνησαν καί διαπίστωσαν ἐπίσης τή θέση τῆς Παράδοσης πάνω στό θέμα τῶν εἰκόνων. Πλῆθος ἦταν οἱ μαρτυρίες ἀπό τά συγγράμματα Πατέρων καί ἁγίων πού ἀπεδείκνυε ὅτι ἡ χρήση τῶν εἰκόνων στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀρχαιότατη συνήθεια, ἐναντίον τῆς ὁποίας δέν ὑπῆρχε οὐσιαστικά καμιά ἀντίδραση. Ἦταν τόσο πολλές οἱ μαρτυρίες ἀπό τήν παράθεση κειμένων πατερικῶν γιά τήν ὕπαρξη καί χρήση τῶν εἰκόνων ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὥστε ζητήθηκε ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Συνόδου Πατριάρχη Κων/πόλεως Ταράσιο νά μήν παρουσιασθοῦν ἄλλα κείμενα, γιατί προκλήθηκε κορεσμός ἀπό τήν ἀφθονία τους.
Ὑπάρχει ἰσχυρότατη ἐκκλησιαστική παράδοση γιά τήν παρουσία εἰκόνων ἀπό τήν περίοδο τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων. Ἡ μαρτυρία περί τῆς ἀχειροποίητης εἰκόνας τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τῆς γνωστῆς ὡς «Ἅγιον Μανδήλιον», εἶναι παλαιότατη. Αὐτή εἶναι τό «μανδήλιον», μέ τό ὁποῖο σκούπισε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός τό πρόσωπό του καί πάνω σ’ αὐτό ἀποτυπώθηκε ἡ μορφή τοῦ προσώπου Του. Τό ἔστειλε λοιπόν στόν βασιλέα τῆς Μεσοποταμίας Ἄβγαρο πού ἔπασχε ἀπό ἀνίατη ἀσθένεια Ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση ἔχει θεσπίσει ἑορτή τοῦ «ἁγίου Μανδηλίου» καί ἡ ὕπαρξη τῆς εἰκόνας συνδέεται μέ ἱστορικά γεγονότα καί μέ τήν πόλη Ἔδεσσα.
Γνωστή εἶναι ἡ παράδοση μέχρι σήμερα, γιά τίς εἰκόνες τῆς Θεοτόκου πού ἀποδίδονται στόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ. Ὁ Θεόδωρος Ἀναγνώστης – βυζαντινός ἱστορικός– μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ Εὐδοκία, σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄(408-450) ἀγόρασε στούς Ἁγίους Τόπους εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τήν ὁποία ζωγράφισε ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς καί τήν ἀπέστειλε ὡς δῶρο στήν αὐτοκράτειρα Πουλχερία. Ὁ Νικηφόρος ὁ Κάλλιστος ἀναφέρει ὅτι ἡ Πουλχερία δώρισε εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στή Μονή τῶν «Ὁδηγῶν», τήν ὁποία ἵδρυσε στήν Κων/πολη καί ἡ ὁποία ὀνομάστηκε «Ὁδηγήτρια». Αὐτή ἡ εἰκόνα πολλές φορές προστάτευσε καί διαφύλαξε τήν Κωνσταντινούπολη, καταστράφηκε δέ κατά τήν ἅλωσή της ἀπό τούς Τούρκους.
Οἱ εἰκονομάχοι, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὡς πρῶτο ἐπιχείρημα χρησιμοποιοῦσαν τό ὅτι ἡ εἰκόνα εἶναι μορφή εἰδώλου, οἱ δέ τιμῶντες καί προσκυνοῦντες τίς ἅγιες εἰκόνες «οὐδαμῶς τῶν εἰδωλολατρῶν διαφέρουσιν». Ἡ ἀπάντηση στό ἀφελές αὐτό ἐπιχείρημα εἶναι ὅτι ἡ βασική διαφορά τοῦ εἰδώλου ἀπό τήν εἰκόνα ἔγκειται σέ αὐτό πού μᾶς ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅτι δηλαδή ἡ εἰκόνα εἶναι «ὁμοίωση» μέ τό ὑπαρκτό, ἐνῶ τό εἴδωλο εἶναι «ὁμοίωση» μέ τό ἀνύπαρκτο. Ἑπομένως εἶναι πλάσμα, εἶναι φαντασία καί ἀπάτης ὁμοίωμα: «…ψεύδους καί ἀπάτης ὁμοίωμα…, ψευδές τό εἴδωλον ἀνυπάρκτου καί ἀνυποστάτου μίμημα· τήν δ᾿ αὖ εἰκόνα, τοῦ ἀληθοῦς ἀφομοίωμα».
Μέ ἄλλα λόγια, τό ἀρχέτυπο τοῦ εἰδώλου εἶναι ἀνύπαρκτο, εἶναι φανταστικό εἴδωλο, δέν εἶναι πραγματικό πρόσωπο, ἐνῶ ἡ εἰκόνα ἔχει συγκεκριμένο ὑπαρκτό ἀρχέτυπο. Ἡ εἰκόνα ἀπεικονίζει αὐτό πού ὑπάρχει πραγματικά, ἐνῶ τό εἴδωλο δέν ἔχει μία τέτοια δυνατότητα, δηλαδή δέν ἀπεικονίζει καί δέν μπορεῖ νά ἀπεικονίσει καμιά πραγματική θεότητα. Ἐνῶ π.χ. ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἀπεικονίζει τό πρωτότυπο, τόν Σαρκωμένο Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, τό ἄγαλμα τοῦ Δία τί ἀπεικονίζει; Ἕνα ξόανο πού λατρεύεται καθεαυτό ὡς ὕλη καί μόνον.
Γι’ αὐτό τό λόγο τά εἴδωλα ἀπαγορεύονται ἀπό τό Νόμο τοῦ Μωυσῆ στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὑπάρχουν ὅμως –ὅπως προαναφέραμε– περιπτώσεις ἐξεικονισμοῦ καί στήν Παλαιά Διαθήκη. Τά γλυπτά Χερουβίμ, πού εἶχαν ἀνθρώπινη μορφή, τά ὁποῖα ἐπέτρεψε ὁ Μωυσῆς, κατά θεία ἐντολή, νά τοποθετηθοῦν μέσα στή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, «κατασκιάζοντα τό ἱλαστήριον (κάλυμμα») ἐπάνω ἀπό τήν κιβωτό τῆς Διαθήκης, δέν ἦταν εἴδωλα. Ἦταν ἀπεικονίσεις ἀσωμάτων ἀγγέλων, ἔτσι ὅπως εἶχαν ἐμφανιστεῖ στούς Πατριάρχες τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζουν τά ὁμοιώματα αὐτά «ἐκτυπώματα» καί «μορφώματα» καί τονίζουν ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός φαίνεται νά ἐπιτρέπει τήν κατασκευή τῶν ἱερῶν αὐτῶν συμβόλων. Τά ἱερά αὐτά σύμβολα παιδαγωγοῦσαν τόν ἰσραηλιτικό λαό ὥστε νά συνειδητοποιεῖ ἀφ’ ἑνός τή διαρκή παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή του καί ἀφ’ ἑτέρου τό χρέος του στό νά ἀποδίδει λατρεία πρός τόν Ἕνα καί Μόνο ἀληθινό Θεό.
