09 Απρ2013
Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ
Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ
Τό ἑσπέρας τῆς Γ΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, 7 Ἀπριλίου, στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς Νέας Σμύρνης τελέστηκε ὁ Κατανυκτικός Ἑσπερινός τῆς Γ΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν (τῆς Σταυροπροσκυνήσεως), στόν ὁποῖο χοροστάτησε ὁ Σεβ. Ποιμενάρχης μας, Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ. Συμεών.
Στό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Βασίλειος Γιαννάκας, Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Κυριακῆς Παλαιοῦ Φαλήρου, ὡμίλησε μέ θέμα «Ἡ ὑποστατική ἕνωσις τῶν δύο φύσεων καί ἡ σωτηρία μας».
Η ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΣΕΩΝ
ΚΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ
τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Βασιλείου Γιαννάκα
Ἡ Θεολογία μας ὄχι μόνο δέν εἶναι αὐτόνομη ἀλλά συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν πνευματική ἐμπειρία καί ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Θεολογία καί Πνευματικότητα εἶναι οἱ δύο ὄψεις, ἡ θεωρία καί ἡ πράξη, τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Ἔτσι κάθε προσπάθεια ἀλλοίωσης τῆς ἀλήθειας ἀπό τούς διάφορους αἱρετικούς μέσα στήν ἱστορία, ἀντιμετωπίστηκε ἀπό τούς Πατέρες ὡς προσπάθεια ἀλλοίωσης τῆς πνευματικότητας καί ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί κάθε προσπάθεια ἀκριβοῦς διατύπωσης τῆς ἀλήθειας ἀπό τούς Πατέρες, εἶχε ὡς τελικό στόχο νά διασφαλίσει τήν πνευματική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως σέ δύο συγκοινωνοῦντα δοχεῖα, ἔτσι καί ἡ στάθμη τῆς μιᾶς καθορίζει καί διασφαλίζει τή στάθμη τῆς ἄλλης. Ἡ ἀκεραιότητα τῆς ἀλήθειας ἐξασφαλίζει τήν πληρότητα τῆς σωτηρίας. Πολεμοῦσαν οἱ Πατέρες τίς αἱρέσεις γιατί ἔβλεπαν τίς ἀρνητικές συνέπειές τους στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ ἀρχή αὐτῆς τῆς σωτηρίας καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, τό τέλος καί ὁ σκοπός της. Λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Αὐτός γάρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» (Περί ἐνανθρωπίσεως τοῦ Λόγου). Ἡ ἄρρηκτη σχέση ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ Λόγου καί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου δείχνει καί τήν ἄρρηκτη σχέση Θεολογίας καί Πνευματικότητας, Θεωρίας καί Πράξεως σέ ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἄρα ἀντιλήψεις τοῦ τύπου «ὅλοι (καί πιστοί καί αἱρετικοί) στόν ἴδιο Χριστό πιστεύουμε», δέν εἶχαν καμιά θέση στή ζωή καί τή διδασκαλία τους.
Ἀλλά ἄς δοῦμε λίγο τά ἱστορικά γεγονότα πού σχετίζονται μέ τήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο μέ τήν ὁποία θά ἀσχοληθοῦμε σήμερα. Δέν εἶχαν περάσει παρά μόλις λίγα χρόνια ἀπό τήν Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Ἔφεσο τό 431 μ.Χ. Ἐκεῖ εἶχε καταδικαστεῖ ὁ Νεστόριος γιά τήν αἱρετική διδασκαλία του γιά τίς δύο φύσεις καί τά δύο πρόσωπα τοῦ Κυρίου. Ἡ Σύνοδος στηρίχτηκε στή διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τήν «Ἔκθεση Πίστεως τῶν Διαλλαγῶν» στήν ὁποία διατύπωσε τήν ὀρθόδοξη θέση καί ἔφερε σέ συμφωνία τίς δύο θεολογικές τάσεις τῆς ἐποχῆς, τήν ἀντιοχειανή καί τήν ἀλεξανδρινή.
