05 Απρ2013
Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΑΡΙΑ
Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΑΡΙΑ
Τό ἑσπέρας τῆς Β΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, 31 Μαρτίου, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς Νέας Σμύρνης τελέστηκε ὁ Κατανυκτικός Ἑσπερινός τῆς Β΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, στόν ὁποῖο χοροστάτησε ὁ Σεβ. Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ. Συμεών.
Στό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Χριστοφόρος Νάνος, Ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου (Παναγίτσα) Παλαιοῦ Φαλήρου, ὡμίλησε μέ θέμα «Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος - Ἡ Θεοτόκος Μαρία καί ἡ ἐν Χριστῷ ἀπολύτρωσίς μας».
Στό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Χριστοφόρος Νάνος, Ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου (Παναγίτσα) Παλαιοῦ Φαλήρου, ὡμίλησε μέ θέμα «Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος - Ἡ Θεοτόκος Μαρία καί ἡ ἐν Χριστῷ ἀπολύτρωσίς μας».
* * *
Γ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ -
Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΑΙ
Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ ΜΑΣ
τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Χριστοφόρου Νάνου
Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΑΙ
Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ ΜΑΣ
τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Χριστοφόρου Νάνου
Α. ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ὅταν καλούμεθα νά ὁμιλήσουμε γιά τό ὑπερφυές «μέγα τῆς Θεοτόκου μυστήριον», πρέπον εἶναι νά ἐπαναλάβουμε μέ ζέουσα καρδία τά λόγια τοῦ ὑμνωδοῦ: «Σύ, Σωτήρ μου, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον, δώρησαί μοι γλώτταν, προφοράν καί λογισμόν ἀκαταίσχυντον».
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία διαφυλάσσει ἀκαινοτόμητη, ἑρμηνεύει αὐθεντικά καί βιώνει ἀδιάλειπτα τήν ἀληθινή περί τῆς Θεοτόκου Μαρίας δογματική παράδοση καί διδασκαλία, ὅπως αὐτή ἔχει ἐκφρασθεῖ ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί τά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Στή σημερινή ὁμιλία θά παρουσιάσουμε τή διδασκαλία περί τῆς Θεοτόκου, ὅπως αὐτή ἔχει ἐκφρασθεῖ καί διατυπωθεῖ ἀπό τήν Γ΄ ἐν Ἐφέσῳ Οἰκουμενική Σύνοδο.
Ὅταν καλούμεθα νά ὁμιλήσουμε γιά τό ὑπερφυές «μέγα τῆς Θεοτόκου μυστήριον», πρέπον εἶναι νά ἐπαναλάβουμε μέ ζέουσα καρδία τά λόγια τοῦ ὑμνωδοῦ: «Σύ, Σωτήρ μου, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον, δώρησαί μοι γλώτταν, προφοράν καί λογισμόν ἀκαταίσχυντον».
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία διαφυλάσσει ἀκαινοτόμητη, ἑρμηνεύει αὐθεντικά καί βιώνει ἀδιάλειπτα τήν ἀληθινή περί τῆς Θεοτόκου Μαρίας δογματική παράδοση καί διδασκαλία, ὅπως αὐτή ἔχει ἐκφρασθεῖ ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί τά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Στή σημερινή ὁμιλία θά παρουσιάσουμε τή διδασκαλία περί τῆς Θεοτόκου, ὅπως αὐτή ἔχει ἐκφρασθεῖ καί διατυπωθεῖ ἀπό τήν Γ΄ ἐν Ἐφέσῳ Οἰκουμενική Σύνοδο.
*
Β. ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Ἡ Τρίτη (Γ΄) Οἰκουμενική Σύνοδος συγκροτήθηκε τήν ἐποχή τοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ στήν Ἔφεσο τῆς Μ. Ἀσίας τό 431 μ.Χ. Τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου προήδρευσε ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἅγιος Κύριλλος. Ἀφορμή δόθηκε ἀπό τή διδασκαλία ἑνός κληρικοῦ ὀνόματι Ἀναστασίου, πού εἶχε τήν ὑποστήριξη τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως καί αἱρεσιάρχου Νεστορίου. Ὁ ἐν λόγῳ κληρικός ὑποστήριζε ὅτι: «Θεοτόκον τήν Μαρίαν καλείτω μηδείς· Μαρία γάρ ἄνθρωπος ἦν, ὑπό ἀνθρώπου δέ Θεόν τεχθῆναι ἀδύνατον».