Μετά τή Σάρκωση ὅμως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔχουμε τή δυνατότητα τῆς περιγραφῆς Του. Ἡ εἰκονομαχία ἀντίθετα, ἀρνούμενη τήν ἀπεικόνιση τοῦ Σαρκωθέντος Λόγου, ἀμφισβητοῦσε τή Σάρκωσή Του καί μαζί μέ αὐτή καταργοῦσε τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό αὐτόν τόν Σαρκωθέντα Κύριο. Ἐφ’ ὅσον ἀρνεῖται τή δυνατότητα περιγραφῆς τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου, ἀρνεῖται καί αὐτή τή θεία Ἐνανθρώπηση, τή θεία οἰκονομία καί τίς συνέπειές τους, πού εἶναι ὁ ἁγιασμός καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ εἰκονομάχοι δέν μποροῦσαν νά κατανοήσουν τό γεγονός τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου, τό ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Ἡ δέ εἰκόνα εἶναι ἀπόδειξη τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπερινόητη, ἡ ἀχώρητη καί ἄπειρη θεία φύση ἀδειάζει - κενοῦται καί συναντᾶ τήν πεπερασμένη ἀνθρώπινη φύση. Τό ἄκτιστο συναντᾶται μέ τό κτιστό, ἡ δέ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ γίνεται τόπος φανερώσεως τῆς λυτρωτικῆς συναντήσεως τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες εἶδαν στήν εἰκονομαχία μιά συμπερίληψη ὅλων τῶν προηγουμένων αἱρέσεων καί ἀνατροπή τοῦ ὅλου ὀρθοδόξου φρονήματος.
Ἔτσι λοιπόν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπεδείχθησαν ὑπέρμαχοι ὄχι μόνον τῶν ἁγίων εἰκόνων ἀλλά, στήν οὐσία, αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ: «Πάλαι μέν ὁ Θεός ὁ ἀσώματός τε καί ἀσχημάτιστος οὐδαμῶς εἰκονίζετο, νῦν δέ σαρκί ὀφθέντος Θεοῦ καί τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφέντος εἰκονίζω Θεοῦ τό ὁρώμενον. Οὐ προσκυνῶ τήν ὕλην, προσκυνῶ δέ τόν τῆς ὕλης δημιουργόν, τόν ὕλην δι’ ἐμέ γενόμενον καί ἐν ὕλῃ κατοικῆσαι καταδεξάμενον καί δι’ ὕλης τήν σωτηρίαν μου ἐργασάμενον, καί σέβων οὐ παύσομαι τήν ὕλην, δι’ ἧς ἡ σωτηρία μου εἴργασται».
Ἐνῶ ὁ Λόγος ὡς Θεός δέν εἰκονίζετο, προσλαμβάνοντας ὅμως τήν ἀνθρώπινη φύση, καί κατοικώντας σέ ὑλικό σῶμα, θέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση καί διά τῆς ὕλης ἀπεργάσθηκε τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό τόν λόγο εἰκονίζουμε τόν φανέντα ἐν ἀνθρώποις Θεό σεβόμενοι τήν ὕλη διά τῆς ὁποίας ἀπεργάσθηκε ἡ σωτηρία μας. Ἀφοῦ ἡ θεότητα ἔγινε ἕνα κράμα μέ τή δική μας ἀνθρώπινη φύση, σάν μέ κάποιο ζωοποιό καί σωτήριο φάρμακο, δοξάστηκε ἡ φύση μας καί ἔγινε ἄφθαρτη, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Ἑπομένως, μέ τήν ὀρθόδοξη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ γίνεται ὁρατό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μέ τήν ἀνθρώπινη μορφή του, ὅπως ἔγινε ὁρατό καί ἱστορικά κατά τήν ἐνανθρώπησή Του. Εἶναι λοιπόν σαφές ὅτι ὅποιοι ἀρνοῦνται τίς εἰκόνες ἀρνοῦνται τή σάρκωση τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ὡς ἐκ τούτου, ὅλο τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας.
Πρέπει νά διευκρινίσουμε σ’ αὐτό τό σημεῖο ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ εἰκόνα καί ἄλλο τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Ἡ εἰκόνα δέν ταυτίζεται μέ τό πρωτότυπό της. Εἶναι δύο πραγματικότητες πού διακρίνονται μεταξύ τους, ἀλλά εἶναι συγχρόνως ἀδιάσπαστα ἑνωμένες. Ἡ εἰκόνα μοιάζει ὡς πρός τή μορφή μέ τό πρωτότυπό της, ἀλλά διαφέρει ὡς πρός τή φύση μέ τό πρωτότυπο. Οἱ Πατέρες ἔδωσαν τό παράδειγμα τοῦ καθρέφτη. Πάνω στόν καθρέφτη διαγράφεται ἡ μορφή τοῦ προσώπου πού καθρεφτίζεται. Ἡ μορφή αὐτή ἔχει διαφορετική οὐσία ἀπό τό πρόσωπο πού καθρεφτίζεται. Δέν ἔχει κοινή τήν ὕλη καί τήν οὐσία τό πρωτότυπο μέ τό ὁμοίωμα.
Ἡ εἰκόνα λοιπόν ἀναπαριστᾶ τό πρόσωπο. «Κάθε εἰκόνα δέν φανερώνει τή φύση αὐτοῦ πού εἰκονίζεται ἀλλά τό πρόσωπό του, ὁ Χριστός περιγράφεται ὡς πρόσωπο, ἔστω καί ἄν στή θεότητά του εἶναι ἀπερίγραπτος», μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Στό δέ ἐρώτημα «ποιά φύση εἰκονίζεται στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ; ἡ θεία ἤ ἡ ἀνθρώπινη;», ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀπαντᾶ ἐπ’ αὐτοῦ: Οὔτε τή θεία φύση εἰκονίζουμε οὔτε τήν ἀνθρώπινη. Εἰκονίζουμε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στό ὁποῖο εἶναι ἑνωμένες ἀσύγχυτα, ἀχώριστα καί ἀδιαίρετα οἱ δύο φύσεις. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι δυνατόν νά λατρεύεται, διότι δέν εἶναι τῆς ἴδιας φύσεως μέ τό πρωτότυπό της. Ἡ τυχόν λατρεία τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ, θά σήμαινε ὅτι ἡ εἰκόνα αὐτονομεῖται ἔναντι τοῦ πρωτοτύπου της, δηλαδή αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ, καί συνιστᾶ πλέον ἰδιαίτερη ὕπαρξη. Στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ προσκυνεῖται ὁ Χριστός, ἀλλά δέν λατρεύεται ἡ εἰκόνα.
Εἶναι ἐπίσης ἀπόλυτα σαφές ὅτι τίς εἰκόνες τίς προσκυνοῦμε, δέν τίς λατρεύουμε. Ἡ προσκύνηση εἶναι σημεῖο ὑποταγῆς καί ταπεινώσεως. Στήν προσευχή πού κάνουμε μπροστά σέ μιά εἰκόνα καταθέτουμε τά αἰτήματά μας, διότι εἶναι ἡ γέφυρα, ἡ διάβαση μέσω τῆς ὁποίας προσκυνοῦμε τόν εἰκονιζόμενο ἅγιο καί διά μέσου αὐτοῦ τόν ἀληθινό Θεό. Δέν ἀποδίδεται λατρεία ἤ τιμή στήν ὕλη, ἀλλά στό πρόσωπο πού παριστάνεται. Ὅπως εἶπε ὁ Μ. Βασίλειος (καί κατεγράφη στόν Ὅρο τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου) «ἡ τιμή πρός τήν εἰκόνα διαβαίνει στό πρωτότυπο». Ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας καί τῆς προσκυνήσεώς της γίνεται μιά θεολογία σχέσεως πρός τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο καί σέ τελική ἀνάλυση ἡ προσκύνηση ἀπονέμεται πρός τόν Τριαδικό Θεό.