Ὁ Εὐτυχής, κληρικός στήν Κωνσταντινούπολη καί συνεργάτης ἀρχικά τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας στόν ἀγώνα κατά τοῦ Νεστορίου, παρερμήνευσε τή διδασκαλία του καί ἔφτασε στό ἀντίθετο ἄκρο ἀπό τόν Νεστόριο, διδάσκοντας ὅτι στόν Χριστό μετά τήν ἐνανθρώπηση, δέν ὑπάρχουν πλέον δύο φύσεις (καί ἄρα καί δύο πρόσωπα ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ Νεστόριος), ἀλλά μία μόνο, ἡ θεία φύση, ἀπό τήν ὁποία ἀπορροφήθηκε ἡ ἀνθρώπινη. Ἑπομένως τό σῶμα τοῦ Κυρίου δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὁμοούσιο μέ τό δικό μας.
Ὁ Εὐτυχής ἔκανε τό ἴδιο σφάλμα μέ τόν Νεστόριο. Καί οἱ δύο δέν διέκριναν καμιά διαφορά στίς ἔννοιες «φύση» καί «πρόσωπο», ἀλλά τίς ταύτιζαν, θεωρώντας ὅτι φύση καί πρόσωπο εἶναι ἀχώριστα καί ἄρα ὅπου ὑπάρχει τό ἕνα ὑπάρχει ὑποχρεωτικά καί τό ἄλλο. Οἱ ἀντιοχεῖς θεολόγοι ὑπερτόνιζαν τήν ὕπαρξη δύο φύσεων στόν Χριστό καί ὁ Νεστόριος ὁδηγώντας στά ἄκρα αὐτή τήν ἄποψη ἔκανε λόγο καί γιά δύο πρόσωπα, ἀνθρώπινο καί θεϊκό, θεωρώντας ὅτι Χριστός εἶναι ἕνα ἠθικό πρόσωπο πού προκύπτει ἀπό τή συνέργεια τῶν δύο φύσεων. Ἀντίθετα οἱ ἀλεξανδρινοί θεολόγοι ὑπερτόνιζαν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τό ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἄρα κατ’ ἀνάγκη, ὅπως νόμιζε ὁ Εὐτυχής ὅτι ἔπρεπε νά ἀποδεχθεῖ, εἶναι καί μία φύση, ἡ θεία, ἡ ὁποία ἀπορρόφησε τήν ἀνθρώπινη μετά τήν ἕνωση.
Ἀρχικά καταδικάστηκε ἀπό τήν Ἐνδημούσα Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη ὑπό τόν πατριάρχη Φλαβιανό τό 448 μ.Χ., ἀργότερα καί ἀπό τόν πάπα Λέοντα τῆς Ρώμης. Ὅμως ὁ Εὐτυχής ἀξιοποιώντας τήν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’, πέτυχε νά συγκληθεῖ νέα Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Ἔφεσο τό 449 μ.Χ. μέ πρόεδρο τόν ὑποστηρικτή του Διόσκουρο Ἀλεξανδρείας. Ἡ σύνοδος ἐκείνη μέσα σέ ἀτμόσφαιρα πρωτοφανοῦς βίας καί τρομοκρατίας ἀθώωσε τόν Εὐτυχή καί καταδίκασε τόν Φλαβιανό ὁ ὁποῖος καθαιρέθηκε, ἐξορίστηκε, κακοποιήθηκε καί μετά ἀπό μερικές μέρες πέθανε. Ἡ Σύνοδος, ἄν καί συγκλήθηκε ὡς οἰκουμενική καί εἶχε τήν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα, ἔμεινε γνωστή στήν ἱστορία ὡς «Ληστρική Σύνοδος» γιά τά πρωτοφανή ἔκτροπα πού ὑπῆρξαν μοναδικά στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ἀναγνωρίστηκε ποτέ ὡς κανονική ἀπό τή συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.