Τά λόγια αὐτά προκάλεσαν σκάνδαλο στόν εὐσεβή λαό, διότι ὅλοι ἤδη ἀποκαλοῦσαν τήν Παναγία Θεοτόκο. Ὁ Πατριάρχης Νεστόριος θέλοντας νά ἐξηγήσει τά ἀνεξήγητα καί νά καλύψει τά ἐμφανή στοιχεῖα τῆς αἱρετικῆς αὐτῆς διδασκαλίας ἐφεῦρε τόν ὅρο «Χριστοτόκος», ἀντί τοῦ ὅρου «Θεοτόκος». Διότι κατ’αὐτόν: πρῶτον, ἡ Παναγία γέννησε ψιλόν ἄνθρωπον Χριστόν καί ὄχι Θεάνθρωπον· δεύτερον, δέν δεχόταν τήν προσωνυμία Θεοτόκος γιά νά μήν θεωρηθεῖ ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία ἦταν «θεά» πού γέννησε Θεό. Καί ὅμως ὁ προφ. Ἠσαΐας γράφει: «Τέξεται Υἱόν καί καλέσουσιν τό ὄνμα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ», πού σημαίνει ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν. Γιά τόν Νεστόριο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ «προῆλθε ἤ διῆλθε διά μέσου αὐτῆς (τῆς Παρθένου), ἀλλά δέν γεννήθηκε ἀπ’ αὐτήν». Ἐνῶ ὁ προφ. Ἰεζεκιήλ λέγει ξεκάθαρα: «ἥν (Παρθένον) διελθών ὁ ἐπί πάντων Θεός καί σάρκα λαβών».
Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἀείμνηστος καθηγητής τῆς Δογματικῆς Ἰωάννης Καρμίρης, «κατά τόν Νεστόριο διῆλθε διά τῆς Παρθένου, δηλ. δέν ἑνώθηκε ὑποστατικά μέ τόν ἄνθρωπο Χριστό στήν κοιλία τῆς Παναγίας». Μέ ἄλλα λόγια δέν ἑνώθηκαν οἱ δύο ξεχωριστές φύσεις ἤ ὑποστάσεις ἅμα τῇ συλλήψει εἰς τήν παρθενικήν μήτραν τῆς Παναγίας σ’ ἕνα ἀδιαίρετο πρόσωπο. Ὥστε ὁ Λόγος νά ἔχει τόν ἄνθρωπο Χριστό ὡς ὄργανο ἤ κατοικητήριο ἤ φορέα ἤ ἔνδυμα καί ὄχι ἑνωμένο μαζί Του σ’ ἕνα ἀχώριστο καί ἀδιαίρετο πρόσωπο».
Μέ ἄλλα λόγια ὁ Ἰησοῦς κατά τή Νεστοριανή διδασκαλία δέν ἦτο Θεός ἀλλά ἁπλῶς «θεοφόρος» καί ὄχι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀπέδιδε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ προσκύνηση, καί ὄχι λατρεία. Καί ἀκόμη ὅτι ὁ Θεός Λόγος δέν «ἔπαθε σαρκί», ἀλλά μόνο «ἀνθρώπου γέγονε τό πάθος ὡς ἀνθρώπου ἡ ἀνάστασις». Δηλ. ὅτι ἡ θεότης τοῦ Ἰησοῦ δέν συμμετεῖχε ἀπαθῶς οὔτε στή σταύρωση, οὔτε στήν ἀνάσταση.
Ἐάν ἴσχυε αὐτό, τότε τίθεται σέ πλήρη ἀμφιβολία ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ἀκριβέστερα ἀκυρώνεται ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία. Δότι οὔτε κατάκριση τῆς ἁμαρτίας θά εἴχαμε, οὔτε κατάργηση τοῦ θανάτου. Ἡ τοῦ Νεστορίου διδασκαλία ἔφτασε στό σημεῖο νά λέγει ὅτι: «ἐν τῷ μυστηρίῳ τῆς θείας εὐχαριστίας σῶμα ἐστί ἀνθρώπου τό προκείμενον». Γι’ αὐτό πρέπει ἡ Παρθένος Μαρία νά ὀνομάζεται εἴτε Θεοδόχος, εἴτε Θεοφόρος, εἴτε Ἀνθρωποτόκος, εἴτε Χριστοτόκος, ὄχι ὅμως Θεοτόκος.
Αὐτές οἱ αἱρετικές δοξασίες τοῦ Νεστορίου ὀφείλονται στό γεγονός ὅτι διεχώριζε μέν τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ: τή θεία καί ἀνθρωπίνη, ἀλλά δέν δεχόταν τήν πλήρη καί τέλεια ἕνωσή τους. Δηλ. δεχόταν δύο φύσεις ἀλλά καί δύο πρόσωπα, ἕνα τοῦ Λόγου καί ἕνα τοῦ Ἰησοῦ. Καί ὅπως ἀναφέρει ὁ καθηγ. Καρμίρης, διεχώριζε, ὅπως ἐδιδάσκετο στήν τότε ἀκμάζουσα θεολογική Σχολή τῆς Ἀντιοχείας, ὀξέως τίς δύο φύσεις τοῦ Κυρίου καί ἐμέριζε τόν ἕνα Χριστό σέ δύο πρόσωπα, σέ δύο Υἱούς, ἕνα τοῦ Θεοῦ Πατρός καί ἕνα τῆς Παρθένου Μαρίας. Προσδιόριζε δέ τή σχέση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ ὡς συνάφεια. Καί βάσει αὐτῶν κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε ἄνθρωπο θεοφόρο καί ὄχι Θεόν ἐνανθρωπήσαντα.