Τό γεγονός ὅτι ἡ Θεοτόκος τιμᾶται ὡς «Μητέρα» τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί οἱ ἅγιοι ὡς «θεράποντες» (ὑπηρέτες) τοῦ ἑνός Θεοῦ, φανερώνει ὅτι κάθε προσκύνηση ἔχει ὡς τελική ἀναφορά τόν Θεό. Ἔτσι δέν αὐτονομεῖται ἡ τιμή τῶν ἁγίων ἤ τῆς Θεοτόκου ἔναντι τῆς προσκυνήσεως τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι ἄλλωστε εἶναι «χριστοποιημένες» ὑπάρξεις καί παρουσίες. «Ὅπου εἶναι οἱ Ἅγιοι, ἐκεῖ εἶναι καί ὅλος ὁ Κύριος καί Θεός. Κάθε ἅγιος εἶναι Χριστός ἐπαναλαμβανόμενος» λέει ὁ π. Ἰουστίνος Πόποβιτς. Τιμώντας λοιπόν τούς Ἁγίους καί προσκυνώντας τίς ἅγιες εἰκόνες τους, τιμοῦμε καί προσκυνοῦμε τόν ἴδιο τόν ἀληθινό Θεό.
Ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση τῶν εἰκόνων ἀποδίδεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ ἕνα ὁρισμένο τρόπο. Εἶναι καί αὐτός στοιχεῖο τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Τίς εἰκόνες λοιπόν τίς ἀσπαζόμαστε, ἀκουμπᾶμε δηλαδή τά χείλη μας πάνω τους, ἤ ὅπως λέγεται στήν παραδοσιακή ἐκκλησιαστική ἔκφραση, τίς «καταφιλοῦμε». Ὁ φιλικός ἀσπασμός, ὁ χαιρετισμός τῶν εἰκόνων, εἶναι ἀσπασμός οἰκειότητας, πηγάζοντας καί ἀπό τό βίωμα ὅτι εἴμαστε συμπολίτες τῶν ἁγίων καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀσπασμός λοιπόν τῶν ἁγίων εἰκόνων συμβάλλει στό μυστήριο τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό, ὅπως καί μέ κάθε ἄλλο ἅγιο πρόσωπο. Ὁ δέ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐπισημαίνει ὅτι ὄχι μόνον ὁ ἀσπασμός ἀλλά ἀκόμη καί αὐτή ἡ θέαση τῆς εἰκόνας ἰσοδυναμεῖ μέ τιμή καί προσκύνηση τοῦ πρωτοτύπου της.
Πρακτικά βέβαια γιά νά ἱστορηθεῖ, δηλαδή νά ζωγραφιστεῖ μιά εἰκόνα, ἀπαιτεῖ καί τήν ἐπιστράτευση τῆς τέχνης. Αὐτή ἡ ἀπεικονιστική τέχνη πού ἀποδίδει καί τή θεολογία τῆς εἰκόνας εἶναι ἡ παραδοσιακή Ὀρθόδοξος Ἁγιογραφία ἤ, ὅπως συνηθίζει νά λέγεται, ἡ Βυζαντινή Ἁγιογραφία. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἁγιογραφία ἤ Εἰκονογραφία εἶναι κυρίως Θεολογική Ζωγραφική, πού σημαίνει ὅτι χρησιμοποιεῖ τά σχήματα καί τά χρώματα τῆς ζωγραφικῆς τέχνης γιά νά φανερώσει τίς χριστιανικές ἀλήθειες, ἱστορώντας τά πρόσωπα τῶν Ἁγίων ἤ θέματα ἀπό τή ζωή καί τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ Βυζαντινή Ἁγιογραφία εἶναι ὅμως ἀφαιρετική τέχνη, ἀπεικονίζει δηλαδή τά σώματα καί τά πράγματα, ὄχι στίς γήινες καταστάσεις τους, ἀλλά στή μεταμορφωμένη τους κατάσταση, ὅπως θά εἶναι στήν αἰωνιότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἰκόνα μᾶς δείχνει τό σῶμα τοῦ κάθε ἁγίου ὡς «σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης (τοῦ Χριστοῦ) μέτοχο κατά κάποιον τρόπο τῶν ἰδιοτήτων τοῦ πνευματικοῦ σώματος, πού ὀφείλει νά λάβει κατά τήν Ἀνάσταση τῶν Δικαίων».
Στήν ἁγιογραφία τά πάντα τοποθετοῦνται ἀξιοκρατικά καί πέρα ἀπό προοπτικούς, χρονικούς καί τοπικούς περιορισμούς, ὅλα π.χ. σέ μιά εἰκόνα στρέφονται πρός τό κέντρο της, ἤ πρός τήν πηγή τοῦ φωτός. Στίς εἰκόνες δέν ἔχουμε σκιές, γιατί τά ἐκφράζουμε ὅλα ὡς φῶς. Ἁπλῶς ὑπάρχουν μερικές πτυχώσεις ἐνδυμάτων κ.λπ. ἀλλά μέσα στήν εἰκόνα ὅλα εἶναι φῶς. Εἶναι τό φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στήν εἰκόνα ἐπίσης ἰσχύει ἡ ἀρχή τῆς καταργήσεως ἤ τοῦ ξεπεράσματος τοῦ χρόνου. Σ’ αὐτήν ἀποτυπώνεται ὁ χρόνος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ αἰωνιότητα. Εἶναι ἀδύνατον νά ἀναλύσουμε τή θεωρία τῆς Ὀρθόδοξης Ἁγιογραφίας ἀλλά συνοψίζοντας τήν ἀναφορά μας σέ αὐτή, δέν εἶναι ὑπερβολή νά τονίσουμε ὅτι ἔχει σκοπό νά μᾶς ὁδηγήσει «ἐκ τῶν ὁρωμένων πρός τά μή ὁρώμενα, καί ἀπό τόν παρόντα χρόνο στήν αἰωνιότητα».
Πέρα ἀπό τή θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, στήν καθημερινή ἐκκλησιαστική ζωή καί παράδοση εἶναι πάμπολλα τά γεγονότα πού σχετίζονται μέ εἰκόνες πού θαυματουργοῦν. Ἀλλά ἄς ἀκούσουμε τί ἀπαντᾶ στό ἐρώτημα: «Ὑπάρχουν, εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν θαυματουργές Εἰκόνες;» ὁ σοφός καί μακαριστός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος.
«Πολλοί Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι ἀποδίδουν τά θαύματα μερικῶν Εἰκόνων ὄχι στίς ἴδιες Εἰκόνες, ἀλλά στή πίστη τῶν ἀνθρώπων πού προσεύχονται ἐνώπιόν των. Ὅτι ἡ πίστη θαυματουργεῖ καί ἡ θερμή προσευχή, εἴτε μπροστά στίς Εἰκόνες εἴτε ὄχι, αὐτό εἶναι ἔξω ἀπό κάθε ἀμφιβολία. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι λόγος νά ἀρνηθοῦμε ὅτι μερικές Εἰκόνες μποροῦν νά ἔχουν καί οἱ ἴδιες, θαυματουργική χάρη. Δέν εἶναι παράδοξο, ἀλλά πολύ φυσικό. Τό Εὐαγγέλιο ἀναφέρει ὅτι οἱ Ἀπόστολοι θαυματουργοῦσαν ὄχι μόνο μέ τά χέρια τους, ἀλλά στό πέρασμά τους, ἀκόμη καί ἡ σκιά τους! (Πράξ. 5,12-14). Ἀκόμα τά μανδήλια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ριπτόμενα πάνω στούς ἀσθενεῖς ἤ δαιμονισμένους, τούς θεράπευαν! (Πράξ. 19,12). Ὥστε ὄχι μόνο οἱ ἴδιοι Ἀπόστολοι εἶχαν θαυματουργικό χάρισμα, ἀλλά καί αὐτά τά ἀντικείμενα τῆς προσωπικῆς τους χρήσεως. Ἡ χάρις ἀπό τόν Θεό ἔφθανε μέχρι τά μανδήλιά τους. Τί τό παράδοξο, λοιπόν, νά εὐλογήσει ὁ Θεός ἀνθρώπους βαθειᾶς ταπεινώσεως, νηστείας, προσευχῆς τούς ἴδιους νά θαυματουργοῦν ἤ καί τά ἔργα αὐτῶν, τίς Εἰκόνες;» (Περίοδος Τριωδίου, Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Ι. Θεοδωρόπουλος).
