Ζ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ μέ θέμα: «Πληρωτικά – Εὐχή Προσκομιδῆς» καί «Ἀσπασμός καί Ὁμολογία»
Πραγματοποιήθηκε τό ἀπόγευμα τῆς Πέμπτης, 10 Ἰανουαρίου ἐ.ἔ., στό Πνευματικό Κέντρο τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Σώστη (λεωφ. Συγγροῦ) ἡ ἕβδομη Ἱερατική Σύναξη γιά τούς Κληρικούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης.
Στή Σύναξη ὁμιλητές ἦταν ὁ Αἰδεσιμολ. Πρωτ. π. Στυλιανός Παπαθανασίου, Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Ἁλίμου, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε τό θέμα «Πληρωτικά – Εὐχή Προσκομιδῆς», καί ὁ Αἰδεσιμολ. Πρωτ. π. Κωνσταντίνος Παπαθανασίου, Ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου Παλαιοῦ Φαλήρου, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε τό θέμα «Ἀσπασμός καί Ὁμολογία».
Ἀρχικά ὁ Σεβασμιώτατος κ. Συμεών ἔδωσε τόν λόγο στόν πρῶτο ὁμιλητή, π. Στυλιανό, γιά νά ἀναπτύξει τό ἀνωτέρω θέμα του. Τόνισε μεταξύ ἄλλων ὅτι μετά τήν Μεγάλη Εἴσοδο, τά προσκομισθέντα δῶρα ἔχουν ἀποτεθεῖ πλέον ἐπί τῆς ἁγίας Τραπέζης, ἐπί τοῦ ἁγίου Θυσιαστηρίου. Τό μέρος τῆς θείας Λειτουργίας, πού τώρα ἀκολουθεῖ, ἀποτελεῖ μιά προετοιμασία γιά τήν τέλεση τοῦ Μυστηρίου. Τρία στοιχεῖα συνθέτουν τήν προετοιμασία αὐτή. Τό πρῶτο εἶναι ἡ λεγόμενη εὐχή τῆς Προσκομιδῆς μετά τῶν αἰτημάτων, τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ κατάληξη. Τό δεύτερο , ἡ εἰρήνευση καί ἡ προτροπή πρός ἀγάπη. Τό τρίτο, τό Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Τά αἰτήματα μέ τήν ὀνομασία «πληρωτικά» ἀρχίζουν μέ τήν προτροπή «Πληρώσωμεν…», δηλαδή ἄς συμπληρώσουμε τήν πρός Κύριον δέησή μας. Ἡ ἀρχική θέση τῶν αἰτήσεων αὐτῶν, ὅπως μποροῦμε νά συμπεράνουμε ἀπό τίς ἀρχαῖες λειτουργίες καί ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, βρίσκονταν μετά τό Εὐαγγέλιο καί πρό τῆς ἀπολύσεως τῶν κατηχουμένων. Στήν ἴδια ἀκριβῶς θέση τίς συναντοῦμε καί στήν λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου καί στήν Ἀρμενική λειτουργία. Κατά τήν λειτουργία τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν καί πάλι λέγονταν μετά τό εὐαγγέλιο καί στό τέλος τῶν δεήσεων ὑπέρ τῶν κατηχουμένων. Στίς ἀρχαῖες ἀσματικές ἀκολουθίες τίς συναντοῦμε στό τέλος τῶν ἀκολουθιῶν, ὅπως καί στίς Ἀποστολικές Διαταγές, μετά τήν ἀποχώρηση τῶν κατηχουμένων καί πρό τῆς ἀπολύσεως τῶν πιστῶν. Εἶναι ἀκόμη χαρακτηριστικό, πώς στίς περισσότερες περιπτώσεις εἰσάγονται μέ μία εἰδική διακονική παρεκέλευση, πού προτρέπει στήν συμπλήρωση τῶν δεήσεων, ( «Πληρώσωμεν τήν δέησιν ἡμῶν τῷ Κυρίω»), πού δηλώνει ἀκριβῶς ὅτι ἡ ἀκολουθία βρίσκεται στό τέλος της. Τό περιεχόμενο τῶν αἰτήσεων συμφωνεῖ μέ τήν λειτουργική τους θέση καί ἀποτελοῦν ἕνα εἶδος μεταβάσεως ἀπό τόν χῶρο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία συγκεντρώθηκαν οἱ πιστοί, στήν ἐν τῷ κόσμῳ πολιτεία καί στόν καθημερινό ἀγώνα τῆς ζωῆς, στόν ὁποῖο εὐθύς ἀμέσως θά ἀποδυθοῦν.
«Τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἐν εἰρήνῃ καί μετανοίᾳ ἐκτελέσαι,…..». «Χριστιανά τά τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα ἀνεπαίσχιντα εἰρηνικά καί καλήν ἀπολογίαν τήν ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ αἰτησώμεθα». Αὐτές οἱ δύο αἰτήσεις μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διέρχεται τόν βίο του μέσα στήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, δέν φοβᾶται νά ἀτενίσει τήν τελευταία στιγμή τοῦ ἐγκόσμιου βίου του. Μέ τήν μετάνοια ἔχει καθαρισθεῖ, καί διά τῆς θείας Λειτουργίας ζεῖ ἤδη τήν ἀτελεύτητη Ζωή. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός γνωρίζει ὅτι ὁ καιρός πού ἔρχεται ὕστερα ἀπό τήν μετάνοια, εἶναι γεμάτος ἀπό χαρά καί ἀγαλλίαση. Καί ἡ χαρά τῆς καρδιᾶς του περιπαίζει τόν θάνατο καί ὁ Ἅδης δέν τήν κυριεύει, διότι ἡ χαρά αὐτή δέν τελειώνει ποτέ. Ἄς ζητήσουμε λοιπόν ἀπό τόν Κύριό μας νά περάσουμε τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας μέ εἰρήνη καί μετάνοια. Ἄς ζητήσουμε ἀπό τόν Κύριο τά τέλη τῆς ζωῆς μας νά εἶναι χωρίς πόνο, χωρίς ντροπή καί εἰρηνικά, καί νά ἔχουμε καλή ἀπολογία μπροστά στό φοβερό βῆμα τοῦ Χριστοῦ.
Στή συνέχεια ὁ π. Στυλιανός ἀνέφερε ὅτι ἡ πρώτη εὐχή πού λέει ὁ λειτουργός ὕστερα ἀπό τήν μεγάλη Εἴσοδο, ὀνομάζεται «Εὐχή τῆς Προσκομιδῆς», καί λέγεται ἔτσι, γιατί τά δῶρα ἤδη ἔχουν προσκομισθεῖ καί ἀποτεθεῖ στό ἅγιο Θυσιαστήριο. Ἀποχωρίσθηκαν ἀπό κάθε κοινή χρήση καί ἀφιερώθηκαν εἰδικότερα στόν Θεό. Στόν Θεό λοιπόν ἀπευθύνεται ὁ λειτουργός, κάνοντας λόγο γιά τέσσερα πράγματα σ΄αὐτήν τήν εὐχή. Πρῶτα, ὁ λειτουργός ἱερέας ὁμολογεῖ τήν παντοδυναμία καί τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι ὁ παντοκράτορας καί ὁ μόνος ἅγιος. Δεύτερον, παρακαλεῖ νά δεχθεῖ τήν δέηση ὅλης τῆς σύναξης, τρίτον, νά κάνει τούς ἱερεῖς ἱκανούς νά λειτουργοῦν καί γι’ αὐτούς καί γιά τόν λαό. Καί τέλος, ὁ ἱερέας αἰτεῖται νά κάνει ὁ Θεός δεκτή μέ εὐχαρίστηση τήν θυσία τῆς Ἐκκλησίας καί τό Ἅγιο Πνεῦμα νά ἐπισκιάσει καί τούς λειτουργούς καί τά προσφερόμενα δῶρα καί ὅλο τόν λαό.
Ἔκλεισε τήν εἰσήγησή του ὁ π. Στυλιανός μέ ἕνα σχόλιο, σχετικά μέ τό θεῖο πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅλα ὅσα ζητάει ἡ σύναξη τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο σ’αὐτή, ἀλλά καί σέ κάθε εὐχή, τά ζητάει μέ πίστη καί μέ βέβαιη τήν ἐλπίδα πώς τά λαμβάνει, πώς ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἡ αἰώνια πραγματικότητα στό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἕνας καί μόνος μεσίτης «Θεοῦ καί ἀνθρώπων», καθώς γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, « ἄνθρωπος Χριστός Ἰησοῦς», πού μᾶς προσάγει καί μᾶς φέρνει στόν Θεό Πατέρα. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιά μᾶς καί ἡ συμπάθειά Του εἶναι πού μᾶς δίνει τό θάρρος καί μᾶς ἐγγυᾶται, πώς ὅσα ζητοῦμε ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα εἶναι βέβαια καί πραγματικά.