Ἕνα χρόνο μετά ἄλλαξε ἡ πολιτική κατάσταση. Στό θρόνο ἀνέβηκαν ἡ Πουλχερία καί ὁ Μαρκιανός οἱ ὁποῖοι, λόγω τῆς κατακραυγῆς κατά τῆς ληστρικῆς συνόδου, συγκάλεσαν νέα Σύνοδο τό 451 μ.Χ. στή Χαλκηδόνα στό ναό τῆς Ἁγίας Εὐφυμίας. Ἡ Σύνοδος, πού ἀναγνωρίστηκε ὡς Δ’ Οἰκουμενική, συγκροτήθηκε ἀπό 630 Πατέρες, καθαίρεσε τόν Διόσκουρο καί καταδίκασε τόν Εὐτυχή γιά τίς μονοφυσιτικές διδασκαλίες του. Τό κύριο δογματικό ἔργο τῆς Συνόδου, ἡ ἔκθεση Πίστεως ἤ ὁ Ὅρος τῆς Χαλκηδόνος ὅπως ἐπικράτησε νά λέγεται, ἔχει ὡς ἐξῆς περιληπτικά:
«Ἑπόμενοι τοίνυν τοῖς ἁγίοις Πατράσιν,
[ἕνα καί τόν αὐτόν ὁμολογεῖν Υἱόν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν]
συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν,
[τέλειον τόν αὐτόν ἐν θεότητι καί τέλειον τόν αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεόν ἀληθῶς καί ἄνθρωπον ἀληθῶς τόν αὐτόν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καί σώματος, ὁμοούσιον τῷ Πατρί κατά τήν θεότητα, καί ὁμοούσιον ἡμῖν τόν αὐτόν κατά τήν ἀνθρωπότητα, κατά πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρίς ἁμαρτίας· πρό αἰώνων μέν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα κατά τήν θεότητα, ἐπ’ ἐσχάτων δέ τῶν ἡμερῶν τόν αὐτόν δι’ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς παρθένου τῆς Θεοτόκου κατά τήν ἀνθρωπότητα,]
ἕνα καί τόν αὐτόν Χριστόν, υἱόν, κύριον, μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον,
[οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διά τήν ἕνωσιν, σῳζομένης δέ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καί εἰς ἕν πρόσωπον καί μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἤ διαιρούμενον, ἀλλ’ ἕνα καί τόν αὐτόν υἱόν μονογενῆ, Θεόν Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθάπερ ἄνωθεν οἱ προφῆται περί αὐτοῦ καί αὐτός ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐξεπαίδευσε καί τό τῶν Πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε Σύμβολον»].
(Συνεχιστές λοιπόν κι ἐμεῖς τῶν ἁγίων Πατέρων... ἀπό συμφώνου ὅλοι τό ἴδιο διδάσκουμε... τόν ἕνα Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν μονογενή Υἱό τοῦ Θεοῦ, μέ δύο φύσεις ἑνωμένες μεταξύ τους ἀσύγχυτα, ἄτρεπτα –χωρίς μεταβολή τῆς μίας στήν ἄλλη–, ἀδιαίρετα καί ἀχώριστα).
