Ο ΚΑΤΗΧΗΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΗΧΟΥΜΕΝΟΙ
Καθώς εἰσήλθαμε στήν Δ΄ ἑβδομάδα τῆς εὐλογημένης καί ἱερᾶς περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, πραγματοποιήθηκε τή Δευτέρα 19 Μαρτίου ἡ Σύναξη τῶν Κατηχητῶν καί Κατηχητριῶν τῶν Ἐνοριῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἄνω Καλαμακίου.
Ἡ Σύναξη ξεκίνησε στίς 6.00 μ.μ. μέ τήν κατανυκτική Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἀποδείπνου. Ἐν συνεχείᾳ, ἐντός τοῦ χώρου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ. Συμεών παρουσίασε τόν εἰσηγητή, τόν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Ἐφραίμ Τριανταφυλλόπουλο, Πρωτοσύγκελλο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σισανίου καί Σιατίστης, ὁ ὁποῖος καί ἀνέπτυξε τό θέμα «Ὁ κατηχητής καί οἱ κατηχούμενοι ἀντιμέτωποι μέ τίς σύγχρονες προκλήσεις».
Μετά τήν ὁλοκλήρωση τῆς Ὁμιλίας, ἀκολούθησε γόνιμος καί ἐποικοδομητικός διάλογος, πού ὁ π. Ἐφραίμ ἔδωσε ἐμπνευσμένες ἀπαντήσεις σέ διάφορα ἐρωτήματα πού τέθηκαν ἀπό τήν κατηχητική πράξη.
Ἀναχωρώντας ἀπό τή Σύναξη αὐτή, καθένας ἔλαβε ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας κ. Συμεών ὡς εὐλογία τό βιβλίο τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ἐπισκόπου Ροστώφ, τοῦ θαυματουργοῦ (1651-1709), μέ τίτλο «Πνευματικό ἀλφάβητο», τό ὁποῖο προσαρμοσμένο στά εἰκοσιτέσσερα γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, καθορίζει τά θεμέλια καί τά πλαίσια τῆς ὀρθόδοξης πνευματικῆς ζωῆς.
Ἀκολουθεῖ ἡ ὁμιλία τοῦ π. Ἐφραίμ Τριανταφυλλοπούλου (χωρίς τίς προσφωνήσεις καί τίς ὑποσημειώσεις).
* * *
Ο ΚΑΤΗΧΗΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΗΧΟΥΜΕΝΟΙ
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΙ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
ὑπό τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Ἐφραίμ Τριανταφυλλοπούλου,
Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱ. Μητρ. Σισανίου καί Σιατίστης
Δέν βρίσκομαι ἀνάμεσά Σας, μέ σκοπό νά κάνω μιά διάλεξη ἀκαδημαϊκοῦ χαρακτήρα. Ἄλλωστε καί οἱ ἀκαδημαϊκές διαλέξεις ἔχουν κι αὐτές τή θέση τους. Ἔχω ὅμως τήν ἐντύπωση ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Ποιμενάρχη Σας πρός Ἐσᾶς, ἡ ἀγάπη Σας ἐπίσης γιά τά παιδιά καί τούς νέους πού ἔχετε τήν τιμή καί τήν εὐλογία ἀπό τόν Θεό νά κατηχεῖτε, πρᾶγμα σοβαρό καί ἐπίπονο, ἀλλάζουν τό χαρακτήρα αὐτῆς τῆς συνάντησής μας σέ μιά ἐκκλησιαστική ἐμπειρία, ὥστε νά νιώσουμε πιό ἔντονα ἴσως ἀπό ὅτι στίς συναντήσεις ἀκαδημαϊκοῦ χαρακτήρα, μέλη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου.
Ὀφείλω καταρχήν νά Σᾶς εὐχαριστήσω Σεβασμιώτατε γιά τήν τιμή καί τήν ἐπιλογή στό πρόσωπό μου νά διαπραγματευτῶ ἕνα θέμα δύσκολο, ἀλλά πού ἔχει νά κάνει μέ μιά σπουδαία λειτουργία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὅπως αὐτή τῆς Κατήχησης καί ἐλπίζω ἡ ἀνάπτυξη τοῦ θέματός μου νά μήν εἶναι πολύ κατώτερη τῶν προσδοκιῶν Σας.
Ἄν μπορούσαμε νά «δοῦμε», ἔτσι ἀνθρωποπαθῶς τό λέγω, κάθε τοπική Ἐκκλησία σάν ἕνα τεράστιο ἀνθρώπινο σῶμα πού νά καλύπτει τό γεωγραφικό της ἐμβαδόν, μποροῦμε νά θυμηθοῦμε τόν Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας πού λέει ὅτι Κεφαλή τοῦ σώματος αὐτοῦ εἶναι ὁ ἐπίσκοπος, οἱ Ὀφθαλμοί τῆς Κεφαλῆς εἶναι οἱ κληρικοί του, ἡ ὡραιότατη Κόμη τῆς Κεφαλῆς εἶναι οἱ μοναχοί καί τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματος εἶναι οἱ πιστοί. Ἄρα καταλαβαίνουμε πόσο ἀλληλένδετοι εἴμαστε μεταξύ μας, καί πόσο ὀφείλουμε νά ζοῦμε αὐτή τήν εὐλογημένη ἀλληλεξάρτηση καί νά τή μεταδίδουμε κιόλας.
Πῶς θά μπορούσαμε νά φέρουμε στό μυαλό μας ὅτι κάθε τοπική Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἕνα νοητό σπήλαιο ὅπου μέσα της ὁ Χριστός ἀενάως γεννᾶται κι ἐμεῖς πού ἀνήκουμε σ’ αὐτήν τήν Ἐκκλησία βιώνουμε τή μετοχή μας σ’ αὐτό τό γεγονός ὑπαρξιακά καί ὁλοσώματα, μέσα στό νοῦ μας, τό σῶμα καί τήν καρδιά μας! Τό μυστήριο τοῦ ἔνσαρκου Χριστοῦ δηλαδή. Ἴσως κάποια τέτοια ἐμπειρία νά θυμόμαστε στά παιδικά μας χρόνια πού μέ τόν τρόπο της μᾶς σημάδεψε. Εἶναι πάντοτε πολύτιμο τό σεντούκι τῶν ἀναμνήσεων, ὅταν σωστά ἐκτιμηθεῖ.
Ἕνας Ρουμάνος κληρικός κάποτε στήν Κωνσταντινούπολη μοῦ εἶπε τό ἑξῆς: Τό παρελθόν μας καί οἱ ἀναμνήσεις μας πάτερ, ἀποτελοῦν τόν παράδεισό μας, ἀπό ὅπου κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς βγάλει. Αὐτό βέβαια σημαίνει νά κατανοεῖ κανείς τό μυστήριο τοῦ χρόνου ἐν τῇ αἰωνιότητι, ὅπου συγκεφαλαιώνονται τόσο τό παρελθόν, ὅσο καί τό παρόν καί τό μέλλον. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀξιολογεῖ σωστά τά περιστατικά τοῦ βίου του καί βλέπει τήν εὐλογημένη παρουσία τοῦ Κυρίου δίπλα του ἀνά πᾶσα στιγμή. Καμία σχέση δέν ἔχει αὐτό πού λέμε ἐδῶ μέ ἀγχωτικές καταστάσεις καί πολέμους λογισμῶν πού ἔχουν νά κάνουν μέ διάφορες περιόδους τῆς ζωῆς μας, καί ὅπου ἡ σχέση μας μέ τό χρόνο διαταράσσεται.
Γιά νά μιλήσω μέ ἕνα σύγχρονο παράδειγμα σχετικά, θά Σᾶς ἀναφέρω τό Γάλλο συγγραφέα Μαρσέλ Προύστ, ὁ ὁποῖος στό σπουδαῖο πολύτομο ἔργο του «Ἀναζητώντας τόν χαμένο χρόνο», μιλάει γιά μιά τέτοια καλοῦ τύπου κατάδυση στό παρελθόν, μάλιστα στήν παιδική του ἡλικία, ἀπ’ ὅπου ἀντλεῖ παρηγοριά, καλή παρηγορία, παραμυθία. Τόν ἐγκωμιάζει ὁ δικός μας Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ἄλλωστε τόν θεωρεῖ δάσκαλό του σέ θέματα ὑφολογικά, λέγοντας ὅτι στίς περιπτώσεις πού συμβαίνει αὐτό στόν Προύστ, ἀντλεῖ παρηγορία ἀπό τό φρέαρ τῆς αἰωνιότητας.