Τελειώνοντας θά ἤθελα νά κλείσω μέ μιά ἱστορία, σχετική μέ τήν προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἀπό τόν βίο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Αἰλιώτου, τόν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ἀββᾶς Κασσιανός στίς συνομιλίες του μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐρήμου.
Ὑπῆρχε κάποιος ἔγκλειστος ἀσκητής, ἀφηγεῖται ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος ὁ Αἰλιώτης, πού δοκιμαζόταν χρόνια πολλά ἀπό φοβερό πόλεμο λογισμῶν. Κάποτε ὁ ἀσκητής εἶπε στόν διάβολο: «Γιατί μέ πολεμᾶς μέ τόσο μίσος; Φύγε ἀπό δῶ, ἄφησέ με ἥσυχο». Τότε τό δαιμόνιο τοῦ εἶπε: «Ὁρκίσου μου ὅτι δέν θά πεῖς πουθενά αὐτό πού θά σοῦ πῶ καί δέν θά σέ ξαναπολεμήσω». Ὁ ἀσκητής ὁρκίστηκε. Τότε ὁ δαίμονας τοῦ λέει: «Μήν ξαναπροσκυνήσεις αὐτή τήν εἰκόνα, –καί ἔδειχνε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βρεφοκρατούσας– καί δέν θά σέ πολεμήσω ποτέ πιά, σ’ ὅλη σου τή ζωή».
Τήν ἑπομένη ἡμέρα ὁ ἀσκητής ἐξομολογήθηκε στόν ἀββᾶ Θεόδωρο τόν Αἰλιώτη καί τοῦ εἶπε τί ἔγινε. Τότε ὁ ἀββᾶς τοῦ εἶπε: Καλά ἔκανες πού ἦλθες καί ἐξομολογήθηκες. Ἡ γνώμη μου εἶναι, ὅτι γιά σένα εἶναι προτιμότερο νά ἐνδώσεις στούς λογισμούς, παρά νά ἀρνηθεῖς νά προσκυνᾶς τόν Κύριο καί Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Παναγία Μητέρα του (Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, Συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου).
Στό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Ρουσάκης, Ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Παλαιοῦ Φαλήρου, ὡμίλησε μέ θέμα «Οἱ ἱερές εἰκόνες στήν πίστη καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας».
* * *
Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ -ΟΙ ΙΕΡΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΗ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Γεωργίου Ρουσάκη
Τόν Μάρτιο τοῦ 843 καί μάλιστα τήν πρώτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα ὡς ἐπίτροπος τοῦ ἀνήλικου γιοῦ της, αὐτοκράτορα Μιχαήλ, πραγματοποίησε τήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων καί τήν ἀποκατάσταση τῆς τιμῆς τους μετά ἀπό ἕναν αἰώνα δραματικῶν συγκρούσεων ἐξαιτίας τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως πού ἔπληξε τήν Ἐκκλησία ἀλλά καί τό Βυζαντινό κράτος συνολικά, γιά ἕναν περίπου αἰώνα. Ἀπό τότε δέ, ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας καθιερώθηκε νά γιορτάζεται κάθε χρόνο τήν πρώτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
*
Α. ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥΟἱ εἰκονομαχικές προθέσεις τοῦ Αὐτοκράτορα Λέοντα τοῦ Γ΄ τοῦ Ἰσαύρου, –πού πρῶτος ξεκίνησε τήν εἰκονομαχική αἵρεση– ἐκδηλώθηκαν ὅταν τό 726, μέ διαταγή του, ἀφαιρέθηκε ἡ εἰκόνα τοῦ Ἀντιφωνητοῦ Χριστοῦ ἀπό τή Χαλκή πύλη τοῦ Παλατίου. Ἐπακολούθησε μιά περίοδος σφοδρῶν συγκρούσεων ἀνάμεσα στούς «εἰκονομάχους» καί τούς εἰκονοφίλους, ἤ ὅπως ἐμπαικτικά τούς ἀποκαλοῦσαν οἱ ἀντίπαλοί τους, «εἰκονολάτρες».
Ἡ ἀντιπαράθεση ὁδήγησε –ἑξήντα χρόνια μετά τήν ἔναρξη τῆς εἰκονομαχίας– στή σύγκληση τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἀπό τίς 24 Σεπτεμβρίου ἕως τίς 13 Ὀκτωβρίου 787. Ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου ἔγινε ἐπί τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου καί τῆς ἐπιτρόπου καί μητέρας του Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου, καί ἐπί Ἀδριανοῦ πάπα Ρώμης, Πολιτιανοῦ Ἀλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Ἀντιοχείας καί Ἠλία Ἱεροσολύμων. Οἱ πατέρες πού συναθροίστηκαν τότε ἦταν τριακόσιοι ἑξήντα πέντε, περίπου τριακόσιοι πενήντα ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, καί σέ αὐτούς προστέθηκαν ἄλλοι δεκαεπτά ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι ἀποκήρυξαν τήν αἵρεση τῶν εἰκονομάχων.
Μετά ἀπό ἐπιμελή προετοιμασία, οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου συνῆλθαν στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας στή Νίκαια κατά τῶν εἰκονομάχων καί κατεδίκασαν ἐγγράφως ἀρχικῶς κάθε προηγουμένη αἵρεση, ὅπως καί τούς ἀρχηγούς τῶν αἱρέσεων αὐτῶν, ἔπειτα δέ κατεδίκασαν καί ὅλους τούς εἰκονομάχους, οἱ ὁποῖοι γιά περισσότερα ἀπό πενήντα ἔτη ἀπαγόρευαν στούς ὀρθόδοξους χριστιανούς νά τιμοῦν τίς σεπτές εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Του, διότι αὐτό ἀποτελοῦσε δῆθεν εἰδωλολατρία.
*
Β. Ο ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥΣτόν Ὅρο τῆς Πίστεως πού ἀνέγνωσαν καί ἐπεκύρωσαν στήν ἕβδομη καί τελευταία συνεδρία τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ Πατέρες διεκήρυξαν: «Ὁρίζομεν σύν ἀκριβείᾳ πάσῃ καί ἐπιμελείᾳ, παραπλησίως τῷ τύπῳ τοῦ Τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἀνατίθεσθαι τάς σεπτάς καί ἁγίας Εἰκόνας, τάς ἐκ χρωμάτων καί ψηφῖδος καί ἑτέρας ὕλης ἐπιτηδείως ἐχούσης, ἐν ταῖς ἁγίαις τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαις, ἐν ἱεροῖς σκεύεσι καί ἐσθῆσι, τοίχοις τε καί σανίσιν, οἴκοις τε καί ὁδοῖς, τῆς τε τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰκόνος, καί τῆς ἀχράντου δεσποίνης ἡμῶν τῆς ἁγίας Θεοτόκου, τιμίων τε ἀγγέλων, καί πάντων ἅγιων καί ὁσίων ἀνδρῶν».