Δηλαδή ὁ ὅρος τῆς Χαλκηδόνας, λέει: Ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος. Καί τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Μέ δύο φύσεις ἑνωμένες ἀσύγχυτα καί ἀδιαίρετα σέ ἕνα πρόσωπο αὐτό τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ διευκρινιστικά νά πῶ ὅτι κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καί μέ μᾶς. Εἴμαστε καί μεῖς διφυεῖς. Μετέχουμε στόν ὑλικό κόσμο μέ τό σῶμα μας καί στόν πνευματικό μέ τήν ψυχή μας. Ὅμως ὁ καθένας μας εἶναι ἕνα πρόσωπο καί οἱ δύο φύσεις μας ἡ ὑλική καί πνευματική εἶναι ἀπό τήν ἀρχή ἑνωμένες ἀσύγχυτα, ἄτρεπτα, ἀδιαίρετα καί ἀχώριστα. Τά μέν δύο ἐπιρρήματα «ἀσυγχύτως καί ἀτρέπτως» διατυπώθηκαν κατά τῶν Εὐτυχιανῶν, ἐνῶ τά ἄλλα δύο, «ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» διατυπώθηκαν ἐναντίον τῶν Νεστοριανῶν. Ἔτσι ἡ διατύπωση αὐτή καταδίκασε καί ἀπέκλεισε ὁριστικά καί τόν Νεστοριανισμό καί τόν Μονοφυσιτισμό.
Ἡ Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἔχει θέση ἰσάξια μέ τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο στόν χῶρο τῆς πίστεώς μας γιατί διατύπωσε τή θεμελιώδη ἀλήθεια γιά τήν ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὅπως ἡ Α’ διατύπωσε τήν ἀλήθεια γιά τήν Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ μέ τήν προσθήκη γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀπό τήν Β’, ἔτσι καί ἡ Δ’ διατύπωσε τό Χριστολογικό δόγμα, τήν ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, συμπληρώνοντας τό ἔργο τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς καί ἑτοιμάζοντας τό ἔργο τῆς Ε’ καί ΣΤ’ πού ἀκολούθησαν ἀργότερα.
Τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου δέν τίς δέχτηκαν ὅλοι. Οἱ περιοχές τῆς Αἰγύπτου, τῆς Αἰθιοπίας καί τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν, ἀποσχίστηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί εἶναι γνωστοί ὡς Προχαλκηδόνιοι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι ἤ κόπτες ὑποστηρίζοντας ὅτι ἔμειναν πιστοί στίς ἀποφάσεις τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τή διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου. Γιά τήν ἱστορία, μιά προσεκτική μελέτη τῶν κειμένων τῆς ἐποχῆς, φανερώνει τόν καθαρά Κυρίλλειο χαρακτήρα τοῦ ὅρου τῆς Χαλκηδόνος, ἔχει ὡς πηγή του τίς διατυπώσεις τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί αὐτό φανερώνει τή δογματική συμφωνία καί ἑνότητα μεταξύ τῆς Γ’ καί τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Αὐτή ἡ συμφωνία καί ἑνότητα ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά τόν διάλογο μέ τίς Ἀντιχαλκηδόνιες ὁμολογίες καί τούς κόπτες. Γιατί ἄν στό ὄνομα τοῦ Κυρίλλου ἀπέρριψαν τόν ὅρο καί ἀποσχίστηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, στό ὄνομα τοῦ ἰδίου μποροῦν καί πάλι νά τόν δεχτοῦν.
Γιά μᾶς σήμερα ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἐνῶ εἶναι δεδομένη καί ξεκάθαρη ἡ πίστη μας στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου πού ἐνηνθρώπησε, ταυτόχρονα ὅμως παραμένει ζητούμενο ἡ βίωση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας. Καί τό ἐντυπωσιακό μέ τόν ὅρο τῆς Χαλκηδόνας εἶναι ἡ διαχρονικότητα καί ἐπικαιρότητά του. Ἀλλά ἄς δοῦμε ἀναλυτικότερα αὐτή τήν ἐπικαιρότητα.
