Ο ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ στήν Ἁγία Φωτεινή Νέας Σμύρνης
στήν Ἁγία Φωτεινή Νέας Σμύρνης
Μέ τήν ἁρμόζουσα κατάνυξη τελέσθηκε τό ἑσπέρας τῆς Α΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν (τῆς Ὀρθοδοξίας), 4 Μαρτίου, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς Νέας Σμύρνης ὁ Κατανυκτικός Ἑσπερινός, στόν ὁποῖο χοροστάτησε ὁ Σεβ. Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ. Συμεών.
Πρίν ἀπό τό «Νῦν ἀπολύεις» ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Βασίλειος Γιαννάκας, Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Κυριακῆς Παλαιοῦ Φαλήρου, ὁμίλησε μέ θέμα «Ἡ ἐγκράτεια».
Ἀκολουθεῖ ἡ ὁμιλία τοῦ π. Βασιλείου Γιαννάκα.
ὑπό τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. Βασιλείου Γιαννάκα
ἡ πάνοπλος ἐγκράτεια»!
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, ἀγαπητοί ἀδελφοί. Στή συνέχεια τῶν φετινῶν εἰσηγήσεων πού ἔχουν ὡς ἄξονα τήν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς καλούμαστε νά ἀσχοληθοῦμε μέ τή μητέρα τῶν ἀρετῶν, τήν ἐγκράτεια. Ὅμως δέν σᾶς κρύβω τή δυσκολία καί τήν ἀμηχανία πού μέ κατέλαβαν ἀπό τήν πρώτη στιγμή. Πῶς νά μιλήσει κανείς στή σύγχρονη ἐποχή γιά τήν ἐγκράτεια; Σέ μιά ἐποχή πού μᾶς μαθαίνει ὅλα νά γίνονται εὔκολα καί μέ τό πάτημα ἑνός κουμπιοῦ;
Στήν ἐποχή μας ἡ πνευματική ἄσκηση καί ἡ ἐγκράτεια φαντάζουν ἐξωπραγματικά. Τή στιγμή πού προβάλλεται παντοῦ ὡς ἐπιτυχημένη ζωή, ἡ ζωή τῶν ἀπολαύσεων, τῆς ἱκανοποίησης τῶν ἐπιθυμιῶν καί τῶν αἰσθήσεων, κάθε πρόταση γιά περιορισμό ἤ ἐκκοπή αὐτῶν τῶν ἀπολαύσεων φαντάζει παράλογη καί ἀδιανόητη, χωρίς νόημα καί περιεχόμενο. Γιατί νά περιορίσω ἤ νά κόψω ὅ,τι μέ εὐχαριστεῖ; Ὅταν ἡ ζωή μου εἶναι γεμάτη μέ δυσκολίες καί προβλήματα, δέν εἶναι λογικό νά ψάχνω νά βρῶ διεξόδους γιά μικροαπολαύσεις ἔστω καί πρόσκαιρης διαφυγῆς καί διασκέδασης, ἀντί νά κάνω τή ζωή μου ἀκόμα πιό δύσκολη καί στενάχωρη μέ τήν ἄσκηση καί τήν ἐγκράτεια;
Τή δίαιτα τήν καταλαβαίνω. Ἀλλά γιατί νά νηστεύω; Τίς καταχρήσεις τίς ἀποφεύγω. Ἀλλά δέν εἶναι προτιμότερο στό τριήμερο τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας ἤ τά Σαββατοκύριακα, νά κοιμηθῶ λίγο παραπάνω, νά πάω μιά ἐκδρομή, νά διασκεδάσω, νά ξεφαντώσω, νά τό ρίξω καί λίγο ἔξω, ἀντί νά κλειστῶ στήν Ἐκκλησία καί νά ἀκούω ἀκατανόητα πράγματα;
Ἡ πρόταση ἀκούγεται λογική καί ἑλκυστική. Κάποτε ὅμως, ἀγαπητοί, θά πρέπει νά κοιτάξουμε τόν ἑαυτό μας κατάματα καί νά τοῦ ποῦμε τήν ἀλήθεια. Θά πρέπει μέ εἰλικρίνεια νά ὁμολογήσουμε καί νά παραδεχτοῦμε, ὅτι ὅλο αὐτό τό πανηγύρι πίσω ἀπ’ τό ὁποῖο τρέχουμε λαχανιασμένοι, ὅλες αὐτές οἱ ἀπολαύσεις καί οἱ εὐχαριστήσεις, ὅλες αὐτές οἱ διασκεδάσεις πού ἐπιδιώκουμε, εἰδικά ὅταν στεροῦνται πνευματικότητας, ὄχι μόνο δέν μᾶς κάνουν ἀληθινά χαρούμενους καί εὐτυχισμένους, ὄχι μόνο δέν μᾶς ξεκουράζουν, ἀλλά κάνουν τό κενό μέσα μας ἀκόμα πιό μεγάλο καί αἰσθητό καί τήν ψυχική κούραση πιό ἔντονη.