Συγκροτήθηκε, λοιπόν, ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Ἔφεσο τῆς Μ. Ἀσίας μέ βασικό σκοπό καί στόχο «τήν ἀνακατασκευή καί καταδίκη τῶν αἱρετικῶν ἀποκλίσεων τοῦ Πατριάρχου Νεστορίου». Γιά τούς πατέρες τῆς Συνόδου «διεκυβεύετο ἡ ἀκεραιότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ καί συνεπῶς αὐτή καθ’ ἑαυτή ἡ πραγματικότητα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου· ἐάν πράγματι ὁ Θεός δέν ἑνώθηκε πλήρως μέ τόν ἄνθρωπο, τότε πῶς εἶναι δυνατόν νά τόν σώσει;». Μόνο ἐάν εἶναι πλήρης Θεός ὁ Χριστός μπορεῖ νά σώσει τόν ἄνθρωπο, γράφει καί ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας: «Ἡ Παρθένος ὁλόκληρον εἰς τόν ἀπόρρητον εἰσενέγκῃ τόν ἄνθρωπον... τόν Θεόν ἀθρόον παραγενόμενον».
Γι’ αὐτό ἐπέμειναν στήν «πλήρη καί ἀσύγχυτη ἐν Χριστῷ ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου τόσο, ὥστε νά ὀνομάζουν ὀρθῶς τή Μητέρα τοῦ Χριστοῦ ὄχι ἁπλῶς Χριστοτόκο ἀλλά ἀληθῶς καί πραγματικῶς Θεοτόκο. Κι ὅπως χαρακτηριστικά γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος: «Εἰ γάρ Χριστοτόκος ἡ Παρθένος, πάντως ὅτι καί Θεοτόκος· εἰ δέ οὐ Θεοτόκος, οὐδέ Χριστοτόκος εἶναι».
Ὁ ὅρος «Θεοτόκος» εἶναι κατά τόν ἅγιο Κύριλλο ἡ λυδία λίθος καί ὁ πυρήνας τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Ὁ τέλειος κατά τήν Θεότητα καί τέλειος κατά τήν ἀνθρωπότητα Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ ἕνας καί αὐτός Θεός Λόγος. Ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Λόγου εἶναι «ἕνωσις ἀληθής» ἤ ἀκριβέστερα «ἕνωσις καθ΄ ὑπόστασιν».
Ὁ δέ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει ὅτι ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἔγινε μόνον ὅταν βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος πού ἦταν ἄξιος νά διακονήσει τό μυστήριο· καί αὐτός ἦταν ἡ Θεοτόκος: «Αὐτόν (τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ) ἡ Παρθένος ἤνεγκε καί μήτηρ ὑπῆρξε οὗ γενέσθαι μήτηρ δίκαιον ἦν».
Καί ὅπως προσθέτει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός: «Σύ Παρθένε μεσιτεύσασα κλῖμαξ γεγονυῖα τῆς πρός ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ καταβάσεως», διότι μόνη αὐτή «εἷλε τόν ἀπαθῆ», καταλήγει ὁ Καβάσιλας. Αὐτές οἱ θεολογικές ἀλήθειες ἀναδεικνύουν τή σημασία τῆς Παρθένου Μαρίας καί σταθεροποιοῦν σέ ἀκλόνητη βάση τήν ὀνομασία τῆς Παναγίας ὡς Θεοτόκου.
Εἶναι ἐπιγραμματική ἡ φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου: «Μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη», δηλ. τέλεια ἕνωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως στή μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου· δηλ. πλήρης ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὅλες αὐτές οἱ δογματικές ἀλήθειες ἐμπεριέχονται στόν μονολεκτικό ὅρο «Θεοτόκος».
Ὁ ὅρος αὐτός καθιερώθηκε ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο πού συνεκάλεσε ἡ βασίλισσα Πουλχερία τή 19η Νοεμβρίου τοῦ 430 μ.Χ. καί ἄρχισε τίς ἐργασίες της τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ ἑπομένου ἔτους 431 μ.Χ., παρουσίᾳ 200 καί πλέον πατέρων. Κατ’ ἀρχήν παρέστησαν οἱ δύο Πατριάρχες, ὁ Νεστόριος καί ὁ προεδρεύων Κύριλλος. Στή συνέχεια ὅμως τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου, καίτοι προσεκλήθη τρεῖς φορές, ἀρνήθηκε νά παραστεῖ ὁ Νεστόριος καί ἡ Σύνοδος τόν καθήρεσε καί καταδίκασε τίς αἱρετικές του διδασκαλίες.