Δηλαδή: «Παραπλησίως μέ τήν τιμή πρός τόν τίμιο Σταυρό πρέπει νά δεχόμεθα καί νά τιμοῦμε τίς ἅγιες εἰκόνες, ὅπως αὐτές εἰκονίζονται μέ χρώματα ἤ ψηφίδες ἤ ἄλλα ἐπιτήδεια ὑλικά ἐπάνω σέ ξύλο, σέ ὕφασμα, σέ τοῖχο, στά ἱερά σκεύη, στίς ἐκκλησίες ἤ στά σπίτια». Ἐγγράφως ἐξέθεσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί κατέγραψαν ὅτι ὅποιος δέν προσκυνᾶ τίς ἅγιες εἰκόνες εἶναι ξένος πρός τήν πίστη τῶν ὀρθοδόξων, ὅτι ἡ τιμή τῆς εἰκόνας διαβαίνει πρός τό πρωτότυπο καί ὅτι αὐτός πού προσκυνᾶ καί τιμᾶ τήν εἰκόνα προσκυνᾶ σ’ αὐτήν, τήν ὑπόσταση τοῦ εἰκονιζομένου.
Ἔθεσαν ἔτσι τέρμα στήν πρώτη περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ἡ ὁποία ὅμως ξέσπασε ἐκ νέου λίγα χρόνια ἀργότερα ἐπί Λέοντος Ε΄ Ἀρμενίου (813-820) καί δέν σταμάτησε παρά μόνον τό 843, χάρις στήν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα καί στόν πατριάρχη ἅγιο Μεθόδιο, πού πραγματοποίησαν τήν ὁριστική ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων.
*
Γ. Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝἩ ζωή ὅμως τῆς Ἐκκλησίας, τόσο ἡ κατηχητική ὅσο καί ἡ μυστηριακή, εἶναι ἄρρηκτα συνυφασμένες μέ τίς ἅγιες εἰκόνες. Οἱ Πατέρες ἔχουν ἐπιμείνει πολύ στήν παιδαγωγική ἀξία τῆς εἰκόνας. Οἱ εἰκόνες εἶναι τά «βιβλία τῶν ἀγραμμάτων». Διδάσκουν τούς ὀλιγογράμματους καί ὄχι μόνο. Δέν εἶναι ὑπερβολή ἄν ποῦμε ὅτι ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ δόγματος ἐγγράφεται μέσα στήν ἁγιογραφία. Ἐμπεριέχουν οἱ ἅγιες εἰκόνες, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ὁλόκληρη τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί δι’ αὐτῶν διδάσκονται ὅλοι. Ἀρκεῖ νά μελετήσει κανείς τά εἰκονογραφικά στοιχεῖα μιᾶς εἰκόνας δεσποτικῆς ἤ θεομητορικῆς ἑορτῆς, π.χ. τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἤ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, καί θά ἀνακαλύψει καταγεγραμμένη διά τοῦ χρωστῆρος ὅλη τή θεολογία τῆς ἀντίστοιχης ἑορτῆς. Δείχνουν στούς ἀνθρώπους μιά ἄλλη πραγματικότητα μεταμορφωμένη μέ τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἀπεικονίζοντας τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων.
Ἡ εἰκονομαχία τώρα κατά τήν ἄποψη τῶν Πατέρων δημιουργήθηκε ἀπό ἐπίδραση ἐπί τοῦ Χριστιανισμοῦ Ἰουδαϊκῶν καί Ἰσλαμικῶν ἀντιλήψεων καί χριστιανικῶν αἱρέσεων, κυρίως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί Μανιχαϊσμοῦ. Ὁ Ἰουδαϊσμός καί ὁ Ἰσλαμισμός (πού εἶχε πρό ὀλίγου ἐμφανιστεῖ), ἀπαγορεύουν τή χρήση τῶν εἰκόνων, λόγω τοῦ κινδύνου τῆς εἰδωλολατρίας, ἄν καί στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως θά δοῦμε, ὑπάρχουν περιπτώσεις εἰκονικῆς παρουσιάσεως ἱερῶν προσώπων καί γεγονότων.
Οἱ Μονοφυσίτες, ὑπερτονίζοντας τή θεϊκή φύση τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ὁποία ἀπορροφήθηκε ἡ ἀνθρώπινη, θεωροῦσαν ἀδύνατη καί ἀνεπίτρεπτη τήν περιγραφή σέ εἰκόνα τῆς ἀπερίγραπτης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Μανιχαῖοι, περιφρονώντας κάθε τι ὑλικό ὡς κακό, δίδασκαν ὅτι ὁ Χριστός δέν προσέλαβε ἀληθινή ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά περιγραφεῖ μέ εἰκόνες. Ὁ Χριστός δέν ἦταν μία ἀληθινή ἱστορική ὕπαρξη, κατά τούς Μανιχαίους, ἀλλά ἕνα φάντασμα, καί αὐτοί πού τόν ἔβλεπαν, κατά βάση νόμιζαν ὅτι ἔβλεπαν τόν Χριστό.
Ἀντιθέτως οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐρεύνησαν καί διαπίστωσαν ἐπίσης τή θέση τῆς Παράδοσης πάνω στό θέμα τῶν εἰκόνων. Πλῆθος ἦταν οἱ μαρτυρίες ἀπό τά συγγράμματα Πατέρων καί ἁγίων πού ἀπεδείκνυε ὅτι ἡ χρήση τῶν εἰκόνων στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀρχαιότατη συνήθεια, ἐναντίον τῆς ὁποίας δέν ὑπῆρχε οὐσιαστικά καμιά ἀντίδραση. Ἦταν τόσο πολλές οἱ μαρτυρίες ἀπό τήν παράθεση κειμένων πατερικῶν γιά τήν ὕπαρξη καί χρήση τῶν εἰκόνων ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὥστε ζητήθηκε ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Συνόδου Πατριάρχη Κων/πόλεως Ταράσιο νά μήν παρουσιασθοῦν ἄλλα κείμενα, γιατί προκλήθηκε κορεσμός ἀπό τήν ἀφθονία τους.
*
Δ. Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣὙπάρχει ἰσχυρότατη ἐκκλησιαστική παράδοση γιά τήν παρουσία εἰκόνων ἀπό τήν περίοδο τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων. Ἡ μαρτυρία περί τῆς ἀχειροποίητης εἰκόνας τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τῆς γνωστῆς ὡς «Ἅγιον Μανδήλιον», εἶναι παλαιότατη. Αὐτή εἶναι τό «μανδήλιον», μέ τό ὁποῖο σκούπισε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός τό πρόσωπό του καί πάνω σ’ αὐτό ἀποτυπώθηκε ἡ μορφή τοῦ προσώπου Του. Τό ἔστειλε λοιπόν στόν βασιλέα τῆς Μεσοποταμίας Ἄβγαρο πού ἔπασχε ἀπό ἀνίατη ἀσθένεια Ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση ἔχει θεσπίσει ἑορτή τοῦ «ἁγίου Μανδηλίου» καί ἡ ὕπαρξη τῆς εἰκόνας συνδέεται μέ ἱστορικά γεγονότα καί μέ τήν πόλη Ἔδεσσα.
Γνωστή εἶναι ἡ παράδοση μέχρι σήμερα, γιά τίς εἰκόνες τῆς Θεοτόκου πού ἀποδίδονται στόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ. Ὁ Θεόδωρος Ἀναγνώστης – βυζαντινός ἱστορικός– μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ Εὐδοκία, σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄(408-450) ἀγόρασε στούς Ἁγίους Τόπους εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τήν ὁποία ζωγράφισε ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς καί τήν ἀπέστειλε ὡς δῶρο στήν αὐτοκράτειρα Πουλχερία. Ὁ Νικηφόρος ὁ Κάλλιστος ἀναφέρει ὅτι ἡ Πουλχερία δώρισε εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στή Μονή τῶν «Ὁδηγῶν», τήν ὁποία ἵδρυσε στήν Κων/πολη καί ἡ ὁποία ὀνομάστηκε «Ὁδηγήτρια». Αὐτή ἡ εἰκόνα πολλές φορές προστάτευσε καί διαφύλαξε τήν Κωνσταντινούπολη, καταστράφηκε δέ κατά τήν ἅλωσή της ἀπό τούς Τούρκους.