Μή βιαστοῦμε νά μιλήσουμε γρήγορα γιά πλάνη ἐδῶ, γιατί δέν μποροῦμε νά φυλακίσουμε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ». Μποροῦμε νά κάνουμε τήν ἁπλή σκέψη ὅτι ὁ Θεός μας, ἐπειδή γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους σταυρώθηκε, γιά ὅλους πόνεσε καί ἔχοντας ὑπόψη τίς συχνές κρίσεις ἄσθματος τοῦ Μαρσέλ, ἐντεινόμενες μάλιστα ἀπό τό ὑγρό καί τραχύ κλίμα τοῦ Παρισιοῦ, τοῦ ἔδινε κάποιες μορφές παρηγοριᾶς σάν κι αὐτή. Ἐμεῖς θά Τοῦ βάλουμε ὅρια τοῦ Θεοῦ μέχρι ποῦ θά πάει;
Γιατί Σας τά λέω ὄλ’ αὐτά; Γιά νά Σᾶς μιλήσω γιά τό παρελθόν τοῦ ἀνθρώπου, εἰδικά τοῦ ἐκκλησιαζόμενου, λαϊκοῦ ἤ κληρικοῦ, κατηχητῆ ἤ κατηχούμενου καί γιά νά Σᾶς μεταδώσω κάτι. Κάνοντας κι ἐγώ μέ τή σειρά μου μιά κατάδυση στό παρελθόν μου, θέλω νά εὐχαριστήσω τόν Θεό γιά τούς ἀνθρώπους πού γνώρισα σάν κατηχητόπουλο. Ἡ μητέρα μου κι ἐγώ, νά σκεφτεῖτε, εἴχαμε τόν ἴδιο κατηχητή. Ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε πολύ τήν Ἐκκλησία, πολύτεκνος, κουρέας κατά τό ἐπάγγελμα. Ἀποτελοῦσε γιά μᾶς τότε, σημεῖο παρηγορίας καί ἑνότητας.
Στά χρόνια τῆς μητέρας μου, ἀνέβαινε ἡ Κατηχητική Ὁμάδα στίς φυλακές τοῦ Κορυδαλλοῦ, συνήθως τά Χριστούγεννα, καί ἔπαιζαν θεατρικά ἔργα πρός ψυχαγωγία τῶν ἐκεῖ φυλακισμένων! Κρεμόμασταν ἀπό τά χείλη του. Μιλοῦσε πολύ ἁπλά. Μᾶς μοίραζε τίς γνωστές εἰκονίτσες καί γράφαμε σ’ ἐκεῖνα τά πανέμορφα μπλέ βιβλιαράκια τό δίδαγμα καί τό ρητό. Εἴμασταν τότε πάνω ἀπό ἑξήντα-ἑβδομήντα παιδιά δημοτικοῦ στήν ἐνορία μας. Οἱ ἐκδρομοῦλες, οἱ γιορτές. Ὕστερα ἦρθε καί τό πίγκ-πόνκ, ἄλλες συζητήσεις, ἄλλες ἐμπειρίες.
Τό ἴδιο κρεμόμασταν ἀπό τά χείλη ἑνός ἄλλου σπουδαίου ἐκκλησιαστικοῦ ρήτορα καί ἡγέτη, τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Νικαίας Γεωργίου Παυλίδου. Ὄμορφα χρόνια, μέ ἐκδηλώσεις, μέ ὀρατόρια, μέ παραστάσεις μέσα σέ στάδια, ἀπό ἦχο καί φῶς, ὅπως τό «Ἡ Σμύρνη καίγεται», πού ἀνέβαζαν δάκρυα κατάνυξης στά μάτια σέ χιλιάδες θεατές.
Ἦρθαν κατόπιν τά χρόνια τῆς ἀμφισβήτησης, ὁ λίβας πού δοκίμασε σάν σέ χωνευτήρι τήν προαίρεσή μας καί τά ὅσα μάθαμε, τό αὐθεντικό ὑπόλοιπο ὅλων αὐτῶν πού ἀπέμεινε ὡς μαγιά καί γιά τούς ἑπόμενους καί ἡ δακρύβρεκτη ἐπιστροφή, ὅπου ὅλα ἔχουν σημανθεῖ διαφορετικά, μέσα σ’ ἕνα σύννεφο δόξας καί παρηγοριᾶς. Ἀλλά ὑπάρχουν καί τά νεκρά, πλέον, ὑπόλοιπα τῶν ὅσων ἀγαπήσαμε σάν δικλεῖδες ἀσφαλείας γιά νά μήν παλινδρομήσουμε.
Τί σήμαινε γιά μᾶς τότε κατηχητής; Ἐλευθέριος Ζιόμπολας!
Τί σήμαινε δεσπότης; Νικαίας Γεώργιος! Ἡ παρουσία τους στή ζωή μας ἦταν ἡ ὄντως Κατήχηση: μιά ζωντανή παραπομπή στό Ζῶντα Χριστό καί τό Σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία. Ἀρκεῖ μόνο τό βλέπειν σε!
Θέλω νά πῶ μέ ὅλ’ αὐτά ὅτι σέ μᾶς τότε, νομίζω καί τώρα καί πάντα, ἔπαιζε, παίζει καί θά παίζει ρόλο τό πρόσωπο τοῦ Κατηχητῆ μας. Ποιός κάνει τό κατηχητικό, σέ ποιόν ἀναθέτει ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ Ἐπισκόπου τήν Κατήχηση. Ξέρουμε ὅτι στά πρῶτα χριστιανικά χρόνια τήν Κατήχηση ἀναλάμβανε ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίσκοπος. Αὐτό δείχνει τό πόση μεγάλη σημασία ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία στό Κατηχητικό ἔργο. Ἀξίζει νά διαβάσουμε ὅλοι τά ὑπέροχα κείμενα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων γιά νά φανεῖ τί ἐννοοῦμε.
Στό πρόσωπο τοῦ Κατηχητῆ μας ἀναπαυόμασταν, στήν καρδιά του φωλιάζαμε. Τόν ἐμπιστευόμασταν. Βλέπαμε ὅτι τό νά κατηχεῖ ἦταν γι’ αὐτόν ὑπαρξιακή προσταγή, ὅπως λέμε. Ἡ στάση του θύμιζε τό παύλειο «ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται, οὐαί δέ μοι ἐστίν, ἐάν μή εὐαγγελίζωμαι». Καί, ἄν καί γινόντουσαν καί λάθη, πολλά λάθη κάποτε, τελικά ἡ καλή του προαίρεσή μας ἄφηνε μιά γεύση παρηγορίας καί μία αἴσθηση, αὐτή τῆς αὐθεντικότητας τοῦ προσώπου του.
Μεγάλο λοιπόν ρόλο παίζει ἡ πνευματική, ἄρα καί ψυχική καί σωματική συγκρότηση τοῦ κατηχητῆ. Νά ἔχει γαληνιάσει ἀπό σοβαρά πάθη, γιατί ἄν δέν μπορεῖ νά «κάνει καλά» τόν ἑαυτό του, πῶς θά κατηχήσει τούς ἄλλους; Ποιά θά εἶναι τά ἀποτελέσματα τῆς σπορᾶς του; Πολλές φορές τέτοιου εἴδους ἐσωτερικές ἀτακτοποίητες καταστάσεις βγαίνουν πρός τά ἔξω μέ μιά διάθεση δημιουργίας ὁμάδων μέ φανατικό πνεῦμα πού ἐχθρεύονται οἱ μέν τίς δέ, ἀκόμα καί μέσα στό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Χώρια τό ὅτι χρίουμε ὡς «καλά» παιδιά τά παιδιά τοῦ Κατηχητικοῦ Σχολείου, ἐνῶ τά ἄλλα παιδάκια πού δέν πᾶνε στό Κατηχητικό εἶναι κακά παιδιά. Ἀντιλαμβανόμαστε ὅλοι πολύ καλά τί ἐννοῶ καί πόσο ὀλέθριο εἶναι στή σημερινή ἐποχή, ἐποχή προσλήψεως ὁτιδήποτε αὐθεντικοῦ ἐν Χριστῷ ὑπάρχει σέ ὁποιονδήποτε χῶρο, ὁ Κατηχητής νά καλλιεργεῖ μιά τέτοια δυαλιστική-αἱρετική ἀντίληψη στίς ψυχές τῶν παιδιῶν. Σήμερα εἶναι καιρός πρόκλησης, ἀλλά καί πρόσκλησης γιά τήν Ἐκκλησία, νά ἀνοιχτεῖ γιά νά προσλάβει: ἁμαρτία ἡ ἀπουσία ἀπό τό παρόν. Θά διαλεχθεῖ μέ τόν ὁποιονδήποτε, ὅταν Τῆς ζητηθεῖ. Ὅσο περισσότερο ἀνοίγεται καί διαλέγεται, τόσο περισσότερο γίνεται καί εἶναι Ἐκκλησία. Ὅσο περιχαρακώνεται καί ἀμύνεται τόσο προσλαμβάνει τό σωματειακό χαρακτήρα ἑνός club, πού σημαίνει κλωβός, ἕνα κλουβί «σεσωσμένων» μέ τά γνωστά ἀποτελέσματα.