Ἡ ἀληθινή χαρά στή ζωή μας δέν ἔρχεται ὅταν ἔχουμε ἐτοῦτο ἤ ἐκεῖνο τό ἀγαθό, ἀλλά ὅταν ἔχουμε Ἐκεῖνον, τόν Ἀγαθό Κύριο, νά κατοικεῖ μέσα στήν καρδιά μας! «Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναι τήν δόξαν σου» (Ψαλμ. 16, 15). Αὐτός μᾶς δίνει κάθε πληρότητα, κάθε χαρά καί μαζί του μόνο νοιώθουμε ἀληθινά εὐτυχισμένοι. Πῶς νά ἔρθει ὅμως καί ποῦ νά βρεῖ χῶρο νά μπεῖ στή ζωή μας καί τήν καρδιά μας, ὅταν εἶναι γεμάτα μέ χίλια δυό ἄλλα ἐνδιαφέροντα, ὅταν κυριαρχεῖ τό Ἐγῶ καί ὅλα ὅσα αὐτό ἔχει συσσωρεύσει;
Νά, λοιπόν, ποῦ βρίσκεται ἡ μεγάλη ἀξία τῆς πνευματικῆς ἄσκησης καί τῆς ἐγκράτειας: Στό «Καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος» (Β΄ Κορ. 7, 1). Καθάρισε τήν καρδιά σου. Πέταξε ὅλα τά παλιοπράγματα πού ἔχεις στιβάξει ἐκεῖ. Σκούπισε τό λερωμένο πάτωμα. Καθάρισε τά παράθυρα κι ἄνοιξέ τα γιά νά μπεῖ φῶς καί καθαρός ἀέρας. Νά φύγουν οἱ δυσοσμίες τοῦ δῆθεν πολιτισμοῦ ἀπό τό σπίτι σου πού πρόκειται νά φιλοξενήσεις τόν Κύριο. Πέταξε τά μουχλιασμένα καί ντύσου ροῦχα καθαρά.
Ἄν, λοιπόν, ἡ ὕπαρξή μας εἶναι πλέον ναός τοῦ «ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος», τότε ἡ ἐγκράτεια εἶναι ἡ νεωκόρος, ἡ ἐκκλησάρισσα καί βηματάρισσα αὐτοῦ τοῦ ναοῦ. Αὐτή μέ πολύ δέος καί εὐλάβεια, ἐπιμελεῖται τήν εὐπρέπεια καί τήν καθαρότητά του. Καί προσφέρει «θυσίαν ζῶσαν... τῷ Θεῷ, τήν λογικήν λατρείαν ὑμῶν» (Ρωμ. 12, 1).