Ὁ Ἀντιοχείας Ἰωάννης, φίλος καί ὑποστηρικτής τοῦ Νεστόριου, ἀντέδρασε καί συνεκάλεσε σύνοδο ἐκ 40 ἐπισκόπων στήν Ἀντιόχεια καί καθήρεσε τόν Κύριλλο. Ὅμως οἱ ἔξαρχοι ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, οἱ ὁποῖοι κατέφθασαν ὀλίγον χρονικά καθυστερημένοι, συνενώθηκαν καί ὑπεστήριξαν τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Καί τήν 26η Ἰουνίου τοῦ 431 μ.Χ. ἔγινε ἡ πλήρης συγκρότηση τῆς Συνόδου μέ τήν παρουσία καί τῶν ἀπεσταλμένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Κατωχυρώθηκαν ὅλες οἱ προηγούμενες ἀποφάσεις τῆς Γ΄ Οἰκ. Συνόδου καί καθαιρέθηκε καί ὁ Ἀντιοχείας Ἰωάννης.
Καθιερώθηκε δέ μέ τό κῦρος τῶν πατέρων τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡς δογματικός ὅρος ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως τῶν ἁγίων πατέρων:
«Ὁμολογοῦμεν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν… ὁμοούσιον τῷ Πατρί κατά τήν Θεότητα καί ὁμοούσιον ἡμῖν κατά τήν ἀνθρωπότητα· δύο γάρ φύσεων ἕνωσις γέγονε· διό ἕνα Χριστόν, ἕνα Υἱόν, ἕνα Κύριον ὁμολογοῦμεν. Κατά ταύτην τήν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν ὁμολογοῦμεν τήν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον διά τόν τοῦ Θεοῦ Λόγον σαρκωθῆναι καί ἐνανθρωπῆσαι καί ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνώσας ἑαυτῷ τόν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν...».
Ἡ σπουδαιότης τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ὅρισε τή σχέση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης, καί ὁμολόγησε τήν ἁγία Παρθένο Μαρία Θεοτόκο «διά τόν Θεόν Λόγον σαρκωθῆναι».
Ἐάν ἐπικρατοῦσε ἡ αἱρετική διδασκαλία τοῦ Νεστορίου, ὁ Χριστιανισμός, ἡ Ἐκκλησία θά ἔχανε τόν σωτηριώδη χαρακτήρα της, διότι ἡ πραγματικότητα τῆς σωτηρίας μας θά ἦταν ἀνέφικτη, ἐπειδή δέν θά κοινωνούσαμε Θεό σαρκωθέντα (πού σαρκώθηκε γιά μᾶς), ἀλλά ἄνθρωπο θεωθέντα (πού θεώθηκε χωρίς ἐμᾶς). Ἐνῶ στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἑνωθεῖ ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τόν Θεό Λόγο, «δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο καί δι’ οὗ ἠγέρθη Χριστός ἐκ τοῦ τάφου» καί κατήργησε μέ τή δύναμη τῆς θεότητος τή ρίζα τοῦ θανάτου, τήν ἁμαρτία, καί τόν ἴδιο τόν θάνατο. Γι΄ αὐτό καί ἡ Παναγία ὀνομάζεται Θεοτόκος, διότι ἔφερε στόν κόσμο τόν Θεό καί Σωτήρα τοῦ κόσμου Χριστό.
Δυστυχῶς ἡ αἱρετική διδασκαλία τοῦ Νεστορίου βρῆκε ἀπήχηση στίς ἀπομακρυσμένες ἐπαρχίες τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, Ἀντιόχεια, Συρία, Αἴγυπτο, Αἰθιοπία καί Ἀραβία. Ὁ Νεστόριος μετά τήν καθαίρεσή του συνέχισε νά εἶναι ἀποδεκτός στά μοναστήρια τῆς Ἀντιοχείας ἀλλά καί στήν Αἴγυπτο καί στήν Ἀραβία, ὅπου ἀπεσύρθη καί ἀπέθανε.