Τό πρῶτο γιά τό ὁποῖο νομίζω πρέπει νά μεριμνήσει ὁ Κατηχητής, εἶναι ἡ μύηση τῶν παιδιῶν στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἴδιος νά ἐξομολογεῖται καί νά συμμετέχει ἀκωλύτως στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ νά φανερώνεται ὡς δική του ζωή καί νά ἀποτελεῖ γεγονός τῆς προσωπικῆς του ἱστορίας. Νά ζεῖ ὡς προσωπική περιπέτεια τήν μέ λαχτάρα συνεύρεση μετά τοῦ Χριστοῦ, κι αὐτή τή λαχτάρα νά μεταδίδει στά παιδιά. Νά μήν πάσχει ἀπό πνευματικές ἀγκυλώσεις ἕνεκα λογισμῶν καθαρότητας, καί νά ἔχει πάντα κατά νοῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε εἶχε πρόβλημα μέ τούς ἁμαρτωλούς, ὅσο βαριά καί νά ἁμάρταναν, ἀλλά ἀπό τούς νομιζόμενους καθαρούς, κατά τό Εὐαγγελικό λόγιο. Ἔτσι δέν θά δημιουργεῖ στά παιδιά νευρώσεις συνδρόμων ἐνοχῆς καί ἁμαρτιοφοβίας πού τά ταλαιπωροῦν ἀργότερα καθ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ βίου τους.
Εἰδικά πρέπει ὁ ἴδιος νά ἔχει ἀπεμπλακεῖ ἀπό τά σύνδρομα ἐνοχῆς, πού πολλές φορές μεταβάλλονται σέ συμπλέγματα ψευδοενοχῶν τίς ὁποῖες ἔντεχνα ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος γιά νά ἐξουθενώσει μιά ψυχή.
Ἄν τύχει καί ὁ Κατηχητής εἶναι κιόλας ὁ Κληρικός, πού ἐξομολογεῖ τά παιδιά, χρειάζεται νά δείξει τή δέουσα προσοχή, εἰδικά στήν ἐφηβική καί μετεφηβική ἡλικία. Κατά τήν ἐπιστροφή τοῦ Ἀσώτου, πέφτοντας αὐτός στήν πατρική ἀγκαλιά, ὁμολογώντας σέ γενικές γραμμές τήν πτώση του, ντύνεται τήν πρώτη στολή καί περνάει στή βασιλική τράπεζα. Δέν τόν ρωτάει μέ λεπτομέρειες ὁ πατέρας, οὔτε καί τόν παρακολούθησε βάζοντας ἐγκάθετους κατά τή διάρκεια τῆς προσωπικῆς του περιπέτειας, ἀλλά τόν καθιστᾶ ἀμέσως συνδαιτημόνα του. Ἀντιθέτως ὁ Πρεσβύτερος γιός κρατάει λογαριασμό μέ τίς πτώσεις τοῦ Ἀσώτου. Κατακρίνει, ἴσως καί συκοφαντεῖ, μισεῖ, ἐξουθενώνει. Γιατί; Ἐπειδή ἴσως ποτέ δέν ἔνιωσε τήν παρουσία τοῦ καλοῦ Πατέρα στή ζωή του, πρᾶγμα πού ἀποτελεῖ ἤδη ἐμπειρία γιά τόν πρώην Ἄσωτο.
Εἶναι πολύ σημαντικό νά ἐπιμένουμε ὡς Κατηχητές περισσότερο στή λύπη πού προξενοῦμε στόν Θεό μέ τίς πτώσεις μας, γιατί ἐλεύθερα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, δέν Τόν ἀφήνουμε νά κάνει αὐτό πού μανικά ἐπιθυμεῖ: νά μᾶς ἀγκαλιάσει. Ὄχι διδασκαλία ἐνοχική. Ἡ ἐνοχή ἔχει νά κάνει μέ ψυχοσυναισθηματικά μεγέθη, δέν εἶναι σωστή πνευματικά στάση. Τολμῶ νά πῶ ὅτι οὔτε ἡ διάκριση καλῶν-κακῶν ἐνοχῶν διορθώνει αὐτή τή στάση. Τί πάει νά πεῖ καλή ἐνοχή; Αὐτή πού θά μέ πάει στόν ἐξομολόγο; Κι ἄν ἐκεῖ ἀπαλλαγῶ ἀπό τήν ἐνοχή εἶμαι καλός; Εἶναι αὐτό ἀλήθεια ἤ ψευδαίσθηση;
Οἱ Πατέρες, ξέροντας πολύ καλά τό παιχνίδι ἀπωθήσεων-προβολῶν μᾶς προτείνουν, μέσα ἀπό τή βιοτή τους, νά περάσουμε ἀπό τή νηπιώδη φάση καλῶν-κακῶν ἐνοχῶν καί ἀπουσίας-παρουσίας ἐνοχῶν στή δημιουργία, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἑνός αἰσθήματος μονίμου πένθους στήν καρδιά, τό ὁποῖο δέν θά μᾶς ἐγκαταλείπει οὔτε ὅταν ἁμαρτάνουμε, οὔτε –τό κυριότερο– ὅταν δέν ἁμαρτάνουμε. Μᾶς μαθαίνουν λοιπόν ὅτι εἴτε ἁμαρτάνει, εἴτε δέν ἁμαρτάνει ὁ ταπεινός βρίσκεται κάτω ἀπ’ ὅλους καί ὅλα. Κανένας χῶρος γιά τουπέ καί γιά «πόζα». Οὔτε ὅταν ἁμαρτάνει συνεπῶς ἀπελπίζεται, οὔτε ὅταν δέν ἁμαρτάνει ὑπερηφανεύεται. Βρίσκεται πάντοτε ὑποκάτω πάσης κτίσεως. Ἄλλωστε οἱ ἐν ἀγνοίᾳ πτώσεις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολύ περισσότερες ἀπό τίς ἐν γνώσει, ἀλλά καί ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μιλάει γιά ἁμαρτία πού γίνεται καί μόνο μέ τή σκέψη. Ποῦ ὑπάρχει, λοιπόν, χῶρος γιά «καθαρότητα», ὅταν σέ ὅλα φταίει αὐτός ποῦ ἔφταιξε σέ ἕνα; Ξέρει, συνεπῶς, ὁ ταπεινός, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὅταν στέκεται ἐκεῖ πού πρέπει, ὁ Θεός τόν καλύπτει μέ τή χάρη Του καί δέν φαίνονται τά πάθη του, ἐνῶ ὅταν πέφτει εἶναι ἡ Χάρη πού ἀπομακρύνεται καί τόν ἀποκαλύπτει. Ποῦ νά σταθεῖ λοιπόν γιά νά ὑπερηφανευτεῖ; Κι ὅταν μάλιστα ξέρει τά πλήθη τῶν ἀνομιῶν του καί τῶν κακῶν του λογισμῶν καί γνωρίζει ὅτι παρά ταῦτα ὁ Θεός τόν ἀνέχεται καί τόν ἐπισκέπτεται γιατί τόν ἀγαπᾶ, γιατί εἶναι ὁ καλός πατέρας του, περισσότερο ταπεινώνεται καί περισσότερο πενθεῖ, ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει, βιώνοντας αὐτό πού οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζουν χαρμολύπη.