* * *
Ἐν συνεχείᾳ ἔλαβε τόν λόγο ὁ δεύτερος ὁμιλητής, π. Κωνσταντίνος, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε τό θέμα «Ἀσπασμός καί Ὁμολογία». Ἀφοῦ ἐξέφρασε εὐγνώμονες εὐχαριστίες γιά τήν ἀνάθεση τοῦ παρόντος θέματος, ἀνέφερε ὅτι ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἡ σύναξη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι παρών ὁ Χριστός καί Αὐτός τελειοῖ τό Μυστήριο. Πέρα ἀπό αὐτό, στή θεία Λειτουργία ἐνυπάρχει τό ἀπόσταγμα ἐκφραστικῆς πάλης γιγάντων, δραματουργοῦν τόν τρόπο καί μελωδοῦν τόν λόγο τῆς πρόσβασης σέ μέτρα νοηματοδότησης τῆς ὕπαρξης καί τοῦ κόσμου, συγκλονιστικά.
Στό Α΄ μέρος τῆς εἰσήγησης σχετικά μέ τόν «Ἀσπασμό», ὁ ὁμιλητής ἀναφέρθηκε ἀρχικῶς στό κείμενο, στό ἐρώτημα «ὅταν δέν ὑπάρχει διάκονος, τό “Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους” λέγεται ἀπό τόν ἱερέα στραμμένο πρός τόν λαό;», στό ἕτερο ἐρώτημα «στό συλλείτουργο, τί πρέπει νά ψάλλεται· τό “Ἀγαπήσω σε, Κύριε...” ἤ τό “Πατέρα Υἱόν...”; Γιατί νά παραλείπεται τό δεύτερο;», στή σπουδαιότητα τοῦ ἀσπασμοῦ, τήν ἀναφορά του στήν Κ.Δ. καί στά γνωστικά κείμενα, στό τί ὑποδηλώνει ὁ ἀσπασμός κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ποιές κινήσεις στό σημεῖο αὐτό τελοῦνται ἀπό τόν λειτουργούντα, στήν εἰρήνευση, στόν τρόπο προσκύνησης καί τόν ἀσπασμό τῶν Ἁγίων, καί τέλος στό πῶς δίνεται στήν πράξη ὁ ἀσπασμός, παρουσίᾳ Ἀρχιερέως.
Τόνισε ἰδιαίτερα ὅτι «δέον ἐνταῦθα νά λεχθῆ ὅτι κατά τόν χρόνον τοῦ ἐν Χριστῷ Ἀσπασμοῦ, ὅστις δίδεται κατά τήν θείαν Λειτουργίαν ὑπό τῶν Λειτουργῶν πρός ἀλλήλους, τήν πρωτοβουλίαν περί τοῦ τρόπου τοῦ Ἀσπασμοῦ, ὅστις ἐν τῇ πράξει ποικίλλει, ἔχει πάντοτε ὁ Ἀνώτερος εἰς Βαθμόν καί Ἱεραρχικήν Τάξιν Λειτουργός καί οὐχί ὁ νεώτερος, ὅστις ὀφείλει πάντοτε νά εἶναι προητοιμασμένος, ὥστε νά δυνηθῆ νά ἀνταποκριθῆ ἐγκαίρως, εὔστοχως, καί ἀντιστοίχως, κατά τήν ὥραν τοῦ ἐν λόγῳ Ἀσπασμοῦ, διά νά μή προκαλοῦνται συγχύσεις, προερχόμεναι κυρίως ἐξ ἀγνοίας καί ἀμηχανίας, καί ἐξ ἐλλείψεως διακρίσεως. Οὕτως οἱ νεώτεροι δέον ὅπως ἀσπάζωνται τούς ἀνωτέρους των μετά πάσης διακρίσεως, σεβασμοῦ καί τιμῆς καί οὐχί ἐπί ἴσοις ὅροις, ἔστω καί ἐάν ἀκόμη ὁ ἀνώτερος εἰς Βαθμόν, Ἱεραρχικήν Τάξιν, εἰς Ὀφφίκιον ἤ εἰς Πρεσβεῖα Χειροτονίας συμπεριφέρηται οἰκείως» (Κῶδιξ εἰδικῶν θεμάτων ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καί ἐκκλησιαστικῆς ἐθιμοτυπίας, Ἀθῆναι: Ἀποστολική Διακονία, σελ. 116).
