Γ΄ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΥΝΑΞΗ μέ θέμα «Ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου»
Μέ μεγάλη ἐπιτυχία πραγματοποιήθηκε τό ἀπόγευμα τῆς Πέμπτης, 7 Δεκεμβρίου ἐ.ἔ., στό Πνευματικό Κέντρο τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Σώστη (λεωφ. Συγγροῦ), ἡ τρίτη Ἱερατική Σύναξη γιά τούς Κληρικούς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης.
Στή Σύναξη ὁμιλητής ἦταν ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Σαλώνων κ. Ἀντώνιος, Θεολόγος - Νομικός, Γενικός Διευθυντής τῆς Οἰκονομικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας (Ε.Κ.Υ.Ο.), ὁ ὁποῖος πραγματοποίησε τήν ὁμιλία: «Ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου».
Τή Σύναξη ἄνοιξε μέ τήν προσφώνησή του ὁ Σεβ. Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ. Συμεών, ὁ ὁποῖος παρουσίασε καί τόν ὁμιλητή. Ἡ εἰσήγηση τοῦ Θεοφιλεστάτου κ. Ἀντωνίου ξεκίνησε ἀπό μιά ἱστορική ἀναδρομή καί κατέληξε στή σύγχρονη κατάσταση τοῦ ζητήματος.
Τό θέμα τῆς ἀντιμετώπισης τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν τοῦ κλήρου ἀπασχόλησε ἀνέκαθεν τήν κοινωνία, ὥστε μέ τή θεραπεία τῶν ποικίλων ἀναγκῶν τους, νά μποροῦν οἱ κληρικοί νά ἐπιδοθοῦν στά λειτουργικά καί ποιμαντικά τους καθήκοντα. Στήν πρωτοχριστιανική Ἐκκλησία ὑπῆρχε τό «γλωσσόκομον», ταμεῖο γιά τήν κάλυψη τῶν καθημερινῶν ἀναγκῶν καί γιά τήν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν. Ἰδιαίτερα ὁ ἀπόστ. Παῦλος τονίζει: «Ποιός πάει ποτέ στρατιώτης στόν πόλεμο μέ δικά του ἔξοδα; Ποιός φυτεύει ἀμπέλι καί δέν τρώει ἀπό τόν καρπό του; Ἤ ποιός βόσκει πρόβατα καί δέν τρώει ἀπό τό γάλα τοῦ κοπαδιοῦ; ... Ἐμεῖς σπείραμε ἀνάμεσά σας πνευματικό σπόρο· σᾶς φαίνεται πάρα πολύ ἄν θερίσουμε ἀπό σᾶς τά ὑλικά, πού εἶναι ἀναγκαία γιά τή συντήρησή μας; ... Δέν ξέρετε ὅτι αὐτοί πού ἱερουργοῦν στούς ναούς, ζοῦν ἀπό τά ἔσοδα τοῦ ναοῦ, καί ὅτι αὐτοί πού προσφέρουν τίς θυσίες παίρνουν τό μερίδιό τους ἀπό τίς θυσίες αὐτές; Παρόμοια καί ὁ Κύριος καθόρισε γι’ αὐτούς πού κηρύττουν τό Εὐαγγέλιο, νά ζοῦν ἀπό τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου» (Α΄ Κορ. 9,7-14).
Στή συνέχεια ὁ ἐκλεκτός Εἰσηγητής ἀναφέρθηκε στήν περίοδο ἀπό τήν Δ΄ Ἐθνοσυνέλευση (1829) μέχρι τόν Ὄθωνα (1833). Θά περιέλθει στό Κράτος ἡ ἐκκλησιαστική-μοναστηριακή περιουσία καί ἀπό τά ἔσοδά της θά διατίθενται ποσά «εἰς βελτίωσιν τοῦ Ἱερατείου» καί γιά τήν ἐκπαίδευση τῶν νέων. Αὐτό θά ἐπιτευχθεῖ μέ τή σύσταση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ταμείου (μισθοδοσίας τοῦ κλήρου) καί τή διάλυση 412 ἱερῶν Μονῶν. Τό 1909 συστήθηκε τό Νέο Γενικό Ἐκκλησιαστικό Ταμεῖο μέ σκοπό τή διάσωση τῆς διασπαθιζόμενης μέχρι τότε ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας.