Αὐτή ἡ κατάσταση μονίμου πένθους πρέπει νά κατοικοεδρεύει στήν καρδιά τοῦ Κατηχητῆ. Αὐτή τήν κατάσταση πρέπει νά περάσει σιγά σιγά καί στούς Κατηχουμένους του. Ἀλλιῶς δημιουργοῦνται σχέσεις ἀλληλεξαρτήσεων, νοσηρά φαινόμενα γκουρουισμοῦ μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἔλλειψη σταυρικοῦ φρονήματος, κλίμα ψυχολογικῶν ὑποβολῶν, ψυχαναγκασμοί κλπ. Κοντολογίς ὅποιος δέν σταυρώνει τόν ἑαυτό του θά σταυρώνει τούς ἄλλους.
Ἐπιμένω, βλέπετε, πολύ στό θέμα τῆς ψυχοπνευματικῆς προετοιμασίας τοῦ Κατηχητῆ θεωρώντας πάρα πολύ σημαντική μιά τέτοια διακονία τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας ἐμπιστεύεται. Ἄλλωστε ἡ Κατήχηση ἀποτελεῖ ὄψη τόσο τῆς Ποιμαντικῆς, ὅσο καί τῆς Ἱεραποστολῆς. Ἐπειδή οἱ ψυχές εἶναι συγκοινωνοῦντα δοχεῖα, ὅ,τι ἔχει κανείς, αὐτό καί μεταδίδει. Εἶναι πολύ λυπηρό σήμερα νά συναντᾶ κάποιος ἄντρες καί γυναῖκες, κατασταλαγμένους πνευματικά νά τοῦ λένε ὅτι γλύτωσαν ἀπό τίς ἄσχημες ἐπιρροές τοῦ Κατηχητικοῦ, καί βρῆκαν τήν ἡσυχία τους, καί νά στέκουν πολύ ἐπιφυλακτικοί ἀπέναντι στό ἔργο τῆς Κατήχησης. Νά τοῦ λένε ὅτι γνώρισαν ἁγιασμένους κληρικούς καί μοναχούς, ὅπως τόν πατέρα Ἰάκωβο Τσαλίκη ἤ τό γέροντα Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη καί ἔνιωσαν τί σημαίνει ἡ ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ πού δέν εἶχε καμία σχέση μ’ αὐτά πού ἔμαθαν στό Κατηχητικό.
Εἶναι πολύ λυπηρό ἐπίσης νά συναντᾶ ἄντρες καί γυναῖκες πού νά τοῦ λένε ὅτι πάσχουν ἀπό μόνιμες φοβίες καί συμπλέγματα ἐνοχῶν λόγω αὐτῶν πού ἄκουγαν στό Κατηχητικό. Ὀξύτατα ψυχολογικά προβλήματα πού τούς κάνουν νά μήν αἰσθάνονται καί νά μήν εἶναι τελικά, κατάλληλοι οὔτε γιά τό γάμο, οὔτε γιά τό μοναχισμό.
Γι’ αὐτό, ξαναλέγω, εἶναι πάρα πολύ σημαντικό τό πρόσωπο πού διακονεῖ ἕνα τέτοιο ἔργο.
Ἄν τό πρόσωπο αὐτό εἶναι ὄντως εὐλογημένο, εὐλογημένη ἀποβαίνει καί ἡ ὅλη διακονία του, χρειαζούμενη ὅσο ποτέ στούς ἔσχατους καιρούς, ὅπου τά κηρύγματα τῆς Νέας Ἐποχῆς τείνουν νά ἀποκτήσουν ἀκαμψίαν ἀδριάντος καί νά γίνουν καθεστώς. Τά Κατηχητικά σχολεῖα αὐτή τήν ἐποχή, ἄν προσεχθεῖ ἡ ὅλη διαδικασία θά ἀποτελέσουν τούς παροχεῖς τῶν πνευματικῶν ἐμβολίων πού θά ἐφοδιάσουν τό Σῶμα μέ τά ἀπαραίτητα πνευματικά ἀντισώματα, ὥστε ὄχι ἁπλῶς νά ἀναχαιτίσουν τίς κακές πνευματικές ἐπήρειες ὁποθενδήποτε κι ἄν προέρχονται, ἀλλά νά περάσουν στήν καί «ἀντεπίθεση», ἄς ποῦμε, καί νά μεταμορφώνουν ἐν τῷ ἀγαθῷ καί διά τοῦ ἀγαθοῦ τό κακό.
Δέν φοβόμαστε οἱ Ποιμένες, Ἱεραπόστολοι καί Κατηχητές, ὅσο, αὐστηροί ὄντες μόνο μέ τόν ἑαυτό μας, ἐπιεικέστατοι μέ τούς ἄλλους, ζοῦμε σάν κέντρο καί καρδιά τῆς ὕπαρξής μας τήν Εὐχαριστιακή Τράπεζα, τή Θεία Λειτουργία. Εἶναι ἡ καρδιά πού στέλνει τό ζωοποιό Αἷμα σέ ὅλο τό Σῶμα. Σκοπός τοῦ Κατηχητῆ, ἄς γίνει ἡ μέ ἐπίγνωση ὅλο καί συχνότερη συμμετοχή τοῦ ἰδίου, ὅσο καί τῶν παιδιῶν πού κατηχεῖ στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ ἑρμηνεία ἐπίσης, ἡ συμμετοχή καί ἡ ἀπόλαυση. Ὅλα τά ἄλλα πρέπει νά συναρμολογοῦνται πέριξ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Καί τό παιχνίδι καί ἡ ψυχαγωγία καί ἡ ἐκδρομή καί ἡ γιορτή καί τό κομπιοῦτερ, ἄν θέλετε, μέ κάποιες προσωπικές μου ἐπιφυλάξεις. Ἄλλωστε πρέπει νά ὡριμάσει τό παιδί γιά νά καταλάβει τήν εὐλογία, τολμῶ νά πῶ τοῦ Διαδικτύου, τό πῶς δηλαδή τό Ἴντερνετ μπορεῖ νά ἀποβεῖ δεύτερος ἐκκλησιαστικός ἄμβωνας. Γι’ αὐτό πρέπει νά εἴμαστε πολύ προσεκτικοί στήν ἐπαφή τῶν παιδιῶν μέ τό Διαδίκτυο, ὄντας καταρχήν προσεκτικοί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
Κάποτε, σέ μιά μου συνέντευξη, ἕνας δημοσιογράφος χρησιμοποίησε τή λέξη baby-parking γιά τίς αἴθουσες τῶν Κατηχητικῶν σχολείων. Τοῦ δίνω ποσοστό δικαίου. Δέν εἶναι κακό τό νά λειτουργεῖ καί ἔτσι. Σημασία ἔχει τή στιγμή πού κάποιος «παρκάρει» τό παιδί του στό χῶρο τῆς αἴθουσας τοῦ Κατηχητικοῦ, ποῦ τό ἀφήνει καί ποιόν συναντάει ἐκεῖ τό παιδί του. Ἄν γίνεται καλή δουλειά, τό παιδί σιγά-σιγά θά «κατηχήσει» μέ τόν τρόπο του καί τούς γονεῖς του. Ἔχουμε περιπτώσεις σωστῆς κατηχητικῆς ἐργασίας στά παιδιά, ἡ ὁποία μετά ἀπό λίγο καιρό, ἔφερε καί τούς γονεῖς στήν Ἐξομολόγηση, στήν παρακολούθηση Σχολῶν Γονέων καί στή Θεία Εὐχαριστία.
Ἔμαθα νά μήν εἶμαι ἐπιεικής στούς ἀνθρώπους, συγχωρέστε μέ, οὔτε στόν ἴδιο μου τόν ἑαυτό, ὅταν κάποιος, οὔτε ἐγώ ὁ ἴδιος, δέν μαθαίνει ἀπό τό λάθος του. Καί δέν ἀφαιρῶ τήν εὐθύνη γιά τήν πτώση του (μου) κολακεύοντας τά αὐτιά του (μου). Δέν ἀφαιρῶ τήν εὐθύνη ἀπό τόν ἄλλον στόν ὄνομα τῆς ὁποιασδήποτε ὑπακοῆς στό πρόσωπό μου.