Ἄν ἡ καρδιά μας εἶναι ὁ λειμώνας, ὁ μυστικός κῆπος, τότε ἡ ἐγκράτεια εἶναι ἡ κηπουρός πού σκάβει, φυτεύει τούς σπόρους τῶν ἀρετῶν, τούς ποτίζει καί τούς καλλιεργεῖ. Ἡ συγκομιδή εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ἀλλά ἐπίσης εἶναι καί ἡ γεωπόνος πού κλαδεύει καί ξεριζώνει κάθε ζιζάνιο καί «δένδρο σαπρό». Διότι «ἔσωθεν ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοί οἱ κακοί ἐκπορεύονται», ἡ ἀνηθικότητα, οἱ κλοπές, οἱ φόνοι, οἱ πλεονεξίες, οἱ πονηρίες, ὁ δόλος, ἡ βλασφημία, ἡ ὑπερηφανία. Ὅλα αὐτά ἀπό τήν καρδιά πηγάζουν καί καθιστοῦν ἀκάθαρτο τόν ἄνθρωπο (Μάρκ. 7, 21-24).
Ἄν ἡ πνευματική μας ζωῆ εἶναι τό ὑπέροχο οἰκοδόμημα πού ἐπιδιώκουμε νά θεμελιώσουμε μέσα μας, ἡ ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἀρχιτέκτων καί ἡ ἐπιβλέπουσα μηχανικός πού μέ πολύ σοφία τό χτίζει πάνω στόν ἕνα καί μοναδικό θεμέλιο λίθο. Διότι «θεμέλιον ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός» (Α΄ Κορ 3, 11).
Ἄν τά πάθη, οἱ ἀδυναμίες, καί οἱ ἁμαρτίες μας εἶναι τά τραύματα τῆς ψυχῆς μας, συνέπειες τῆς κακῆς χρήσης τοῦ αὐτεξουσίου καί τῆς ἐλευθερίας μας, ἡ ἐγκράτεια εἶναι ἡ ἐπιδέξια χειροῦργος, πού μέ τό νυστέρι της πετυχαίνει τήν ἐκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος καί τήν ἀποκατάσταση τῶν πληγῶν.
Ἄν μιά καινούργια ζωή, ἕνας ἄνθρωπος, ἔρχεται στόν κόσμο μέσα ἀπό τίς ὀδύνες τοῦ τοκετοῦ, πολύ περισσότερο ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ καινούργια ζωή στήν ὁποία καλούμαστε νά ἀναγεννηθοῦμε, κυοφορεῖται καί ἔρχεται στό φῶς μέσα ἀπό τίς ὠδῖνες τῆς ἐγκράτειας. Ὅμως «ὅταν ἡ γυναίκα γεννήσει τό παιδί, ξεχνᾶ τούς πόνους ἀπ’ τή χαρά της πού γεννήθηκε ἄνθρωπος στόν κόσμο» (Ἰωάν. 16, 21). Ἔτσι κι ὁ πιστός. Ἡ χαρά τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τοῦ δίνει τέτοια πληρότητα, πού δέν ὑπολογίζει τούς κόπους καί τίς θυσίες τῆς ἐγκράτειας.
Κατά συνέπεια ἡ ἐγκράτεια δέν εἶναι κακοποίηση τοῦ σώματος, ἀλλά νέκρωση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος. Ἐμεῖς, λέει ὁ ἀββᾶς Ποιμῆν στό Γεροντικό, δέν μάθαμε νά εἴμαστε σωματοκτόνοι, ἀλλά παθοκτόνοι.