Ὡς ἀποτέλεσμα τόσο τῆς Νεστοριανῆς διδασκαλίας, ἀλλά καί τῆς ἀτυχοῦς πολιτικῆς τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους σ’αὐτές τίς περιοχές, μετά καί τή συγκρότηση τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἄρχισε ἡ ἀπομάκρυνση πολλῶν χριστιανῶν ἀπό τήν ὀρθόδοξη ὁμολογία τῆς πίστεως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί δημιουργήθηκαν οἱ Ἀντιχαλκηδόνιες μονοφυσιτικές Ἐκκλησίες: α) τῶν Κοπτῶν τῆς Αἰγύπτου, β) τῶν Ἀβυσσινῶν τῆς Αἰθιοπίας, γ) τῶν μονοφυσιτῶν τῆς Ἀρμενίας καί τῶν Ἱεροσολύμων. Ἐπίσης παρέμειναν στίς μονοφυσιτικές δοξασίες οἱ Συρο-Ιακωβίτες καθολικοί καί οἱ Χριστιανοί τοῦ Μαλαμπάρ τῆς Ἰνδίας, Ἐκκλησίας πού εἶχε ἱδρύσει ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς.
Στήν ἐποχή μας ὑπάρχει διάλογος μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν Μονοφυσιτῶν καί οἱ ἀποστάσεις τῶν παλαιῶν χρόνων ἔχουν καλυφθεῖ μέχρι ἑνός σημείου. Παρά ταῦτα καθοριστικός ὅρος γιά μιά μελλοντική πιθανή ἐκκλησιαστική ἕνωση εἶναι ἡ ἀποδοχή τῶν ὅρων τῆς πίστεως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τόσο τῆς Γ΄ ἐν Ἐφέσῳ ὅσο καί τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Οἱ ἴδιοι ἀρέσκονται νά ἀποκαλοῦν ἑαυτούς ὀρθοδόξους, ἀλλά αὐτό μέλλει νά ἀποδειχθεῖ ἐν τοῖς πράγμασι τῶν δογμάτων τῆς πίστεώς μας.
Ἡ Τρίτη (Γ΄) Οἰκουμενική Σύνοδος συγκροτήθηκε τήν ἐποχή τοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ στήν Ἔφεσο τῆς Μ. Ἀσίας τό 431 μ.Χ. Τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου προήδρευσε ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἅγιος Κύριλλος. Ἀφορμή δόθηκε ἀπό τή διδασκαλία ἑνός κληρικοῦ ὀνόματι Ἀναστασίου, πού εἶχε τήν ὑποστήριξη τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως καί αἱρεσιάρχου Νεστορίου. Ὁ ἐν λόγῳ κληρικός ὑποστήριζε ὅτι: «Θεοτόκον τήν Μαρίαν καλείτω μηδείς· Μαρία γάρ ἄνθρωπος ἦν, ὑπό ἀνθρώπου δέ Θεόν τεχθῆναι ἀδύνατον».
Τά λόγια αὐτά προκάλεσαν σκάνδαλο στόν εὐσεβή λαό, διότι ὅλοι ἤδη ἀποκαλοῦσαν τήν Παναγία Θεοτόκο. Ὁ Πατριάρχης Νεστόριος θέλοντας νά ἐξηγήσει τά ἀνεξήγητα καί νά καλύψει τά ἐμφανή στοιχεῖα τῆς αἱρετικῆς αὐτῆς διδασκαλίας ἐφεῦρε τόν ὅρο «Χριστοτόκος», ἀντί τοῦ ὅρου «Θεοτόκος». Διότι κατ’αὐτόν: πρῶτον, ἡ Παναγία γέννησε ψιλόν ἄνθρωπον Χριστόν καί ὄχι Θεάνθρωπον· δεύτερον, δέν δεχόταν τήν προσωνυμία Θεοτόκος γιά νά μήν θεωρηθεῖ ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία ἦταν «θεά» πού γέννησε Θεό. Καί ὅμως ὁ προφ. Ἠσαΐας γράφει: «Τέξεται Υἱόν καί καλέσουσιν τό ὄνμα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ», πού σημαίνει ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν. Γιά τόν Νεστόριο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ «προῆλθε ἤ διῆλθε διά μέσου αὐτῆς (τῆς Παρθένου), ἀλλά δέν γεννήθηκε ἀπ’ αὐτήν». Ἐνῶ ὁ προφ. Ἰεζεκιήλ λέγει ξεκάθαρα: «ἥν (Παρθένον) διελθών ὁ ἐπί πάντων Θεός καί σάρκα λαβών».
Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἀείμνηστος καθηγητής τῆς Δογματικῆς Ἰωάννης Καρμίρης, «κατά τόν Νεστόριο διῆλθε διά τῆς Παρθένου, δηλ. δέν ἑνώθηκε ὑποστατικά μέ τόν ἄνθρωπο Χριστό στήν κοιλία τῆς Παναγίας». Μέ ἄλλα λόγια δέν ἑνώθηκαν οἱ δύο ξεχωριστές φύσεις ἤ ὑποστάσεις ἅμα τῇ συλλήψει εἰς τήν παρθενικήν μήτραν τῆς Παναγίας σ’ ἕνα ἀδιαίρετο πρόσωπο. Ὥστε ὁ Λόγος νά ἔχει τόν ἄνθρωπο Χριστό ὡς ὄργανο ἤ κατοικητήριο ἤ φορέα ἤ ἔνδυμα καί ὄχι ἑνωμένο μαζί Του σ’ ἕνα ἀχώριστο καί ἀδιαίρετο πρόσωπο».