Μέ τόσες παρανοήσεις στήν πνευματική ζωή, βλέπουμε ἀνθρώπους νά μήν ἀναλαμβάνουν τήν εὐθύνη τῆς ὅποιας λανθασμένης τους ἐπιλογῆς λόγω «ὑπακοῆς» σέ κάποιο Γέροντα. Ἥρωες πού τόσο ὑποφέρουν γιά τήν ὑπακοή πού κάνουν στό Γέροντα! Ἀλλοίμονο καί στό Γέροντα καί σ’ αὐτούς πού κάνουν μιά τέτοια «ὑπακοή», ἀκόμη καί γιά τή μάρκα τοῦ αὐτοκινήτου πού θέλουν νά ἀγοράσουν ἤ τοῦ σπιτιοῦ στό ὁποῖο θέλουν νά μείνουν. Ἀλλοίμονο καί σ’ αὐτούς πού «ὑπακούοντας» ἔτσι, κατηχοῦν ἄλλα πρόσωπα, εἴτε λαϊκοί εἶναι, εἴτε, ἀκόμη χειρότερα, κληρικοί. Πρόκειται γιά νοσηρά γκουρουιστικά περιβάλλοντα, οὐδεμία σχέση ἔχοντα μέ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας καί πού, δυστυχῶς, εὐδοκιμοῦν στούς κόλπους της, ὡς νόθες μορφές πνευματικῆς ζωῆς, πού ἀντιγράφουν, ἁπλῶς, ἐξωτερικά στοιχεῖα ἀπό μοναστικά περιβάλλοντα.
Συνήθως μάλιστα, αὐτοί πού ἀπαιτοῦν μιά τέτοιου εἴδους ὑπακοή, δέν ἔχουν κάνει ποτέ καί πουθενά οἱ ἴδιοι ὑπακοή, παρά μόνο στό λογισμό τους. Βλέπει μάλιστα κανείς πώς δημιουργοῦν προβλήματα καί στούς κατά τόπους Ἐπισκόπους, διότι ἐπειδή τό ἔργο τους εἶναι προσωποπαγές, αἰσθάνονται ὅτι κινδυνεύει ἀπό τόν ὅποιο Ἐπίσκοπο καί τούς σύν αὐτῷ. Κάθε ἄλλο παρά Κατήχηση κατά Θεόν μπορεῖ νά ἔχουμε ἐδῶ.
Τά παιδιά, βεβαίως καί θά διδαχθοῦν τό τί πρέπει καί τό τί δέν πρέπει. Ὁπωσδήποτε καί θά μποῦν ταμπέλες σάν ὁδοδεῖκτες σέ κάποια πράγματα. Θά διδαχθοῦν ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων τό φρόνημά τους, νά μάθουν νά λένε «ὄχι» σέ κάποια πράγματα. Θά διδαχθοῦν τήν εὐλογία τῆς νηστείας. Τῆς ἐλεημοσύνης, πού εἶναι εἶδος νηστείας κι αὐτή, εἰδικά στή σημερινή ἐποχή τῆς φοβερῆς πνευματικῆς κρίσης πού μᾶς μαστίζει καί πού ἀποτελεῖ λαμπρό στάδιο γιά τήν ἄσκηση αὐτῆς τῆς ἀρετῆς.
Θά τούς μιλήσουμε ἐπίσης καί γιά τήν ἄσκηση στήν Ὀρθοδοξία. Ἡ Ἐκκλησία μας πρωτίστως εἶναι ἀσκητική. Ἄν δέν μάθουν νά λένε «ὄχι» σέ κάποιες τροφές πού τούς ἀρέσουν, δέν θά μποροῦν νά ποῦν «ὄχι» οὔτε στούς Ἐμπόρους τῶν Ἐθνῶν πού ἀργότερα πολύ πιθανό νά χτυπήσουν τήν πόρτα τους, μέσα π.χ. ἀπό τά ναρκωτικά, μέσα ἀπό διάφορες αἱρετικές-ἀποκρυφιστικές ὁμάδες καί νεοεποχίτικες πρακτικές κ.λπ.
Ἔχει εἰπωθεῖ, ὄχι ἄδικα, ὅτι τήν καλύτερη Κατήχηση προσφέρει στό παιδί ἡ ζωή τῶν γονέων του. Ἄν αὐτή ὑπάρχει, συμφωνῶ καί ἐπαυξάνω. Θά Σᾶς ἀναφέρω τήν περίπτωση ἑνός ὑπερπολύτεκνου ζευγαριοῦ γιατρῶν (μέ 8 ἤ 9 παιδιά) ἀπό τή Βόρεια Ἑλλάδα:
Μεσούσης τῆς νηστείας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων τό 1996, πέρασαν ἀπό τή Μητρόπολη. Ἐγώ, μήν γνωρίζοντάς τους, ὑπέθεσα ὅτι εἶναι κάποιο Δημοτικό Σχολεῖο μέ τούς δασκάλους τους! Μοῦ ἐξήγησαν ὅμως ὅτι, ἐπρόκειτο γιά οἰκογένεια, καί μάλιστα σέ ἐρώτησή μου γιά τό θέμα τῆς νηστείας μοῦ ἀπάντησαν πώς ὅλοι ἀνεξαιρέτως πλήν τοῦ μικρότερου, τοῦ Βενιαμίν τῆς οἰκογένειας, ὁ ὁποῖος ἔπινε καί γάλα, ἔτρωγαν μόνο ψάρι τίς μέρες πού ὑπῆρχε κατάλυση ἰχθύος, καί ἀλάδωτο τίς Τετάρτες καί τίς Παρασκευές! Σέ ἐρώτησή μου ἄν φοβήθηκαν μήν προκύψουν προβλήματα ὑγείας καί δίνοντας σημασία στήν ἀπάντησή τους διότι ἦταν γιατροί, μοῦ εἶπαν: «Ἀπό τήν πολυφαγία ὑποφέρει ὁ κόσμος, ὄχι ἀπό τή νηστεία, πάτερ. Κι ἄν ὁ Θεός τό νερό τῆς βροχῆς τό κάνει κρασί στό ἀμπέλι καί λάδι στήν ἐλιά, γιατί δέν θά μποροῦσε νά κάνει τό ψωμί κρέας μέσα στά παιδιά μας, ἄν εἶναι ἀνάγκη;»! Ἐδῶ βλέπουμε τό μυστήριο τῆς κατ’ οἶκον Ἐκκλησίας ἐν πλήρει ἀναπτύξει. Ἐδῶ ὁ Κατηχητής θά ἔλθει νά συμπληρώσει τήν κατ’ οἶκον Κατήχηση ἡ ὁποία ἔχει ἤδη ὀρθά καί εὐλογημένα ξεκινήσει.
Εἶναι σημαντικό ἐπίσης, ὁ Κατηχητής νά ἐνημερώνεται καί ἀπό τά πορίσματα τῶν Ἀνθρωπιστικῶν Ἐπιστημῶν, τῆς Ψυχολογίας, τῆς Κοινωνιολογίας, τῆς Κοινωνικῆς Ψυχολογίας, ὥστε νά γνωρίζει πῶς λειτουργεῖ τό παιδί καί ὁ ἄνθρωπος μέ σύγχρονους ὅρους. Ἐννοεῖται ὅμως ὅτι στερεωτικό ἱστό στίς ὅποιες γνώσεις του θά προσδώσει ἡ ἁγιότητα τῆς ζωῆς του, ἡ ἀγάπη του γιά τήν προσευχή καί ἡ συμμετοχή του στά σωστικά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας.
Βασικό μέλημά του νά εἶναι ἡ κατά Χριστόν προκοπή τῶν παιδιῶν πού ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἐμπιστεύτηκε διά τοῦ Ἐπισκόπου του. Νά ἀποτελεῖ ὁ ἴδιος τή σαγήνη πού προσκομίζει τά παιδιά στό Χριστό, ὄχι στόν ἑαυτό του, γιά νά φτιάξει τήν ὁμάδα του καί νά μιλάει μετά γιά τούς ἐντός καί τούς ἐκτός τῆς «σῴζουσας» ὁμάδας του ἤ νά κατασκευάζει μονίμως στό μυαλό του ἐχθρούς πού τόν ἐπιβουλεύονται κι αὐτόν καί τά παιδιά του. Νά νοιάζεται, νά ἔχει δηλαδή ἔννοια, καημό, ἄς ποῦμε, γιά τόν τρόπο ζωῆς τοῦ παιδιοῦ. Ὄχι νοσηρή περιέργεια, ὄχι παρακολούθηση, ὄχι ἀνάθεση σέ κάποια παιδιά τῆς παρακολούθησης ἄλλων παιδιῶν, ὅπερ καί τό πιό καταστροφικό.