Ἡ ἐγκράτεια, ἄς μήν ξεχνᾶμε, εἶναι συνομήλικη τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Δόθηκε στούς πρωτοπλάστους ἀπό τόν Θεό ὡς εὐλογία, ὅπως τούς δόθηκε τό λογικό, ἡ ἐλευθερία, ἡ ἐργασία, ἡ ἐξουσία. Τούς δόθηκε γιά νά προκόβουν πνευματικά καί νά φτάσουν στό «καθ’ ὁμοίωσιν». Γιατί στόν Παράδεισο ὑπῆρχαν τριῶν εἰδῶν δέντρα. Τά πολλά «ἵνα ζῇ» καί συντηρῆται. Τό δέντρο τής ζωῆς «ἵνα ἀεί ζῇ», γιά νά ζεῖ αἰώνια εὐτυχής. Καί τό δέντρο τῆς γνώσεως «ἵνα εὖ ζῇ» ἀγωνιζόμενος στήν ὑπακοή τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἀδάμ συνειδητά ἀπέρριψε τήν ἐντολή, χάθηκε ἡ πρόοδος καί ἔκλεισε ὁ δρόμος πρός τή ζωή. Ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Κύριός μας, σ’ ἕναν ἄλλο κῆπο, στή Γεθσημανή, συνειδητά τήρησε τήν ἐντολή λέγοντας στόν οὐράνιο Πατέρα νά γίνει «οὐχ ὡς ἐγώ θέλω ἀλλ᾽ ὡς σύ... γενηθήτω τό θέλημά σου» (Ματθ. 26, 39-42). Καί μέ τή θυσία του ἄνοιξε πάλι τόν δρόμο καί ἀπό τότε τόν κρατᾶ ἀνοιχτό.
Ἡ ἐγκράτεια εἶναι ἡ δόξα τῶν μαρτύρων, τῶν ὁσίων καί ὅλων τῶν ἁγίων. Ὅλοι οἱ ἅγιοι «ἐν ἐγκρατείᾳ ἐμαρτυρήθησαν», μ’ αὐτή ἀναδείχθηκαν καί εὐαρέστησαν στόν Θεό. Ἦταν ἡ ἔμπρακτη ἔκφραση τῆς ἀγάπης τους πρός τόν Κύριο. Ὅταν μελετᾶμε τή ζωή τους, διαπιστώνουμε ἕνα πλῆθος ἀπό διαφορετικές ἐκφράσεις τῆς ἁγιότητος. Ὅμως ἕνα πράγμα εἶναι σέ ὅλους κοινό, ἡ ἄσκηση καί ἡ ἐγκράτεια.
Αὐτό, λοιπόν, εἶναι ἡ ἐγκράτεια. Πόλεμος ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἀόρατος πόλεμος γιατί διεξάγεται μέσα στήν καρδιά μας. «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. 11, 12). Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κερδίζεται μέ βιαιότητα κατά τοῦ ἑαυτοῦ. Ἄν ἡ χριστιανική ζωή ἦταν ἁπλῶς μερικές εὐσεβεῖς συνήθειες θά ἦταν περισσότεροι οἱ συνειδητοί πιστοί. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού κάνουν προσευχές, πᾶνε στήν Ἐκκλησία καί συμμετέχουν σέ ἔργα φιλανθρωπίας. Ὅταν ὅμως τούς ζητηθεῖ νά διορθώσουν τά λάθη τους, νά δαμάσουν τό θυμό τους, νά κόψουν τήν ἀνθρωπαρέσκειά τους, τότε ὁ Πνευματικός τους χαρακτηρίζεται αὐστηρός καί σκληρός. Ὅμως αὐτή ἡ σκληρότητα ἐνάντια στό ἐγώ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ. Κι ὅσο μεγαλύτερη ἡ βία τόσο μεγαλύτερη ἡ πνευματική προκοπή.