Ἀκολούθησε ὁ Ἀναγκαστικός Νόμος 536/1945, ὁ ὁποῖος ἀπαγόρευε τήν πληρωμή τῶν κληρικῶν σέ εἶδος ἀπό τούς ἐνορίτες, προέβλεπε τή λειτουργία εἰδικοῦ λογαριασμοῦ, «Κεφάλαιον πρός πληρωμήν μισθοῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου», ἐνῶ θέσπισε 6.000 ὀργανικές θέσεις κληρικῶν στήν ἑλληνική ἐπικράτεια –πού περιλαμβάνει ὄχι μόνο τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά καί τήν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ἐνῶ ἀργότερα ἐνσωματώθηκε ἡ Δωδεκάνησος, δηλ. Μητροπόλεις ὑπαγόμενες στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Μέ ἄλλα λόγια, τό 1945 καθιερώνεται μέ νόμο ἡ μισθοδοσία τῶν ἱερέων ἀπό τήν Πολιτεία. Ὁ νόμος προέβλεπε ὅμως ὅτι γιά τήν κάλυψη τῆς δαπάνης τῆς μισθοδοσίας ἡ Ἐκκλησία θά ἔπρεπε νά καταβάλλει εἰσφορά 25% ἐπί τῶν εἰσπράξεων τῶν ναῶν, εἰσφορά πού καταργήθηκε τό 2004. Ὡστόσο, εἶναι ἀνακριβές ὅτι ἡ Πολιτεία ἀνέλαβε τό ἔτος αὐτό τή μισθοδοσία τοῦ κλήρου, καθώς ἡ οὐσιαστική συμμετοχή τοῦ Κράτους ἦταν μόνο τό 4% τῆς συνολικῆς δαπάνης.
Μετέπειτα, ὁ Ἀναγκαστικός Νόμος 469/1968 ἐξομοίωσε μισθολογικά τόν κληρικό μέ τόν δημόσιο ὑπάλληλο. Ἄρα τό κράτος ἀπό τό 1968, γιά πρώτη φορά, ἀναλαμβάνει τήν ὑποχρέωση νά συμπληρώνει τόν παραπάνω εἰδικό λογαριασμό μέ στόχο ὁ ἐφημέριος - ἱερέας νά λαμβάνει μισθό ἴσο μέ τοῦ δημοσίου ὑπαλλήλου.
Στή συνέχεια, τό 1970, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ δικό της Κανονισμό (2/1969) αὔξησε τίς «ὀργανικές θέσεις» κληρικῶν τῶν Ἐνοριῶν της σέ 8.000. Ὁ Κανονισμός δέν περιεῖχε ρύθμιση γιά τή μισθοδοσία, ὑπολαμβάνοντας προφανῶς ὅτι οἱ 8.000 κληρικοί μισθοδοτοῦνται βάσει τοῦ Α.Ν. 469/1968.
Τό ἀποκορύφωμα τῆς κρατικῆς ἐπιβολῆς σέ βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, πού εἶχε ἀπομείνει, ἀποτελεῖ ὁ Νόμος 1700/1987, ὁ λεγόμενος νόμος Τρίτση. Ὁ τότε ὑπουργός κατάρτισε καί ἔφερε στή Βουλή νομοσχέδιο, πού ψηφίστηκε –παρά τίς ἀντιδράσεις– ἀπό τήν πλειοψηφία τῆς Βουλῆς ὡς Νόμος. Μέ τίς διατάξεις του θά ἄλλαζαν οἱ κανόνες διοίκησης, διαχείρισης καί ἐκπροσώπησης τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας, τό Κράτος θά διόριζε τό Διοικητικό Συμβούλιο τοῦ Ο.Δ.Ε.Π., γιά νά διαχειρίζεται τήν ἐκκλησιαστική περιουσία, ἐνῶ γινόταν ἐπέμβαση καί στόν τρόπο διοίκησης τῶν ἐνοριακῶν ναῶν κ.λπ.
Τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἀκύρωσε τήν Πράξη συγκρότησης τοῦ Συμβουλίου τοῦ Ο.Δ.Ε.Π., τό Κράτος δέν τόλμησε νά ἐφαρμόσει τούς Νόμους 1700/1987 καί 1811/1988, κάποιες Μονές προσέφυγαν στό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων γιά παραβίαση μέ τούς Νόμους αὐτούς ἄρθρων τῆς Διεθνοῦς Συμβάσεως τῆς Ρώμης, καί μάλιστα δικαιώθηκαν οἱ Μονές, διότι τό Δικαστήριο μέ τήν ἀπόφασή του τό 1994 διαπίστωσε ὅτι ὁ Ν. 1700/1987 παραβίασε θεμελιώδη δικαιώματα τῶν ἱερῶν Μονῶν γιά τά περιουσιακά τους δικαιώματα. Καί ἀνέτρεψε τή μέχρι τότε ὑπέρ τοῦ Κράτους νομολογία τῶν ἑλληνικῶν Δικαστηρίων καί ἐπέβαλε σ’ αὐτά πλήρη συμμόρφωση πρός τή Σύμβαση τῆς Ρώμης.