Νά προσεύχεται γονατιστός καί ἀπό μέσα καί ἀπ’ ἔξω, δακρύζοντας νοερά, ἀλλά καί αἰσθητά γιά τά παιδιά του. Νά δίνει τά ὀνόματά τους στήν Ἱερά Πρόθεση καί νά ἀναθέτει τά προβλήματά τους, πού μπορεῖ νά εἶναι προσωπικά, οἰκογενειακά, ὑγείας κ.ἀ. στόν Χριστό. Ἀλλοιωμένος ὁ ἴδιος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά τά μαθαίνει νά προσεύχονται. Εἶναι μεγάλη ἀνακούφιση καί παρηγορία γιά τόν Κατηχητή νά ἔρχονται μετά ἀπό πολλά χρόνια παλιά του κατηχητόπουλα καί νά τοῦ λένε πώς στίς μεγάλες τους δυσκολίες, ὅσο μακριά κι ἄν βρέθηκαν, δέν ξέχασαν νά φωνάζουν τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», πού εἶχαν μάθει στό Κατηχητικό σχολεῖο, καί πώς ὁ Χριστός τελικά δέν τούς ἐγκατέλειψε.
Νά τούς περάσει μέσα στά τρίσβαθα τῆς καρδιᾶς τους τό ἦθος ἑνός λειτουργημένου ἀνθρώπου, γιά τόν ὁποῖο ἡ Θεία Λειτουργία δέν σταματάει μετά τή Θεία Λειτουργία. Ἐκκλησιοποιεῖται, ναοποιεῖται ὁ ὅλος ἄνθρωπος καί ὅπου καί νά βρεθεῖ, σέ ναό μέσα βρίσκεται. Τούς συνανθρώπους του σύν-ἐκκλησιαζομένους του τούς βλέπει. Ὡς Ἐκκλησία βλέπει καί τή φύση καί τήν κτίση, γι’ αὐτό καί ἔχει τό ἁρμόζον οἰκολογικό ἦθος πού ἀποτελεῖ ἀπάντηση στή σύγχρονη κακοποίηση τοῦ περιβάλλοντος καί τῆς φύσης.
Ποιό ἀπό τά σύγχρονα προβλήματα πού μαστίζουν τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι θεολογικό-πνευματικό; Διορθώνοντας λοιπόν τή στρεβλή θεολογία μας, πρᾶγμα πού πρέπει νά ἐκφράζεται μέσα ἀπό τόν τρόπο ζωῆς μας, χαρακτηριζόμενο ἀπό συνεχή καί ὁλοένα καί περισσότερο ἐπιγινωσκόμενη μετάνοια, διορθώνονται καί τά πέριξ. Καί προβλήματα καί καταστάσεις καί ἄνθρωποι. Ἄλλωστε πάγιο καί ἀπλανές συμπέρασμα τῆς μακραίωνης Ὀρθόδοξης Παράδοσής μας εἶναι ὅτι ἡ κρυφή πνευματική ἐργασία πού κάνει κάποιος στόν ἑαυτό του, μετατρέπεται ἀπορρήτως σέ ἐργασία στόν πλησίον του ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό καί ἕνας μεγάλος Ἁγιορείτης τῶν ἡμερῶν μας καί ἀναβιωτής τῆς ἁγιοπαλαμιτικῆς παραδόσεως στή σύγχρονη ἐποχή, ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ σπηλαιώτης καί ἡσυχαστής λέει αὐτό πού κάθε χριστιανός, πολλῷ μᾶλλον Κατηχητής, ἀκόμη περισσότερο Κληρικός τῶν ἡμερῶν μας ὀφείλει νά ἔχει ὑπόψη του: ἄν θέλεις νά ἀλλάξει ὁ πλησίον σου σέ κάτι πού σέ προβληματίζει, νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό κάποιο πάθος του, κάνε προσευχή καί μέ τή χάρη πού θά ἀποκτήσεις διῶξε το.
Γιά νά καταπολεμήσουμε λοιπόν τό ὁποιοδήποτε πάθος στόν πλησίον μας ἄνθρωπο, ὀφείλουμε νά χτυπᾶμε τό ἴδιο πάθος μέσα μας.
Ἔτσι ἀνοίγεται μπροστά μας ὁ κόσμος τῆς προσευχῆς. Ὁ ἀσκητικός κόσμος της, σκάνδαλο σέ μιά κοινωνία σάν τή σημερινή μέ τό νόμο τῆς ἥσσονος προσπάθειας νά πρυτανεύει παντοῦ. Ἀπελπισία καί ἀβεβαιότητα κυριαρχοῦν. Τό σύστημα δημιουργεῖ ὑπάρξεις ἀνελεύθερες, ἀνάπηρες νά ἀγαπήσουν καί νά ἀγαπηθοῦν. Ὅσοι τείναμε τή δεκαετία τοῦ ’80 πρός τή λογοτεχνία διαβάζαμε τό «1984» τοῦ Τζόρζ Ὄργουελ καί ἐκπλησσόμαστε γιατί μᾶς μίλαγε γιά ἕνα σύστημα πού θά μᾶς ἁλυσόδενε μέσα ἀπό πολλές ἀπαγορεύσεις. Ποῦ νά ὑποπτευθοῦμε ὅτι θά ὑπῆρχε κάτι ἀκόμη φοβερότερο: αὐτό πού «προφήτευσε» γιά τούς καιρούς μας ὁ Ἄλντους Χάξλεϋ καί μάλιστα περίπου μιά εἰκοσαετία πρωτύτερα τοῦ Ὄργουελ στό «Θαυμαστό καινούριο κόσμο»: θά καταστραφοῦμε μέσα ἀπ’ τίς ἐπιθυμίες μας. Τελικά αὐτό εἶναι τό ἐφιαλτικό: τό σύστημα ἀφήνει ἀχαλίνωτη τή φαντασίωση καί ἀνοίγει τή στρόφιγγα τῶν ἐπιθυμιῶν ἀδιάκοπα. Τό σύστημα ἐπίσης καλλιεργεῖ τό ναρκισσισμό, ἀδιαφορώντας γιά τήν καλλιέργεια τῆς σχέσης μέ τόν ἄλλον ἄνθρωπο. Ὁ ἄλλος γίνεται ἀντικείμενο χρήσης, κατάχρησης καί συμφέροντος. Παύει νά εἶναι ἕνα ἄλλο πρόσωπο δημιουργημένο κατ’ εἰκόνα Θεοῦ μέ τό ὁποῖο ἔρχομαι σέ σχέση καί κοινωνία καί συνάντηση.
Συναντιόμαστε μεταξύ μας ὡς πρόσωπα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἀλλά ἡ συνάντηση αὐτή γίνεται μέσα στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μέσα στό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του, πού γίνονται ὁ χῶρος μας καί ὁ χρόνος μας ὁ προσωπικός καί ὅλων μαζί, ὁπότε ὅλα τά μοιραζόμαστε. Μᾶς παραλαμβάνει πάλιν καί πολλάκις ἡ Ναῦς ἡ ἀπό κατακλυσμοῦ σῴζουσα. Γι’ αὐτό καί ἐρχόμαστε στό Ναό: γιά νά ἰδωθοῦμε ἐν Χριστῷ καί ἄς ἀποφεύγουμε τίς μεγαλοστομίες καί κοινοτοπίες τοῦ τύπου «πηγαίνουμε στήν ἐκκλησία γιά νά ἀποκτήσουμε πνευματικότητα, πνευματική κατάσταση, καθαρότητα, νά νιώσουμε ὄμορφα, νά ξεχωρίσουμε… κ.λπ.