Αὐτό σημαίνει νά ἀπαρνιέμαι τόσο τίς μεγάλες, ὅσο καί τίς μικρές ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες μου. Νά κόψω τίς διεφθαρμένες κλίσεις μου, μέχρι νά πεθάνει μέσα μου ὁ παλαιός Ἀδάμ. Οἱ Πατέρες συνιστοῦν νά ἀρχίζουμε ἀπό τά μικροπράγματα. Λέει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος: Πῶς θά μπορέσεις νά σβήσεις μιά μεγάλη φωτιά πρίν μάθεις νά σβήνεις μιά μικρή; Θέλεις νά ἀπελευθερωθεῖς ἀπό ἕνα μεγάλο πάθος ἤ νά μήν ὑποδουλωθεῖς ποτέ σ’ αὐτό; Νίκα τίς μικρές ἐπιθυμίες. Γιατί οἱ ἐπιθυμίες καί τά πάθη εἶναι δεμένα σάν τούς κρίκους μιᾶς ἁλυσίδας. Μπορεῖ νά μήν εἶσαι λαίμαργος, ἀλλά σ’ ἀρέσουν οἱ λιχουδιές. Μπορεῖ νά μήν εἶσαι ἐγκληματίας, ἀλλά εἶσαι φλύαρος κουτσομπόλης. Μπορεῖ νά μήν διαβάζεις ὕποπτα ἔντυπα, ἀλλά ἀφήνεις ἀδέσποτη τή φαντασία σου. Ὅλα αὐτά κατά βάθος εἶναι ὄψεις τοῦ ἴδιου φαινομένου, τῆς ἀχόρταγης ἐπιθυμίας γιά ἱκανοποίηση τοῦ ἐγώ.
Κάνε, λοιπόν, ἀκάθεκτη ἐπίθεση ἐναντίον τῆς φιλαυτίας σου, γιατί αὐτή εἶναι ἡ ρίζα κάθε κακοῦ πού συμβαίνει μέσα σου. Ξερίζωσε τήν κακή ἐπιθυμία σου. Πίεσε τή μαλθακότητά σου καί τήν τεμπελιά. Μάθε νά εἶσαι αὐστηρός μέ τόν ἑαυτό σου καί θά νεκρώσεις τό ἐγώ σου. Ἔτσι θά μπεῖς στόν θάλαμο τῆς καρδιᾶς σου καί ἐκεῖ θά ἀνακαλύψεις τόν οὐράνιο θάλαμο. Θά ἀνακαλύψεις τόν Θεό. Γιατί τά σκαλοπάτια γιά τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι μέσα σου.
1) Ἐγκράτεια στίς τροφές. Νηστεία. Ἡ νηστεία μας ἄς μήν περιοριστεῖ μόνο σέ μιά ἀλλαγή τῶν διατροφικῶν μας συνηθειῶν. Νά γίνει καί νηστεία ποσοτική. Ἡ νηστεία νεκρώνει τή λαιμαργία ἀλλά καί ὅλα ἐκεῖνα τά πάθη πού αὐτή προκαλεῖ: τούς αἰσχρούς λογισμούς, τίς ἀνήθικες ἐπιθυμίες, τή σκληρότητα, τήν τεμπελιά, τήν ἀναισθησία, τήν ἀναίδεια, ὅπως τά ἀπαριθμεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης στήν Κλίμακα. Ἡ νηστεία ἐνισχύει τή θέληση, καθαρίζει τό νοῦ, δυναμώνει τήν προσευχή, φωτίζει τήν ψυχή, προξενεῖ τήν ἀπάθεια. Στήν ἐποχή μας προβάλλεται ἡ εὐχαρίστηση καί ἡ ἀπόλαυση ἀπό τίς τροφές ἤ τά διάφορα ὑποκατάστατά τους μέ γεύσεις γαργαλιστικές. Σέ σημεῖο κάποιοι νά μήν τρῶνε γιά νά ζοῦν ἀλλά νά ζοῦν γιά νά τρῶνε...