Μέ ἄλλα λόγια ὁ Ἰησοῦς κατά τή Νεστοριανή διδασκαλία δέν ἦτο Θεός ἀλλά ἁπλῶς «θεοφόρος» καί ὄχι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἀπέδιδε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ προσκύνηση, καί ὄχι λατρεία. Καί ἀκόμη ὅτι ὁ Θεός Λόγος δέν «ἔπαθε σαρκί», ἀλλά μόνο «ἀνθρώπου γέγονε τό πάθος ὡς ἀνθρώπου ἡ ἀνάστασις». Δηλ. ὅτι ἡ θεότης τοῦ Ἰησοῦ δέν συμμετεῖχε ἀπαθῶς οὔτε στή σταύρωση, οὔτε στήν ἀνάσταση.
Ἐάν ἴσχυε αὐτό, τότε τίθεται σέ πλήρη ἀμφιβολία ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ἀκριβέστερα ἀκυρώνεται ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία. Δότι οὔτε κατάκριση τῆς ἁμαρτίας θά εἴχαμε, οὔτε κατάργηση τοῦ θανάτου. Ἡ τοῦ Νεστορίου διδασκαλία ἔφτασε στό σημεῖο νά λέγει ὅτι: «ἐν τῷ μυστηρίῳ τῆς θείας εὐχαριστίας σῶμα ἐστί ἀνθρώπου τό προκείμενον». Γι’ αὐτό πρέπει ἡ Παρθένος Μαρία νά ὀνομάζεται εἴτε Θεοδόχος, εἴτε Θεοφόρος, εἴτε Ἀνθρωποτόκος, εἴτε Χριστοτόκος, ὄχι ὅμως Θεοτόκος.
Αὐτές οἱ αἱρετικές δοξασίες τοῦ Νεστορίου ὀφείλονται στό γεγονός ὅτι διεχώριζε μέν τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ: τή θεία καί ἀνθρωπίνη, ἀλλά δέν δεχόταν τήν πλήρη καί τέλεια ἕνωσή τους. Δηλ. δεχόταν δύο φύσεις ἀλλά καί δύο πρόσωπα, ἕνα τοῦ Λόγου καί ἕνα τοῦ Ἰησοῦ. Καί ὅπως ἀναφέρει ὁ καθηγ. Καρμίρης, διεχώριζε, ὅπως ἐδιδάσκετο στήν τότε ἀκμάζουσα θεολογική Σχολή τῆς Ἀντιοχείας, ὀξέως τίς δύο φύσεις τοῦ Κυρίου καί ἐμέριζε τόν ἕνα Χριστό σέ δύο πρόσωπα, σέ δύο Υἱούς, ἕνα τοῦ Θεοῦ Πατρός καί ἕνα τῆς Παρθένου Μαρίας. Προσδιόριζε δέ τή σχέση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ ὡς συνάφεια. Καί βάσει αὐτῶν κατέληξε στό συμπέρασμα ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε ἄνθρωπο θεοφόρο καί ὄχι Θεόν ἐνανθρωπήσαντα.
*
Γ. ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥΣυγκροτήθηκε, λοιπόν, ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Ἔφεσο τῆς Μ. Ἀσίας μέ βασικό σκοπό καί στόχο «τήν ἀνακατασκευή καί καταδίκη τῶν αἱρετικῶν ἀποκλίσεων τοῦ Πατριάρχου Νεστορίου». Γιά τούς πατέρες τῆς Συνόδου «διεκυβεύετο ἡ ἀκεραιότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ καί συνεπῶς αὐτή καθ’ ἑαυτή ἡ πραγματικότητα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου· ἐάν πράγματι ὁ Θεός δέν ἑνώθηκε πλήρως μέ τόν ἄνθρωπο, τότε πῶς εἶναι δυνατόν νά τόν σώσει;». Μόνο ἐάν εἶναι πλήρης Θεός ὁ Χριστός μπορεῖ νά σώσει τόν ἄνθρωπο, γράφει καί ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας: «Ἡ Παρθένος ὁλόκληρον εἰς τόν ἀπόρρητον εἰσενέγκῃ τόν ἄνθρωπον... τόν Θεόν ἀθρόον παραγενόμενον».