Ἀρχικά, σχετικά μέ τό «ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» πού διατυπώθηκε ἐναντίον τῶν Νεστοριανῶν. Πηγαίνοντας μιά μέρα στό ναό βρῆκα στόν δρόμο ἕνα μικρό ἔντυπο μέ τίτλο «Ὁ δρόμος πρός τήν εὐτυχία». Τό ξεφύλλισα. Εἶχε ἑνότητες μέ συμβουλές τοῦ τύπου: γιά νά εἶσαι εὐτυχισμένος θά πρέπει νά φροντίζεις τήν ὑγεία σου καί τή φυσική σου κατάσταση, νά μήν κάνεις καταχρήσεις, νά συμπεριφέρεσαι μέ τιμιότητα, νά μήν κλέβεις, νά μήν σκοτώνεις, νά εἶσαι ἐργατικός, νά μήν κάνεις ὅ,τι δέν θέλεις νά σοῦ κάνουν, νά σέβεσαι τούς ἄλλους καί ἄλλα τέτοια. Ἕνα τέλειο ἠθικό πρότυπο. Ἕνας ἐπιτυχημένος καί εὐτυχισμένος ἄνθρωπος. Αὐτό τό ἔκτρωμα πρόβαλε καί ὁ Νεστόριος: ἕνας ἀκρωτηριασμένος Χριστός, ἕνα ἠθικό κατασκεύασμα πού καμιά σχέση δέν εἶχε μέ τόν σαρκωθέντα Λόγο τοῦ Θεοῦ.
Δέν εἶναι ἄραγε αὐτή ἡ ἀντίληψη μέ τήν ὁποία καί μεῖς μεγαλώνουμε; Οἱ σπουδές, ἡ ἐπαγγελματική καί οἰκογενειακή καταξίωση, ἡ οἰκονομική ἄνεση, ἡ ὑγεία, ἡ εὐμάρεια καί οἱ διασκεδάσεις ἀποτελοῦν τίς κύριες ἐπιδιώξεις μας. Αὐτά θεωροῦμε δομικά στοιχεῖα τῆς ἐπιτυχίας καί εὐτυχίας μας καί μάλιστα χωρίς καμιά ἐξάρτηση ἀπό τόν Χριστό τόν ὁποῖο χρειαζόμαστε μόνο γιά κάποιες ἠθικές ἀρχές. Συχνά ἀκοῦμε: «αὐτός δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν Ἐκκλησία, ἀλλά εἶναι ὅμως καλός ἄνθρωπος». Καί προβάλλεται ὡς πρότυπο. Ἄλλοι πάλι λένε: «Ὄχι πολλά πολλά μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία». Ὑπάρχει βέβαια ἡ παραδοσιακή σχέση, εἴμαστε ἄλλωστε κι ἐμεῖς χριστιανοί, θά πᾶμε στίς μεγάλες γιορτές στή λειτουργία. Θά στείλουμε καί τά παιδιά μας στό Κατηχητικό γιά λίγα χρόνια, νά πάρουν κάποιες καλές ἀρχές ἀλλά μέχρι ἐκεῖ. Καμιά ὑπαρξιακή ἑνότητα καί σύνδεση μέ τό Σῶμα τοῦ Κυρίου, τήν Ἐκκλησία.
Εἶναι ἡ ἴδια ἀντίληψη πού δημιούργησε τήν αὐτοπραγμάτωση τῆς γνωστικῆς ψυχολογίας, ἤ τόν ὑπεράνθρωπο τοῦ Νίτσε καί χτίζει τόν σύγχρονο ὑπεράνθρωπο, πού δέν ἔχει ἀνάγκη παρά τίς δυνάμεις του γιά νά εἶναι εὐτυχισμένος καί ὄχι τόν Θεό. Εἶναι ἡ θεοκρατική ἀντίληψη τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ τόν ὁποῖο δημιούργησε, πού μέ τή δύναμη, τήν ἐξουσία (πολιτική ἤ θρησκευτική), τήν οἰκονομική κυριαρχία, τήν παγκοσμιοποίηση, τήν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, προσπαθεῖ νά νικήσει τόν θάνατο καί δημιουργεῖ ἕναν ἐπίγειο παράδεισο πού ἱκανοποιεῖ τίς αἰσθήσεις ἀλλά δέν δίνει καμιά προοπτική σωτηρίας καί αἰωνιότητος.