2) Ἐγκράτεια στή γλώσσα. Ἐλέγχουμε πῶς μιλᾶμε καί πῶς ἀπαντᾶμε; Εἶναι ὁ λόγος μας «πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος» (Κολ. 4, 6) ἤ μήπως εἶναι βλαβερός; Παρηγορεῖ ἤ πληγώνει; Ἐνθαρρύνει ἤ ἀπογοητεύει; Ἀληθεύει ἤ ψεύδεται; Συγχωρεῖ ἤ κατακρίνει; Ἐνισχύει τήν πίστη ἤ τήν ἀπιστία; Εὐχαριστεῖ ἤ αἰσχρολογεῖ; Ὑμνεῖ ἤ βλασφημεῖ; Πόσο σοφά λέει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος: «εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατός χαλιναγωγῆσαι καί ὅλον τό σῶμα» (Ἰακ. 3, 2). Ἡ πολυλογία πάλι εἶναι ὁ θρόνος τῆς κενοδοξίας, ἐνῶ ἡ σιωπή εἶναι μητέρα τῆς προσευχῆς καί κρυφή προκοπή. Μέσα ἀπό τή σιωπή συνομιλεῖ κανείς μέ τόν Θεό, πού ἀκούει ὅ,τι τοῦ λέμε χωρίς νά χρειάζονται λόγια καί λέξεις. Γι’ αὐτό, λοιπόν, «Θοῦ Κύριε φυλακήν τῷ στόματί μου καί θύραν περιοχῆς περί τά χείλη μου» (Ψαλμ. 140, 3) μέ τήν ἐγκράτεια. Μικροί μᾶς ἔλεγαν: «τή γλῶσσα σου ἅμα κρατεῖς εἶσαι μεγάλος νικητής».
3) Ἐγκράτεια στ’ αὐτιά. Προσέχεις τί ἀκοῦς; Ἐλέγχεις τήν πηγή καί τίς προθέσεις, τά κίνητρα ἐκείνων πού λένε ἤ διαδίδουν κάτι; Γιατί εὔκολα μπορεῖ νά πέσεις στό ἁμάρτημα τῆς κατάκρισης. Κλείσε ἐπίσης τ’ αὐτιά σου σ’ ὅλα ἐκεῖνα τά γαργαλιστικά ἀκούσματα πού ἀναστατώνουν μέσα σου τίς ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες καί ἐξάπτουν τήν ἀρρωστημένη φαντασία καί ἄνοιξέ τα διάπλατα στό λόγο τοῦ Θεοῦ.
4) Ἐγκράτεια στά μάτια. «Διαθήκην ἐθέμην τοῖς ὀφθαλμοῖς μου» (Ἰώβ 31, 1). Ἔκανα συμφωνία μέ τά μάτια μου! Αὐτή ἡ πύλη εἰσόδου, πόσο συχνά μένει ἀφύλαχτη! Καί γίνεται ἡ Κερκόπορτα ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας πέφτει τό φρούριο. Ποῦ προσηλώνεις τό βλέμμα σου, ποῦ ἑστιάζεις τήν προσοχή σου; Πόσο σέ παγιδεύει ὁ βομβαρδισμός τῶν εἰκόνων τῆς ἐποχῆς μας; Πόση ἀκαθαρσία ἐπιτρέπεις κάθε μέρα νά εἰσέρχεται ἀπό αὐτές τίς εἰσόδους ἀπό τούς ἐμπόρους τοῦ θεάματος;
5) Ἐγκράτεια στήν ἐμφάνιση. Σχεδιαστές καί οἶκοι ραπτικῆς μέ τεράστια συμφέροντα, προσπαθοῦν νά ἐπιβάλλουν τρόπους ἔνδυσης μέσω τῆς μόδας σέ μικρούς καί μεγάλους. Οἱ ἴδιοι ὁμολογοῦν δημόσια ὅτι στόχος τους εἶναι νά ἀναδείξουν τή θηλυκότητα τοῦ γυναικείου σώματος ἤ τήν ἀρρενωπότητα τοῦ ἀνδρικοῦ, νά τό κάνουν νά αἰχμαλωτίζει τά βλέμματα πάνω του, νά προκαλεῖ. Παρ’ ὅλη τήν προσπάθεια νά γίνει ἡ μόδα νόμος καί κανόνας γιά ὅλους, ὁφείλουμε οἱ πιστοί νά εἴμαστε καί στό κεφάλαιο αὐτό εὐπρεπεῖς.