Ὅπως προαναφέρθηκε, ἡ εἰδική εἰσφορά ἀπό τά ἀκαθάριστα ἔσοδα τῶν Ναῶν καταργήθηκε μέ τόν Ν. 3220/2004 καί δέν ἀντικαταστάθηκε. Οὐσιαστικά, δηλαδή, μετά τήν 28.1.2004 οἱ μισθοί τῶν ἱερέων καταβάλλονται μέ ἐπιβάρυνση μόνο τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ, χωρίς τήν συμμετοχή τῶν Ναῶν διά τῆς εἰσφορᾶς.
Μέ τόν Μνημονιακό Νόμο 3833/2010 καθορίζεται ἡ μνημονιακή ὑποχρέωση γιά πρόσληψη ἑνός μόνον νέου κληρικοῦ –δημοσίου λειτουργοῦ– μετά τή συνταξιοδότηση τουλάχιστον πέντε παλαιοτέρων.
Μέ τόν Κανονισμό 230/2012 «Περί Ἐφημερίων καί Διακόνων» ὁ ἀριθμός τοῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου καί ἡ κατανομή τους καθορίζονται, ὅπως καί παλαιότερα, ἀπό τόν ἀριθμό τῶν ἐνοριῶν, τοῦ πληθυσμοῦ κ.λπ. μέ τόν κανονισμό 2/1970 «Περί Ἱερῶν Ναῶν, Ἐνοριῶν καί Ἐφημερίων», πέρα ἀπό τόν ἴδιο τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590/1977). Περαιτέρω, τά ἐκκλησιαστικά ΝΠΔΔ περιλαμβάνουν ρήτρα μηδενικοῦ δημοσιονομικοῦ κόστους, δηλαδή δέν δημιουργεῖται νέα δαπάνη πού νά ἐπιβαρύνει τό Δημόσιο.
Ἐκεῖνο πού τονίστηκε ἰδιαίτερα ἀπό τόν Θεοφιλέστατο εἶναι ὅτι τό ἑλληνικό Κράτος ἀπαλλοτρίωσε, οὐσιαστικά χωρίς ἀντάλλαγμα, τό μέγιστο μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, καί ὡς ἐκ τούτου ἔχει τήν ὑποχρέωση νά τηρήσει τή δέσμευσή του ὅτι θά παρέχει τήν ἀναγκαία ὑποστήριξή του πρός τήν Ἐκκλησία, ὅπως ὁρίζεται καί στό Σύνταγμα, τό ἰσχῦον ἀλλά καί τά προγενέστερα. Ἄλλωστε, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία ἀπογυμνώθηκε ἀπό τήν περιουσία της, μέ τόν τρόπο πού ἀναφέρθηκε ἱστορικά, ἀντικειμενικά δέν εἶναι δυνατόν νά σηκώσει τό βάρος τῆς μισθοδοσίας τοῦ Κλήρου. Μέ ἄλλα λόγια, πρέπει νά ἀποσαφηνιστεῖ καί νά ληφθεῖ ὑπόψη πώς, ἐάν ἡ μισθοδοσία τῶν κληρικῶν ἔπαυε κάποια στιγμή, ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία δέν ἔχει καί δέν θά εἶχε τή δυνατότητα νά τήν ἀναπληρώσει μέ ἴδιους πόρους.
Τέλος, ὁ Θεοφιλέστατος ἀναφέρθηκε σέ κάποια μυθεύματα πού λέγονται ἀκόμη σήμερα γιά «ἀμύθητη ἐκκλησιαστική περιουσία», σέ κραυγές ἀντικληρικαλιστικοῦ λαϊκισμοῦ ὅτι «πουθενά στόν κόσμο οἱ ἱερωμένοι δέν εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι» ἤ «πουθενά δέν ὑπάρχει μισθοδοσία κληρικῶν στήν Εὐρώπη», καί σέ ἄλλες ἀνακρίβειες πού λέγονται ἀπό κάποιους προκειμένου νά σταματήσει ἡ μισθοδοσία τοῦ κλήρου ἀπό τόν κρατικό προϋπολογισμό. Εἶναι καιρός νά σταματήσουν ἐπιτέλους οἱ ἀνακρίβειες καί τά ψέματα γιά τά θέματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, φορολόγησης τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς μισθοδοσίας τῶν ὀρθοδόξων κληρικῶν, τονίστηκε χαρακτηριστικά.
* * *
Στό τέλος τῆς Ἱερατικῆς Σύναξης ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ. Συμεών εὐχαρίστησε τόν Εἰσηγητή Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Σαλώνων κ. Ἀντώνιο, γιά τή σαφήνεια καί τήν περιεκτικότητα τῆς ὁμιλίας του, καί ἀκολούθησε συζήτηση μέ τούς παριστάμενους κληρικούς.