Ἡ ἴδια ἀντίληψη προσπαθεῖ νά ἑρμηνεύσει καί τήν ἱστορία μέ ἀνάλογο τρόπο. Γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ νά δεχτεῖ π.χ. τό θαῦμα τοῦ 1821 καί τό ὀνομάζει μύθο, οὔτε τόν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας στήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας καί τῆς ἐπαναστάσεως.
Ἡ ἀντίληψη πού ἐξαντλεῖ πολλά ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, λαϊκούς καί κληρικούς κάθε βαθμοῦ, σέ μιά διαρκή φιλανθρωπική δράση. Σέ μιά καταγραφή καί ἀνάδειξη τοῦ κοινωνικοῦ ρόλου τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά ἀπαντήσουν στό ψεύτικο δίλημμα «τί κάνει ἡ Ἐκκλησία;». Ὅμως τό κύριο φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι τά συσσίτια καί τά τραπέζια, ἀλλά ἡ προσφορά τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς καί ἡ ἐξασφάλιση στούς πιστούς τοῦ Δείπνου τῆς Βασιλείας.
Ἡ ἴδια ἀντίληψη ὁδηγεῖ κάποιους νέους τῆς ἐποχῆς μας ὡς μόδα ὄχι στή μυστηριακή ἕνωση τοῦ γάμου ἀλλά τή συμβίωση, διασπώντας τό «μέγα μυστήριο» ὅπου οἱ δύο γίνονται «σάρκα μία» καί μετατρέποντάς το σέ ἁπλή βιολογική σχέση. Ἤ στόν πολιτικό γάμο πού εἶναι μιά νομική καί κοινωνική, ἀλλά ὄχι μυστηριακή ἕνωση. Καί ἡ ἴδια ἀντίληψη ὁδηγεῖ πολλούς γάμους στό διαζύγιο γιατί δέν ἔγινε κατανοητό ὅτι ἡ ἕνωση σέ «σάρκα μία» ἔγινε «ἐν Κυρίῳ» καί ὅτι παρόν στό γάμο εἶναι κι ὁ Κύριος διαρκῶς.
Αὐτή ἡ ἀντίληψη περιφρονεῖ καί ἀπαξιώνει τόν μυστηριακό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα τῆς ἱερωσύνης ὅπως ἀκούσαμε σήμερα τό πρωί στήν ἐγκύκλιο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἤ κάποιους τούς ὁδηγεῖ νά ἀνέβουν μέ σπουδή τίς βαθμίδες τοῦ θυσιαστηρίου ὄχι γιά νά τό διακονήσουν ἀλλά γιά νά καταξιωθοῦν ἤ νά δώσουν λύση στά βιοτικά τους προβλήματα.
Ὁ ὑπερτονισμός τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Οἱ Πατέρες ὅταν ἄκουσαν τίς ἀπόψεις τοῦ Νεστορίου, διέκριναν τίς τραγικές συνέπειες πού εἶχαν γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό καί πολύ νωρίς βροντοφώναξαν (Γρηγόριος Θεολόγος): «Τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον»! Ἄν ὁ Θεός δέν ἔγινε ἄνθρωπος, ἄν ὁ Λόγος δέν σαρκώθηκε πραγματικά, ἄν ὁ Χριστός δέν ἔκανε δική Του ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τότε καμιά σωτηρία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει γιά μᾶς, δηλαδή καμιά εὐτυχία καί καμιά αἰωνιότητα. Μόνο ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά θεραπεύσει τή φθαρμένη φύση μας. Μόνο ἡ θεωμένη σάρκα Του μπορεῖ νά μᾶς κάνει μετόχους κατά χάριν τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τήν πραγματική, ὑπαρξιακή καί μυστηριακή ἕνωση μαζί Του καμιά ἠθική προκοπή καί πρόοδο δέν μποροῦμε νά πετύχουμε. Μιά ἕνωση πού ἔγινε «ἀχωρίστως καί ἀδιαιρέτως» κατά τήν ἐνανθρώπηση καί θά παραμένει αἰώνια τέτοια.