Οἱ εἰκονομάχοι, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὡς πρῶτο ἐπιχείρημα χρησιμοποιοῦσαν τό ὅτι ἡ εἰκόνα εἶναι μορφή εἰδώλου, οἱ δέ τιμῶντες καί προσκυνοῦντες τίς ἅγιες εἰκόνες «οὐδαμῶς τῶν εἰδωλολατρῶν διαφέρουσιν». Ἡ ἀπάντηση στό ἀφελές αὐτό ἐπιχείρημα εἶναι ὅτι ἡ βασική διαφορά τοῦ εἰδώλου ἀπό τήν εἰκόνα ἔγκειται σέ αὐτό πού μᾶς ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὅτι δηλαδή ἡ εἰκόνα εἶναι «ὁμοίωση» μέ τό ὑπαρκτό, ἐνῶ τό εἴδωλο εἶναι «ὁμοίωση» μέ τό ἀνύπαρκτο. Ἑπομένως εἶναι πλάσμα, εἶναι φαντασία καί ἀπάτης ὁμοίωμα: «…ψεύδους καί ἀπάτης ὁμοίωμα…, ψευδές τό εἴδωλον ἀνυπάρκτου καί ἀνυποστάτου μίμημα· τήν δ᾿ αὖ εἰκόνα, τοῦ ἀληθοῦς ἀφομοίωμα».
Μέ ἄλλα λόγια, τό ἀρχέτυπο τοῦ εἰδώλου εἶναι ἀνύπαρκτο, εἶναι φανταστικό εἴδωλο, δέν εἶναι πραγματικό πρόσωπο, ἐνῶ ἡ εἰκόνα ἔχει συγκεκριμένο ὑπαρκτό ἀρχέτυπο. Ἡ εἰκόνα ἀπεικονίζει αὐτό πού ὑπάρχει πραγματικά, ἐνῶ τό εἴδωλο δέν ἔχει μία τέτοια δυνατότητα, δηλαδή δέν ἀπεικονίζει καί δέν μπορεῖ νά ἀπεικονίσει καμιά πραγματική θεότητα. Ἐνῶ π.χ. ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἀπεικονίζει τό πρωτότυπο, τόν Σαρκωμένο Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, τό ἄγαλμα τοῦ Δία τί ἀπεικονίζει; Ἕνα ξόανο πού λατρεύεται καθεαυτό ὡς ὕλη καί μόνον.
Γι’ αὐτό τό λόγο τά εἴδωλα ἀπαγορεύονται ἀπό τό Νόμο τοῦ Μωυσῆ στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὑπάρχουν ὅμως –ὅπως προαναφέραμε– περιπτώσεις ἐξεικονισμοῦ καί στήν Παλαιά Διαθήκη. Τά γλυπτά Χερουβίμ, πού εἶχαν ἀνθρώπινη μορφή, τά ὁποῖα ἐπέτρεψε ὁ Μωυσῆς, κατά θεία ἐντολή, νά τοποθετηθοῦν μέσα στή σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, «κατασκιάζοντα τό ἱλαστήριον (κάλυμμα») ἐπάνω ἀπό τήν κιβωτό τῆς Διαθήκης, δέν ἦταν εἴδωλα. Ἦταν ἀπεικονίσεις ἀσωμάτων ἀγγέλων, ἔτσι ὅπως εἶχαν ἐμφανιστεῖ στούς Πατριάρχες τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί ἄλλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζουν τά ὁμοιώματα αὐτά «ἐκτυπώματα» καί «μορφώματα» καί τονίζουν ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός φαίνεται νά ἐπιτρέπει τήν κατασκευή τῶν ἱερῶν αὐτῶν συμβόλων. Τά ἱερά αὐτά σύμβολα παιδαγωγοῦσαν τόν ἰσραηλιτικό λαό ὥστε νά συνειδητοποιεῖ ἀφ’ ἑνός τή διαρκή παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή του καί ἀφ’ ἑτέρου τό χρέος του στό νά ἀποδίδει λατρεία πρός τόν Ἕνα καί Μόνο ἀληθινό Θεό.
*
Ε. Η ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΤΟΥ ΣΑΡΚΩΘΕΝΤΟΣ ΛΟΓΟΥΜετά τή Σάρκωση ὅμως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔχουμε τή δυνατότητα τῆς περιγραφῆς Του. Ἡ εἰκονομαχία ἀντίθετα, ἀρνούμενη τήν ἀπεικόνιση τοῦ Σαρκωθέντος Λόγου, ἀμφισβητοῦσε τή Σάρκωσή Του καί μαζί μέ αὐτή καταργοῦσε τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό αὐτόν τόν Σαρκωθέντα Κύριο. Ἐφ’ ὅσον ἀρνεῖται τή δυνατότητα περιγραφῆς τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου, ἀρνεῖται καί αὐτή τή θεία Ἐνανθρώπηση, τή θεία οἰκονομία καί τίς συνέπειές τους, πού εἶναι ὁ ἁγιασμός καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ εἰκονομάχοι δέν μποροῦσαν νά κατανοήσουν τό γεγονός τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου, τό ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Ἡ δέ εἰκόνα εἶναι ἀπόδειξη τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀπερινόητη, ἡ ἀχώρητη καί ἄπειρη θεία φύση ἀδειάζει - κενοῦται καί συναντᾶ τήν πεπερασμένη ἀνθρώπινη φύση. Τό ἄκτιστο συναντᾶται μέ τό κτιστό, ἡ δέ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ γίνεται τόπος φανερώσεως τῆς λυτρωτικῆς συναντήσεως τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες εἶδαν στήν εἰκονομαχία μιά συμπερίληψη ὅλων τῶν προηγουμένων αἱρέσεων καί ἀνατροπή τοῦ ὅλου ὀρθοδόξου φρονήματος.
Ἔτσι λοιπόν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπεδείχθησαν ὑπέρμαχοι ὄχι μόνον τῶν ἁγίων εἰκόνων ἀλλά, στήν οὐσία, αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ: «Πάλαι μέν ὁ Θεός ὁ ἀσώματός τε καί ἀσχημάτιστος οὐδαμῶς εἰκονίζετο, νῦν δέ σαρκί ὀφθέντος Θεοῦ καί τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφέντος εἰκονίζω Θεοῦ τό ὁρώμενον. Οὐ προσκυνῶ τήν ὕλην, προσκυνῶ δέ τόν τῆς ὕλης δημιουργόν, τόν ὕλην δι’ ἐμέ γενόμενον καί ἐν ὕλῃ κατοικῆσαι καταδεξάμενον καί δι’ ὕλης τήν σωτηρίαν μου ἐργασάμενον, καί σέβων οὐ παύσομαι τήν ὕλην, δι’ ἧς ἡ σωτηρία μου εἴργασται».
Ἐνῶ ὁ Λόγος ὡς Θεός δέν εἰκονίζετο, προσλαμβάνοντας ὅμως τήν ἀνθρώπινη φύση, καί κατοικώντας σέ ὑλικό σῶμα, θέωσε τήν ἀνθρώπινη φύση καί διά τῆς ὕλης ἀπεργάσθηκε τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό τόν λόγο εἰκονίζουμε τόν φανέντα ἐν ἀνθρώποις Θεό σεβόμενοι τήν ὕλη διά τῆς ὁποίας ἀπεργάσθηκε ἡ σωτηρία μας. Ἀφοῦ ἡ θεότητα ἔγινε ἕνα κράμα μέ τή δική μας ἀνθρώπινη φύση, σάν μέ κάποιο ζωοποιό καί σωτήριο φάρμακο, δοξάστηκε ἡ φύση μας καί ἔγινε ἄφθαρτη, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Ἑπομένως, μέ τήν ὀρθόδοξη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ γίνεται ὁρατό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μέ τήν ἀνθρώπινη μορφή του, ὅπως ἔγινε ὁρατό καί ἱστορικά κατά τήν ἐνανθρώπησή Του. Εἶναι λοιπόν σαφές ὅτι ὅποιοι ἀρνοῦνται τίς εἰκόνες ἀρνοῦνται τή σάρκωση τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ὡς ἐκ τούτου, ὅλο τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας.