Γι’ αὐτό ἐπέμειναν στήν «πλήρη καί ἀσύγχυτη ἐν Χριστῷ ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου τόσο, ὥστε νά ὀνομάζουν ὀρθῶς τή Μητέρα τοῦ Χριστοῦ ὄχι ἁπλῶς Χριστοτόκο ἀλλά ἀληθῶς καί πραγματικῶς Θεοτόκο. Κι ὅπως χαρακτηριστικά γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος: «Εἰ γάρ Χριστοτόκος ἡ Παρθένος, πάντως ὅτι καί Θεοτόκος· εἰ δέ οὐ Θεοτόκος, οὐδέ Χριστοτόκος εἶναι».
Ὁ ὅρος «Θεοτόκος» εἶναι κατά τόν ἅγιο Κύριλλο ἡ λυδία λίθος καί ὁ πυρήνας τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Ὁ τέλειος κατά τήν Θεότητα καί τέλειος κατά τήν ἀνθρωπότητα Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ ἕνας καί αὐτός Θεός Λόγος. Ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Λόγου εἶναι «ἕνωσις ἀληθής» ἤ ἀκριβέστερα «ἕνωσις καθ΄ ὑπόστασιν».
Ὁ δέ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας γράφει ὅτι ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἔγινε μόνον ὅταν βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος πού ἦταν ἄξιος νά διακονήσει τό μυστήριο· καί αὐτός ἦταν ἡ Θεοτόκος: «Αὐτόν (τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ) ἡ Παρθένος ἤνεγκε καί μήτηρ ὑπῆρξε οὗ γενέσθαι μήτηρ δίκαιον ἦν».
Καί ὅπως προσθέτει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός: «Σύ Παρθένε μεσιτεύσασα κλῖμαξ γεγονυῖα τῆς πρός ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ καταβάσεως», διότι μόνη αὐτή «εἷλε τόν ἀπαθῆ», καταλήγει ὁ Καβάσιλας. Αὐτές οἱ θεολογικές ἀλήθειες ἀναδεικνύουν τή σημασία τῆς Παρθένου Μαρίας καί σταθεροποιοῦν σέ ἀκλόνητη βάση τήν ὀνομασία τῆς Παναγίας ὡς Θεοτόκου.
Εἶναι ἐπιγραμματική ἡ φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου: «Μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη», δηλ. τέλεια ἕνωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως στή μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου· δηλ. πλήρης ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὅλες αὐτές οἱ δογματικές ἀλήθειες ἐμπεριέχονται στόν μονολεκτικό ὅρο «Θεοτόκος».
Ὁ ὅρος αὐτός καθιερώθηκε ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο πού συνεκάλεσε ἡ βασίλισσα Πουλχερία τή 19η Νοεμβρίου τοῦ 430 μ.Χ. καί ἄρχισε τίς ἐργασίες της τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ ἑπομένου ἔτους 431 μ.Χ., παρουσίᾳ 200 καί πλέον πατέρων. Κατ’ ἀρχήν παρέστησαν οἱ δύο Πατριάρχες, ὁ Νεστόριος καί ὁ προεδρεύων Κύριλλος. Στή συνέχεια ὅμως τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου, καίτοι προσεκλήθη τρεῖς φορές, ἀρνήθηκε νά παραστεῖ ὁ Νεστόριος καί ἡ Σύνοδος τόν καθήρεσε καί καταδίκασε τίς αἱρετικές του διδασκαλίες.
Ὁ Ἀντιοχείας Ἰωάννης, φίλος καί ὑποστηρικτής τοῦ Νεστόριου, ἀντέδρασε καί συνεκάλεσε σύνοδο ἐκ 40 ἐπισκόπων στήν Ἀντιόχεια καί καθήρεσε τόν Κύριλλο. Ὅμως οἱ ἔξαρχοι ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, οἱ ὁποῖοι κατέφθασαν ὀλίγον χρονικά καθυστερημένοι, συνενώθηκαν καί ὑπεστήριξαν τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Καί τήν 26η Ἰουνίου τοῦ 431 μ.Χ. ἔγινε ἡ πλήρης συγκρότηση τῆς Συνόδου μέ τήν παρουσία καί τῶν ἀπεσταλμένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Κατωχυρώθηκαν ὅλες οἱ προηγούμενες ἀποφάσεις τῆς Γ΄ Οἰκ. Συνόδου καί καθαιρέθηκε καί ὁ Ἀντιοχείας Ἰωάννης.