Αὐτοῦ τοῦ τύπου τίς πνευματικές δυσλειτουργίες, πρέπει μέσα ἀπό τόν προσωπικό του ἀγῶνα νά τίς ἔχει ἤδη παρακάμψει ὁ Κατηχητής, ἀποκτώντας ψυχοσωματική συγκρότηση καί πνευματική κατάρτιση ἄριστες. Ἁγιότητα βίου καί ἐνημέρωση πάνω στή σύγχρονη κουλτούρα ταυτόχρονα, θά τόν βοηθήσουν ὥστε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά ἐντοπίζει τά παραπάνω καρκινώματα πνευματικῆς ζωῆς καί νά τά θεραπεύει ἐκκλησιαστικῷ τῷ τρόπῳ.
Νά προβληματιστοῦμε γιά τό ὅτι οἱ ἄνθρωποι πού ἐκκλησιάζονται δέν εἶναι χαρούμενοι. Τόν βλέπεις κοινωνάει, νηστεύει ὑπεράγαν, δείχνει συνεχῶς νά προσεύχεται, ὑπερβάλλει σέ ἐξωτερική δράση, ἀκόμη καί κατηχητική, ἀλλά στό πρόσωπό του δέν ὑπάρχει χαρά. Γιατί;
Μήπως τά κάνει ὅλα αὐτά γιά νά ξεφύγει ἀπό μιά αἴσθηση κενοῦ πού τόν βασανίζει; Τότε ἡ ὅλη κατάσταση προσιδιάζει σέ ἐργασιοθεραπεία ἀκηδιῶντος.
Μήπως γιά νά ἐξισορροπήσει δικές του ἄλλες ἐσωτερικές ἐκκρεμότητες πού ἔχουν νά κάνουν μέ πάθη ἀθεράπευτα καί ἀχαλίνωτα; Αὐτό θυμίζει μία φράση τοῦ πατρός Παϊσίου σέ κάποιους φοιτητές πού εἶχαν πάει νά τόν δοῦν σάν μέλη μιᾶς χριστιανικῆς ὁμάδας δράσης καί τοῦ τό δήλωσαν. Ὁ γέροντας τούς ἀπάντησε μέ νόημα: «Τῆς βράσης εἶστε, ὄχι τῆς δράσης» (!).
Μήπως τά κάνει ὅλ’ αὐτά γιά νά καταξιωθεῖ, νά προαχθεῖ, νά ἐξουσιάσει ἴσως; Νά κάνει νά λάμψει στά πέρατα τῆς Οἰκουμένης ἡ Ἑλλαδική Ὀρθοδοξία εἰδικά; Γιατί ἔχουμε καί τέτοιου εἴδους ἐθνοφυλετικά παραληρήματα. Ἄς μή μᾶς διαφεύγει ὅμως τό γεγονός ὅτι ὁ Ἐθνοφυλετισμός ἔχει καταδικαστεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία μας.
Ἔπειτα πῶς νά ἔρθει ἡ χαρά, ἀφοῦ σέ ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις πού προανέφερα ὑπάρχει ἔλλειψη αὐθεντικοῦ αἰσθήματος θυσιαστικῆς διακονίας; Πῶς νά ἔρθουν παιδιά στό Κατηχητικό; Πῶς νά μᾶς ἐμπιστευτοῦν; Ἀφοῦ δέν βρίσκουν χῶρο μέσα μας. Δέν βρίσκουν τόν αὐθεντικό ἄνθρωπο. Δέν βρίσκουν στέγαση, παρηγορία, πατρική καί μητρική ἀγκαλιά. Ἀφώλιαστα πουλιά ξεμακραίνουν, ἴσως, κάποτε, καί ἀπογοητευμένα. Τί θά ὠφελοῦνταν καί νά ἔρχονταν κοντά μας; Μήπως γιά νά τούς δημιουργήσουμε πλούσια συναισθηματική ἀνθοφορία πού ὅμως μετά ἀπό λίγο φυλλορροεῖ καί δέν δένει καρπό;
Μᾶς χρειάζονται πολλά δάκρυα. Ἄκουσα κάποτε ἕναν ἁγιασμένο κληρικό νά μοῦ λέει: «Ποῦ θά βροῦμε διακο-Ἐφραίμ πνευματικούς πού κάθε νύχτα γονατίζουν καί κλαῖνε ὧρες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά τά πάθη τους; Τέτοιοι πνευματικοί μᾶς λείπουν, πού νά ἐπιδίδονται σέ πυρετώδη δράση ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ τους, ἐνῶ ἐξωτερικά νά φαίνονται ἀδρανεῖς. Αὐτοί κινοῦν ὁλόκληρη τήν Ἱστορία, ἀνοίγουν καί κλείνουν τούς οὐρανούς μέ τά χνῶτα τῶν προσευχῶν τους, καλύπτουν καί τίς δικές μας ἐλλείψεις. Κοίτα νά συμμαζευτεῖς λίγο γιατί βλέπω κάποιον ἀέρα στήν ὅλη συμπεριφορά καί δράση σου. Λάθε βιώσας».
Ἤμουν διάκονος καί κατηχητής ἐκείνη τήν ἐποχή καί ἡ φράση ἀνῆκε στό μακαριστό Σισανίου καί Σιατίστης Ἀντώνιο, τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, πού συνήθιζε νά κάνει ἀθρόα χρήση ἀρχαιοελληνικῶν χωρίων στά κηρύγματά του. Ἐδῶ μέ συνέτισε μέ Ἐπίκουρο: «Ζῆσε στήν ἀφάνεια» μοῦ εἶπε διά τοῦ Ἐπίκουρου καί μέ προβλημάτισε τότε τό γεγονός γιατί ὁμολογῶ ὅτι μέσα ἀπό τήν κατηχητική καί ἐκπαιδευτική μου δραστηριότητα τότε (ἤμουν καί δάσκαλος) κάλυπτα τήν ἀνάγκη μου νά φαίνομαι κι ἐγώ σάν νέος καί «πολλά ὑποσχόμενος» κληρικός, τάση πού δέν πέρασε ἀπαρατήρητη ἀπό τόν ἔμπειρο πνευματικά Ἱεράρχη.
Θά χρειαστοῦν ὠδῖνες πνευματικές γιά νά κατανοήσει αὐτός πού διακονεῖ ἐμφανέστερα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ὅτι στόν Θεό προσφέρουμε τό τίποτά μας, τήν οὐδενία μας νά τό ποῦμε πιό πατερικά, τίς ἀποτυχίες μας στό νά ἐφαρμόσουμε τίς ἐντολές Του καίτοι ἀγωνιζόμαστε, καθώς καί τήν προαίρεσή μας. Αὐτή ἡ συνεχής σπουδή πάνω στό βίωμα τῆς ἀποτυχίας μας εἶναι ἐκείνη πού σιγά-σιγά καταστρέφει ὄχι μόνο τή θετική εἰκόνα γιά τόν ἑαυτό μας, καί μᾶς γλυτώνει ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, ἀλλά καί τήν ἀρνητική, ἡ ὁποία εἶναι ἐξίσου ψευδής, καί μᾶς γλυτώνει ἀπό τήν ἀπελπισία.
Ἔτσι παύουν σιγά-σιγά νά ἔχουν ἐξουσία οἱ λογισμοί καί οἱ φαντασιώσεις μέσα μας γιατί χάνουν τό ζωογόνο κέντρο τους πού εἶναι τό φαντασιακό ἐγώ, ἡ εἰκόνα περί τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὁ ἄνθρωπος φθάνει σ’ ἕνα σημεῖο, «φθάνει» μέ τήν ἔννοια τῆς ἄφιξης, ὅπου ἀγωνίζεται μέ φιλότιμο καί μεράκι, ὄχι ψυχαναγκαστικά -τό ψυχαναγκαστικό δέν ἔχει χαρά- ὅπου ἀφήνεται στό «ἔχει ὁ Θεός» καί «ξέρει ὁ Θεός». Ὁ Θεός ξέρει ὄντως τήν εἰκόνα τοῦ ἴδιου τοῦ σωστά ἀγωνιζόμενου κατηχητῆ καί γι’ αὐτό αὐτός δέν νοιάζεται. Δέν εἶναι δέσμιος πιά αὐτῆς τῆς φαντασίωσης πού λέγεται «καταξιωμένη δημόσια εἰκόνα», ὅπως τήν ἐννοεῖ ἡ κοινωνία σήμερα καί πού σκλάβοι της κυριολεκτικά γινόμαστε κληρικοί καί λαϊκοί μέ ἀποτελέσματα καταστρεπτικά στήν ὅλη πνευματική μας πορεία.