Στό Β΄ μέρος τῆς εἰσήγησης σχετικά μέ τήν «Ὁμολογία», ὁ π. Κωνσταντίνος ἀναφέρθηκε στίς ἑξῆς ἑνότητες: Τό κείμενο, τί συνιστᾶ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, πατερικό προτροπή γιά τήν ὁμολογία, ἡ σπουδαιότητά της, ποιός ἀπαγγέλλει τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, στά ἐρωτήματα «ὅταν ἀπαγγέλλεται τό Σύμβολο τῆς πίστεως ἀπό τόν λαό, πρέπει καί ὁ λειτουργός νά τό λέει μυστικῶς;» καί «τί πράττει ὁ ἱερέας ἤ οἱ συλλειτουργοί κατά τήν ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως;». Ἀκόμη ἀναφέρθηκε στόν «ριπισμό» τῶν τιμίων δώρων, στό τί συμβολίζουν ἤ εἰκονίζουν ὁ ριπισμός καί ὁ Ἀέρας, καί τέλος σέ αὐτό τό περιεχόμενο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.
Ὁ ὁμιλητής ἐπισήμανε ὅτι ἀπό τά πιό κεφαλαιώδη σημεῖα τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας, δηλαδή τῆς θείας Λειτουργίας, εἶναι ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως [...], ἡ ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Εἶναι ἡ σύνοψη τῆς ὀρθῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἐμπεριέχει τίς βασικότερες ἀλήθειες τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, διατυπωμένες αὐθεντικά ἀπό τίς δύο πρῶτες Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Νικαίας (325 μ.Χ.) καί τῆς Κωνσταντινουπόλεως (381 μ.Χ.). Τό Σύμβολο τῆς Πίστεως εἶναι ἡ ἀπαρίθμηση τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ καί ἡ εὐχαριστήρια ὁμολογία τῶν κατά χάριν τέκνων τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης, ἡ ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως γινόταν ἀπό ὅλους τούς πιστούς, πού συμμετεῖχαν στή θεία Λειτουργία, καί ὄχι ἀπό ἕνα μέλος τῆς Συνάξεως, τόν ἀναγνώστη ἤ τόν ἱεροψάλτη, ὅπως συνηθίζεται σήμερα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης τό ὀνομάζει «καθολικήν ὑμνολογίαν», πού ὁμολογεῖται «ὑπό παντός τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος».
Ἔκλεισε τήν εἰσήγησή του ὁ π. Κωνσταντίνος ὡς ἑξῆς: Ἀσπασμός καί Ὁμολογία. Μέ βαθιά καί ἀδιατάρακτη εἰρήνη ἀναμεταξύ μας, μέ πραγματική ἀγάπη ἐκφραζόμενη μέ τόν ἀσπασμό –ἔστω τῶν συλλειτουργῶν, καί ὀρθή πίστη ἀπαγγελλόμενη ἀπό ὅλους, δηλ. μέ ὅλα ὅσα προαναφέραμε, βαδίζουμε πρός τό κέντρο τοῦ μυστηρίου τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης, τήν Ἁγία Ἀναφορά – τήν εὐχαριστιακή θυσία, καί τή μετοχή μας στή θεία Κοινωνία, πού συνιστᾶ βιωματική πρόγευση τῆς βασιλείας Θεοῦ.
* * *
Στό τέλος τῆς Ἱερατικῆς Σύναξης ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ. Συμεών εὐχαρίστησε τούς ὁμιλητές, π. Στυλιανό Παπαθανασίου καί π. Κωνσταντίνο Παπαθανασίου, γιά τόν κόπο, τήν πληρότητα καί τή σαφήνεια τῆς ὁμιλίας τους, καί ἀκολούθησε συζήτηση. Τέθηκαν ἐρωτήματα καί δόθηκαν ἀπαντήσεις ἀπό τούς Εἰσηγητές καί τόν Σεβασμιώτατο κ. Συμεών.