*
ΣΤ. ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΕΙΚΟΝΑΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥΠρέπει νά διευκρινίσουμε σ’ αὐτό τό σημεῖο ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ εἰκόνα καί ἄλλο τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Ἡ εἰκόνα δέν ταυτίζεται μέ τό πρωτότυπό της. Εἶναι δύο πραγματικότητες πού διακρίνονται μεταξύ τους, ἀλλά εἶναι συγχρόνως ἀδιάσπαστα ἑνωμένες. Ἡ εἰκόνα μοιάζει ὡς πρός τή μορφή μέ τό πρωτότυπό της, ἀλλά διαφέρει ὡς πρός τή φύση μέ τό πρωτότυπο. Οἱ Πατέρες ἔδωσαν τό παράδειγμα τοῦ καθρέφτη. Πάνω στόν καθρέφτη διαγράφεται ἡ μορφή τοῦ προσώπου πού καθρεφτίζεται. Ἡ μορφή αὐτή ἔχει διαφορετική οὐσία ἀπό τό πρόσωπο πού καθρεφτίζεται. Δέν ἔχει κοινή τήν ὕλη καί τήν οὐσία τό πρωτότυπο μέ τό ὁμοίωμα.
Ἡ εἰκόνα λοιπόν ἀναπαριστᾶ τό πρόσωπο. «Κάθε εἰκόνα δέν φανερώνει τή φύση αὐτοῦ πού εἰκονίζεται ἀλλά τό πρόσωπό του, ὁ Χριστός περιγράφεται ὡς πρόσωπο, ἔστω καί ἄν στή θεότητά του εἶναι ἀπερίγραπτος», μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Στό δέ ἐρώτημα «ποιά φύση εἰκονίζεται στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ; ἡ θεία ἤ ἡ ἀνθρώπινη;», ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀπαντᾶ ἐπ’ αὐτοῦ: Οὔτε τή θεία φύση εἰκονίζουμε οὔτε τήν ἀνθρώπινη. Εἰκονίζουμε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στό ὁποῖο εἶναι ἑνωμένες ἀσύγχυτα, ἀχώριστα καί ἀδιαίρετα οἱ δύο φύσεις. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι δυνατόν νά λατρεύεται, διότι δέν εἶναι τῆς ἴδιας φύσεως μέ τό πρωτότυπό της. Ἡ τυχόν λατρεία τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ, θά σήμαινε ὅτι ἡ εἰκόνα αὐτονομεῖται ἔναντι τοῦ πρωτοτύπου της, δηλαδή αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ, καί συνιστᾶ πλέον ἰδιαίτερη ὕπαρξη. Στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ προσκυνεῖται ὁ Χριστός, ἀλλά δέν λατρεύεται ἡ εἰκόνα.
Εἶναι ἐπίσης ἀπόλυτα σαφές ὅτι τίς εἰκόνες τίς προσκυνοῦμε, δέν τίς λατρεύουμε. Ἡ προσκύνηση εἶναι σημεῖο ὑποταγῆς καί ταπεινώσεως. Στήν προσευχή πού κάνουμε μπροστά σέ μιά εἰκόνα καταθέτουμε τά αἰτήματά μας, διότι εἶναι ἡ γέφυρα, ἡ διάβαση μέσω τῆς ὁποίας προσκυνοῦμε τόν εἰκονιζόμενο ἅγιο καί διά μέσου αὐτοῦ τόν ἀληθινό Θεό. Δέν ἀποδίδεται λατρεία ἤ τιμή στήν ὕλη, ἀλλά στό πρόσωπο πού παριστάνεται. Ὅπως εἶπε ὁ Μ. Βασίλειος (καί κατεγράφη στόν Ὅρο τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου) «ἡ τιμή πρός τήν εἰκόνα διαβαίνει στό πρωτότυπο». Ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας καί τῆς προσκυνήσεώς της γίνεται μιά θεολογία σχέσεως πρός τό εἰκονιζόμενο πρόσωπο καί σέ τελική ἀνάλυση ἡ προσκύνηση ἀπονέμεται πρός τόν Τριαδικό Θεό.
Τό γεγονός ὅτι ἡ Θεοτόκος τιμᾶται ὡς «Μητέρα» τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί οἱ ἅγιοι ὡς «θεράποντες» (ὑπηρέτες) τοῦ ἑνός Θεοῦ, φανερώνει ὅτι κάθε προσκύνηση ἔχει ὡς τελική ἀναφορά τόν Θεό. Ἔτσι δέν αὐτονομεῖται ἡ τιμή τῶν ἁγίων ἤ τῆς Θεοτόκου ἔναντι τῆς προσκυνήσεως τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι ἄλλωστε εἶναι «χριστοποιημένες» ὑπάρξεις καί παρουσίες. «Ὅπου εἶναι οἱ Ἅγιοι, ἐκεῖ εἶναι καί ὅλος ὁ Κύριος καί Θεός. Κάθε ἅγιος εἶναι Χριστός ἐπαναλαμβανόμενος» λέει ὁ π. Ἰουστίνος Πόποβιτς. Τιμώντας λοιπόν τούς Ἁγίους καί προσκυνώντας τίς ἅγιες εἰκόνες τους, τιμοῦμε καί προσκυνοῦμε τόν ἴδιο τόν ἀληθινό Θεό.
Ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση τῶν εἰκόνων ἀποδίδεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ ἕνα ὁρισμένο τρόπο. Εἶναι καί αὐτός στοιχεῖο τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Τίς εἰκόνες λοιπόν τίς ἀσπαζόμαστε, ἀκουμπᾶμε δηλαδή τά χείλη μας πάνω τους, ἤ ὅπως λέγεται στήν παραδοσιακή ἐκκλησιαστική ἔκφραση, τίς «καταφιλοῦμε». Ὁ φιλικός ἀσπασμός, ὁ χαιρετισμός τῶν εἰκόνων, εἶναι ἀσπασμός οἰκειότητας, πηγάζοντας καί ἀπό τό βίωμα ὅτι εἴμαστε συμπολίτες τῶν ἁγίων καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀσπασμός λοιπόν τῶν ἁγίων εἰκόνων συμβάλλει στό μυστήριο τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό, ὅπως καί μέ κάθε ἄλλο ἅγιο πρόσωπο. Ὁ δέ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐπισημαίνει ὅτι ὄχι μόνον ὁ ἀσπασμός ἀλλά ἀκόμη καί αὐτή ἡ θέαση τῆς εἰκόνας ἰσοδυναμεῖ μέ τιμή καί προσκύνηση τοῦ πρωτοτύπου της.