Κι ἄν αὐτό ἰσχύει στήν καθημερινή ζωή, πόσο μᾶλλον ὅταν προσερχόμαστε σέ χώρους ἱερούς, σέ προσκυνήματα, στό ναό. Τείνει νά καθιερωθεῖ οἱ προσκεκλημένοι σέ κάποιο γάμο ἤ βάπτιση, νά προσέρχονται μέ τέτοια ἐμφάνιση σά νά κάνουμε ὄχι μυστήριο ἤ προσευχή, ἀλλά ἐπίδειξη μόδας καί μάλιστα ἐξεζητημένη.
Ἡ Ἐκκλησία δέν πῆρε ποτέ τή μεζούρα γιά νά κόψει καί νά ράψει τά ροῦχα τῶν πιστῶν. Ὑποδεικνύει ὅμως ὅτι ἡ ἐξωτερική ἐμφάνισή μας δέν πρέπει νά μειώνει τήν πνευματική ἐσωτερική ὀμορφιά. Νά μήν φυγαδεύει τήν αἰδώ μέ τήν ἀναίδεια, νά εἶναι σεμνή καί ὄχι ἄσεμνη, νά ἐμπνέει σεβασμό, νά προβάλει τήν εὐπρέπεια καί τήν ἁγνότητα καί ὄχι τήν ἐκκεντρικότητα. Νά μήν προκαλεῖ ἠθική ζημιά σ’ ὅποιον δέχεται τά μηνύματά της.
6) Ἐγκράτεια στούς λογισμούς καί τή φαντασία. Ἔλεγε κάποιος. Δέν μπορεῖς νά ἐμποδίσεις τά πουλιά νά πετᾶνε πάνω ἀπό τό κεφάλι σου. Μπορεῖς ὅμως νά τά ἐμποδίσεις νά κάνουν τή φωλιά τους ἤ τίς ἀκαθαρσίες τους πάνω στό κεφάλι σου. Ἔτσι εἶναι καί οἱ πονηροί λογισμοί. Ὅμως μέ τήν ἐγκράτεια θά ἐλέγχουμε ἀκόμα καί τίς σκέψεις μας.
Ἀλλά «τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. 18, 27). Ὅπως κάθε ἀρετή ἔτσι καί ἡ ἐγκράτεια, εἶναι ἀνέφικτη μέ τίς δικές μας δυνάμεις ἀλλά ἐφικτή μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ὅπως κάθε ἀρετή ἔτσι καί ἡ ἐγκράτεια, εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22-23). Ἄς ἀναλάβουμε μέ χαρά τήν «πάνοπλο ἐγκράτεια». Μόνο μ’ αὐτή μποροῦμε νά ἀντισταθοῦμε στήν κατά μέτωπο ἐπίθεση τοῦ κακοῦ καί νά ἀνακόψουμε τήν εἰσβολή του μέσα μας, πού συνεργαζόμενο μέ τό Ἐγώ μας προσπαθεῖ νά μᾶς ἐπιβάλλει τή δικτατορία τῆς ὕλης ἐπάνω στό πνεῦμα.
Εὐχηθεῖτε Σεβασμιώτατε, σ’ αὐτόν τόν δρόμο, «στή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό» (Ματθ. 7, 14), τήν ὁδό τῆς αὐταπάρνησης, τῆς ἄσκησης καί τῆς ἐγκράτειας, στό δρόμο τοῦ Σταυροῦ, νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός νά βαδίσουμε κι ἐμεῖς. Τώρα κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς πρός τήν Ἀνάσταση, ἀλλά καί καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς μας πρός τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.