*
Δ. Η ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥΚαθιερώθηκε δέ μέ τό κῦρος τῶν πατέρων τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡς δογματικός ὅρος ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως τῶν ἁγίων πατέρων:
«Ὁμολογοῦμεν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν… ὁμοούσιον τῷ Πατρί κατά τήν Θεότητα καί ὁμοούσιον ἡμῖν κατά τήν ἀνθρωπότητα· δύο γάρ φύσεων ἕνωσις γέγονε· διό ἕνα Χριστόν, ἕνα Υἱόν, ἕνα Κύριον ὁμολογοῦμεν. Κατά ταύτην τήν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν ὁμολογοῦμεν τήν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον διά τόν τοῦ Θεοῦ Λόγον σαρκωθῆναι καί ἐνανθρωπῆσαι καί ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνώσας ἑαυτῷ τόν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν...».
Ἡ σπουδαιότης τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ὅρισε τή σχέση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης, καί ὁμολόγησε τήν ἁγία Παρθένο Μαρία Θεοτόκο «διά τόν Θεόν Λόγον σαρκωθῆναι».
Ἐάν ἐπικρατοῦσε ἡ αἱρετική διδασκαλία τοῦ Νεστορίου, ὁ Χριστιανισμός, ἡ Ἐκκλησία θά ἔχανε τόν σωτηριώδη χαρακτήρα της, διότι ἡ πραγματικότητα τῆς σωτηρίας μας θά ἦταν ἀνέφικτη, ἐπειδή δέν θά κοινωνούσαμε Θεό σαρκωθέντα (πού σαρκώθηκε γιά μᾶς), ἀλλά ἄνθρωπο θεωθέντα (πού θεώθηκε χωρίς ἐμᾶς). Ἐνῶ στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἑνωθεῖ ὅλη ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τόν Θεό Λόγο, «δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο καί δι’ οὗ ἠγέρθη Χριστός ἐκ τοῦ τάφου» καί κατήργησε μέ τή δύναμη τῆς θεότητος τή ρίζα τοῦ θανάτου, τήν ἁμαρτία, καί τόν ἴδιο τόν θάνατο. Γι΄ αὐτό καί ἡ Παναγία ὀνομάζεται Θεοτόκος, διότι ἔφερε στόν κόσμο τόν Θεό καί Σωτήρα τοῦ κόσμου Χριστό.
Δυστυχῶς ἡ αἱρετική διδασκαλία τοῦ Νεστορίου βρῆκε ἀπήχηση στίς ἀπομακρυσμένες ἐπαρχίες τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, Ἀντιόχεια, Συρία, Αἴγυπτο, Αἰθιοπία καί Ἀραβία. Ὁ Νεστόριος μετά τήν καθαίρεσή του συνέχισε νά εἶναι ἀποδεκτός στά μοναστήρια τῆς Ἀντιοχείας ἀλλά καί στήν Αἴγυπτο καί στήν Ἀραβία, ὅπου ἀπεσύρθη καί ἀπέθανε.
Ὡς ἀποτέλεσμα τόσο τῆς Νεστοριανῆς διδασκαλίας, ἀλλά καί τῆς ἀτυχοῦς πολιτικῆς τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους σ’αὐτές τίς περιοχές, μετά καί τή συγκρότηση τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἄρχισε ἡ ἀπομάκρυνση πολλῶν χριστιανῶν ἀπό τήν ὀρθόδοξη ὁμολογία τῆς πίστεως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί δημιουργήθηκαν οἱ Ἀντιχαλκηδόνιες μονοφυσιτικές Ἐκκλησίες: α) τῶν Κοπτῶν τῆς Αἰγύπτου, β) τῶν Ἀβυσσινῶν τῆς Αἰθιοπίας, γ) τῶν μονοφυσιτῶν τῆς Ἀρμενίας καί τῶν Ἱεροσολύμων. Ἐπίσης παρέμειναν στίς μονοφυσιτικές δοξασίες οἱ Συρο-Ιακωβίτες καθολικοί καί οἱ Χριστιανοί τοῦ Μαλαμπάρ τῆς Ἰνδίας, Ἐκκλησίας πού εἶχε ἱδρύσει ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς.
*
Ε. ΕΠΙΛΟΓΟΣΣτήν ἐποχή μας ὑπάρχει διάλογος μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν Μονοφυσιτῶν καί οἱ ἀποστάσεις τῶν παλαιῶν χρόνων ἔχουν καλυφθεῖ μέχρι ἑνός σημείου. Παρά ταῦτα καθοριστικός ὅρος γιά μιά μελλοντική πιθανή ἐκκλησιαστική ἕνωση εἶναι ἡ ἀποδοχή τῶν ὅρων τῆς πίστεως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τόσο τῆς Γ΄ ἐν Ἐφέσῳ ὅσο καί τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Οἱ ἴδιοι ἀρέσκονται νά ἀποκαλοῦν ἑαυτούς ὀρθοδόξους, ἀλλά αὐτό μέλλει νά ἀποδειχθεῖ ἐν τοῖς πράγμασι τῶν δογμάτων τῆς πίστεώς μας.