*
Ζ. Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗΠρακτικά βέβαια γιά νά ἱστορηθεῖ, δηλαδή νά ζωγραφιστεῖ μιά εἰκόνα, ἀπαιτεῖ καί τήν ἐπιστράτευση τῆς τέχνης. Αὐτή ἡ ἀπεικονιστική τέχνη πού ἀποδίδει καί τή θεολογία τῆς εἰκόνας εἶναι ἡ παραδοσιακή Ὀρθόδοξος Ἁγιογραφία ἤ, ὅπως συνηθίζει νά λέγεται, ἡ Βυζαντινή Ἁγιογραφία. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἁγιογραφία ἤ Εἰκονογραφία εἶναι κυρίως Θεολογική Ζωγραφική, πού σημαίνει ὅτι χρησιμοποιεῖ τά σχήματα καί τά χρώματα τῆς ζωγραφικῆς τέχνης γιά νά φανερώσει τίς χριστιανικές ἀλήθειες, ἱστορώντας τά πρόσωπα τῶν Ἁγίων ἤ θέματα ἀπό τή ζωή καί τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ Βυζαντινή Ἁγιογραφία εἶναι ὅμως ἀφαιρετική τέχνη, ἀπεικονίζει δηλαδή τά σώματα καί τά πράγματα, ὄχι στίς γήινες καταστάσεις τους, ἀλλά στή μεταμορφωμένη τους κατάσταση, ὅπως θά εἶναι στήν αἰωνιότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἰκόνα μᾶς δείχνει τό σῶμα τοῦ κάθε ἁγίου ὡς «σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης (τοῦ Χριστοῦ) μέτοχο κατά κάποιον τρόπο τῶν ἰδιοτήτων τοῦ πνευματικοῦ σώματος, πού ὀφείλει νά λάβει κατά τήν Ἀνάσταση τῶν Δικαίων».
Στήν ἁγιογραφία τά πάντα τοποθετοῦνται ἀξιοκρατικά καί πέρα ἀπό προοπτικούς, χρονικούς καί τοπικούς περιορισμούς, ὅλα π.χ. σέ μιά εἰκόνα στρέφονται πρός τό κέντρο της, ἤ πρός τήν πηγή τοῦ φωτός. Στίς εἰκόνες δέν ἔχουμε σκιές, γιατί τά ἐκφράζουμε ὅλα ὡς φῶς. Ἁπλῶς ὑπάρχουν μερικές πτυχώσεις ἐνδυμάτων κ.λπ. ἀλλά μέσα στήν εἰκόνα ὅλα εἶναι φῶς. Εἶναι τό φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στήν εἰκόνα ἐπίσης ἰσχύει ἡ ἀρχή τῆς καταργήσεως ἤ τοῦ ξεπεράσματος τοῦ χρόνου. Σ’ αὐτήν ἀποτυπώνεται ὁ χρόνος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ αἰωνιότητα. Εἶναι ἀδύνατον νά ἀναλύσουμε τή θεωρία τῆς Ὀρθόδοξης Ἁγιογραφίας ἀλλά συνοψίζοντας τήν ἀναφορά μας σέ αὐτή, δέν εἶναι ὑπερβολή νά τονίσουμε ὅτι ἔχει σκοπό νά μᾶς ὁδηγήσει «ἐκ τῶν ὁρωμένων πρός τά μή ὁρώμενα, καί ἀπό τόν παρόντα χρόνο στήν αἰωνιότητα».
*
Η. ΟΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ ΤΟΥΣΠέρα ἀπό τή θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, στήν καθημερινή ἐκκλησιαστική ζωή καί παράδοση εἶναι πάμπολλα τά γεγονότα πού σχετίζονται μέ εἰκόνες πού θαυματουργοῦν. Ἀλλά ἄς ἀκούσουμε τί ἀπαντᾶ στό ἐρώτημα: «Ὑπάρχουν, εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν θαυματουργές Εἰκόνες;» ὁ σοφός καί μακαριστός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος.
«Πολλοί Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι ἀποδίδουν τά θαύματα μερικῶν Εἰκόνων ὄχι στίς ἴδιες Εἰκόνες, ἀλλά στή πίστη τῶν ἀνθρώπων πού προσεύχονται ἐνώπιόν των. Ὅτι ἡ πίστη θαυματουργεῖ καί ἡ θερμή προσευχή, εἴτε μπροστά στίς Εἰκόνες εἴτε ὄχι, αὐτό εἶναι ἔξω ἀπό κάθε ἀμφιβολία. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι λόγος νά ἀρνηθοῦμε ὅτι μερικές Εἰκόνες μποροῦν νά ἔχουν καί οἱ ἴδιες, θαυματουργική χάρη. Δέν εἶναι παράδοξο, ἀλλά πολύ φυσικό. Τό Εὐαγγέλιο ἀναφέρει ὅτι οἱ Ἀπόστολοι θαυματουργοῦσαν ὄχι μόνο μέ τά χέρια τους, ἀλλά στό πέρασμά τους, ἀκόμη καί ἡ σκιά τους! (Πράξ. 5,12-14). Ἀκόμα τά μανδήλια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ριπτόμενα πάνω στούς ἀσθενεῖς ἤ δαιμονισμένους, τούς θεράπευαν! (Πράξ. 19,12). Ὥστε ὄχι μόνο οἱ ἴδιοι Ἀπόστολοι εἶχαν θαυματουργικό χάρισμα, ἀλλά καί αὐτά τά ἀντικείμενα τῆς προσωπικῆς τους χρήσεως. Ἡ χάρις ἀπό τόν Θεό ἔφθανε μέχρι τά μανδήλιά τους. Τί τό παράδοξο, λοιπόν, νά εὐλογήσει ὁ Θεός ἀνθρώπους βαθειᾶς ταπεινώσεως, νηστείας, προσευχῆς τούς ἴδιους νά θαυματουργοῦν ἤ καί τά ἔργα αὐτῶν, τίς Εἰκόνες;» (Περίοδος Τριωδίου, Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Ι. Θεοδωρόπουλος).
Τελειώνοντας θά ἤθελα νά κλείσω μέ μιά ἱστορία, σχετική μέ τήν προσκύνηση τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἀπό τόν βίο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Αἰλιώτου, τόν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ἀββᾶς Κασσιανός στίς συνομιλίες του μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐρήμου.
Ὑπῆρχε κάποιος ἔγκλειστος ἀσκητής, ἀφηγεῖται ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος ὁ Αἰλιώτης, πού δοκιμαζόταν χρόνια πολλά ἀπό φοβερό πόλεμο λογισμῶν. Κάποτε ὁ ἀσκητής εἶπε στόν διάβολο: «Γιατί μέ πολεμᾶς μέ τόσο μίσος; Φύγε ἀπό δῶ, ἄφησέ με ἥσυχο». Τότε τό δαιμόνιο τοῦ εἶπε: «Ὁρκίσου μου ὅτι δέν θά πεῖς πουθενά αὐτό πού θά σοῦ πῶ καί δέν θά σέ ξαναπολεμήσω». Ὁ ἀσκητής ὁρκίστηκε. Τότε ὁ δαίμονας τοῦ λέει: «Μήν ξαναπροσκυνήσεις αὐτή τήν εἰκόνα, –καί ἔδειχνε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βρεφοκρατούσας– καί δέν θά σέ πολεμήσω ποτέ πιά, σ’ ὅλη σου τή ζωή».
Τήν ἑπομένη ἡμέρα ὁ ἀσκητής ἐξομολογήθηκε στόν ἀββᾶ Θεόδωρο τόν Αἰλιώτη καί τοῦ εἶπε τί ἔγινε. Τότε ὁ ἀββᾶς τοῦ εἶπε: Καλά ἔκανες πού ἦλθες καί ἐξομολογήθηκες. Ἡ γνώμη μου εἶναι, ὅτι γιά σένα εἶναι προτιμότερο νά ἐνδώσεις στούς λογισμούς, παρά νά ἀρνηθεῖς νά προσκυνᾶς τόν Κύριο καί Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Παναγία Μητέρα του (Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, Συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου).
*
Εὔχεσθε λοιπόν, Σεβασμιώτατε Πάτερ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, διά πρεσβειῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκος καί πάντων τῶν Ἁγίων, νά μᾶς ἀξιώνει νά προσκυνοῦμε τήν ἄχραντο εἰκόνα Του μέ καθαρή καρδιά καί πνεῦμα ταπεινώσεως καί νά μᾶς χαρίζει τήν ἱλαρότητα καί τήν παρηγοριά τῆς Παρουσίας του. Ἀμήν.