Εἶναι, θέλω νά πῶ, ὁ ἄνθρωπος τότε μικρό παιδί χαρά γεμάτο. Καί ὅτι καί νά κάνει ἔχει χάρη. Τή χάρη τοῦ Χριστοῦ μας. Εἴτε κατηχεῖ, εἴτε συγγράφει, εἴτε λειτουργεῖ, εἴτε ψάλλει, εἴτε σπουδάζει, εἴτε ἐξομολογεῖ, εἴτε προσεύχεται, ἐνδύεται μέ τήν ἄκτιστη αἴγλη τοῦ Χριστοῦ. Τότε ὁ Θεός πληροφορεῖ τούς ἀνθρώπους καί πηγαίνουν κοντά του, ἐνῶ αὐτός κάθε νέα διακονία πού τοῦ ἀνατίθεται τή βιώνει ὡς μία νέα ἀποτυχία, ἕνα νέο μηδενικό, πού ὅμως ὁ ἐν Χριστῷ ἀγώνας του διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, οἱ ὁποῖες κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ «ἱερουργικῶς τόν τελεσιουργοῦν εἰς ἱερωτάτην μονάδα», φέρνει αὐτή τή μονάδα δίπλα ἀπό τό μηδέν καί παίρνει «ἄριστα δέκα». Ἔτσι αἰσθάνεται ὅταν τοῦ προσάπτουν τό «ἄριστα» στήν ὅποια διακονία του: «ὁ ἄσσος ἀπό τό Χριστό μας καί τό μηδέν ἀπό μένα, λέει. Ἐπειδή συνέχεια Τόν φωνάζω, μέ ντύνει ὁ Χριστός καί μέ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι ὄχι ὅπως πραγματικά εἶμαι, ἀλλά ὅπως θέλει ὁ Χριστός νά εἶμαι. Κι ἔτσι χρησιμοποιώντας με προχωράει τό ἔργο Του».
Ἐννοεῖται πώς ἐδῶ, ἐπειδή ἔπεσε ἀπό πρίν δυνατός πνευματικός καύσωνας μέ παραχώρηση Θεοῦ, ὁπότε ἐξαφανίστηκαν καί τά ἐλάχιστα ἴχνη ἐγωισμοῦ, δέν ὑπάρχει περιθώριο γιά κατάκριση ἀπέναντι στόν ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ὅσο βαριά καί ἄν ἁμαρτάνει. Ἐπιμένω στήν κατάκριση γιατί εἶναι ἡ πνευματική ἀσθένεια τῆς τραγικῆς πλειοψηφίας τῶν «καλῶν» ἐκκλησιαζομένων χριστιανῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν. Βλέπεις πληγωμένα πρόβατα τοῦ Χριστοῦ νά προσπαθοῦν νά μποῦν στή μάντρα γιά νά σωθοῦν, κι ἐκεῖ μέσα νά συναντοῦν λύκους πού τά κατασπαράζουν μέ τήν κατάκριση. Βλοσυρές καί ἄτεγκτες φυσιογνωμίες, βέβαιες γιά τήν καθαρότητα τοῦ βίου τους (ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό ἤ ἀπό συνήθεια ἄραγε;) κατακρίνουν ἀνθρώπους μέ «παρελθόν», ἰδίως σαρκικῶν πτώσεων. Βλέπουν τή μετάνοιά τους καί δαιμονίζονται, ἁπλούστατα γιατί αὐτοί ποτέ δέν εἶχαν μετάνοια. Τούς εἶναι ἄγνωστη ἡ λέξη, μπορεῖ νά τούς προσβάλλει κιόλας! Καί γιά νά θυμηθοῦμε τό μακαριστό καθηγητή Κορναράκη τῆς Ἱεραποστολικῆς σέ σχολιασμό του στούς «Ὄρους κατ’ ἐπιτομήν» τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀντιδροῦν μετά μανίας στό ἄκουσμα τέτοιου εἴδους πτώσεων τοῦ πλησίον, ὡσάν νά βιώνουν σύνδρομο στερήσεως πού δέν ἔκαναν κι αὐτοί τά ἴδια. Καί μετά σοῦ λέει, τόσα χρόνια στήν Ἐκκλησία: «Ἄνθρακες ὁ θησαυρός»!
Ἄς δοῦμε ὅμως πώς σκέπτεται ὁ ἁγιασμένος ἄνθρωπος γιά τόν ἀδελφό πού ἁμαρτάνει: «Δέν ἔχει τή χάρη τοῦ Χριστοῦ ὁ ἀδελφός, γι’ αὐτό καί πέφτει. Ἔχω τή χάρη τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί στέκομαι ἐκεῖ πού πρέπει, ἄν καί δέν ἐκτιμῶ τό δῶρο αὐτό ὅπως πρέπει. Ἄν εἶχε τή χάρη τοῦ Χριστοῦ καλύτερός μου θά ἦταν, θά τήν ἐκτιμοῦσε ἄλλωστε περισσότερο. Ἄν δέν εἶχα κι ἐγώ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ, χειρότερός του θά ἤμουν».
Σέ κάθε περίπτωση λοιπόν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ θεωρεῖ τόν ἑαυτό τοῦ χειρότερο ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τό πιστεύει καί τό ζεῖ αὐτό. Γιά τοῦτο καί ὑπάρχει λόγος νά κατοικοεδρεύει πλούσια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στά βάθη τῆς ὕπαρξής του. Καί προϊόντος τοῦ χρόνου, κάθε συμβάν, κάθε γεγονός, κάθε συνάντηση μέ τόν ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, τόν ὠθεῖ πρός αὐτή τήν ἀτέρμονη κατεύθυνση: χωρίς νά εἶναι ἐνήμερος τίς πιό πολλές φορές, βυθίζεται συνεχῶς σ’ αὐτό πού οἱ Πατέρες μας ὀνομάζουν ἄβυσσο ταπεινώσεως.
Ἀπό τέτοιους κληρικούς, μοναχούς, κατηχητές ἐν προκειμένῳ, δασκάλους, ψαλτάδες, λαϊκούς, γονεῖς, ἔχουμε ἀνάγκη σήμερα. Νά ἀποπνέουν ὀσμήν νηστευτοῦ καί εὐωδία προσευχομένου καί κοινωνοῦντος.
Μέ ὅσα ἐκ δανείων θέλησα νά καταθέσω στήν ἀγάπη Σας καί νά κεντρίσω τούς πυρῆνες εὐαισθησίας Σας, εὐελπιστῶ ὅτι δημιουργήθηκε ἕνας γόνιμος προβληματισμός. Τό σημαντικό εἶναι ὁ καθένας νά καταλάβει ὅτι ἀνά πᾶσα στιγμή κινδυνεύει μόνο ἀπό τόν ἑαυτό του καί τήν ἁμαρτία, ὄχι ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους, ὅπως καί ἄν τοῦ φέρονται, καί πρός αὐτή τήν κατεύθυνση νά στρέφει τήν προσοχή του.
Ὁ Κατηχητής, ὄντας ὁ ἴδιος ἀνάπλεως μιᾶς τέτοιας πνευματικῆς καταστάσεως, νά τήν μεταγγίζει στούς Κατηχουμένους. Νά ταπεινώνεται καί νά ρωτάει παλαιότερους καί ἐμπειρότερους ἀπό αὐτόν στό Κατηχητικό Ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, καθώς ἐπίσης καί τόν Ἐπίσκοπό του. Εἶναι σοβαρό πρᾶγμα κάποιος νά μή ρωτάει: ἀνήρ ἀσύμβουλος καθ’ ἑαυτοῦ πολέμιος. Μόνο τότε ὄντως οὐριοδρομεῖ τό ἔργο του μέσα στήν Ἐκκλησία, ὡς ἀνάσα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσα σέ αὐτό τό ἔργο, ταπεινούμενος ὅλο καί περισσότερο, τόν Χριστό ἀνακαλύπτει, καί σ’ Ἐκεῖνον ἀποδίδει κάθε εὐόδωση τῆς Κατήχησης: ᾯ πρέπει πᾶσα ἡ δόξα καί τό κράτος, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι, νῦν καί εἰς τούς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.