Συνεχίζουμε μέ τό «ἀσυγχύτως καί ἀτρέπτως» πού διατυπώθηκε κατά τῶν Μονοφυσιτῶν. Ὅπως εἴπαμε, ὁ Εὐτυχής ὑποστήριζε ὅτι ἡ θεία φύση τοῦ Κυρίου ἀπορρόφησε τήν ἀνθρώπινη μετά τήν ἕνωση. Ἄν ὅμως ἴσχυε αὐτό τότε τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργεῖ ἀποκλειστικά ὁ Θεός χωρίς νά ὑπάρχει ἡ ἀνθρώπινη συμμετοχή. Ὁδηγήθηκε σ’ αὐτή τήν ἀντίληψη ἐπηρεασμένος καί ἀπό ἕναν ἰδιότυπο μυστικισμό πού ἀνθοῦσε στήν Αἴγυπτο καί τίς ἀνατολικές ἐπαρχίες καί ἦταν ἐκφραστής αὐτῆς τῆς τάσης.
Δέκα αἰῶνες ἀργότερα ὁ Λούθηρος, στήν προσπάθειά του γιά κάθαρση στούς κόλπους τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἀντί νά ἐπιστρέψει στήν Ὀρθοδοξία, καταλήγει σέ ἀνάλογες μέ τόν μονοφυσιτισμό ἀκρότητες. Γι’ αὐτό καί διακήρυττε: «Sola scripta». Μόνο ἡ Γραφή ἀποτελεῖ τήν αὐθεντική πηγή τῆς ἀλήθειας καί ἀπέρριψε τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. «Sola fide». Μόνο μέ τήν πίστη ὁ ἄνθρωπος εἶναι θεάρεστος καί ἀπέρριψε τά ἔργα πού ἀποδεικνύουν καί ἐκφράζουν τήν πίστη. «Sola gratia». Μόνο ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά σώσει τόν ἄνθρωπο ἀπορρίπτοντας κάθε δυνατότητα συνεργασίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό στό ἔργο τῆς σωτηρίας. Καί ὁδηγώντας στά ἄκρα τή διδασκαλία αὐτή κατέληξε στόν ἀπόλυτο προορισμό ὅπου ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι προορισμένοι ἀπό τόν Θεό ἄλλοι νά σωθοῦν καί ἄλλοι νά χαθοῦν!
Κι ἐνῶ διεκδίκησε γιά τόν προτεσταντισμό τόν τίτλο Ἐκκλησία, κατάργησε κάθε ὁρατό της στοιχεῖο, τήν ἱερωσύνη, τά μυστήρια, τή λατρεία, λέγοντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀόρατη καί καμιά Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά διεκδικήσει τήν ὁρατή της ἔκφραση. Καί κατακερματίστηκε σέ ἀναρίθμητες ὁμάδες, ὁμολογίες καί σέκτες ὅπως Πεντηκοστιανοί, Εὐαγγελικοί, Ἀντβεντιστές, Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ καί ἄλλες. Γιατί γι’ αὐτόν ἡ σωτηρία ἔχει προσωπικό καί ὄχι ἐκκλησιαστικό χαρακτήρα καί ὁ καθένας γίνεται μέτρο τῆς ἑρμηνείας τῆς Γραφῆς στή ζωή του.
Γνήσιο τέκνο του ὁ Ἀνθρωπισμός-Οὐμανισμός μέ κέντρο τόν ἄνθρωπο σέ ἀντίθεση μέ τή θεοκρατία τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ. Σέ πόσο μεγάλη διάσταση καί οἱ δύο ἀντιλήψεις ἀπό τήν Ὀρθοδοξία ὅπου κέντρο εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος.
Καρπός τῆς ἴδιας ἀντίληψης εἶναι καί ὁ Εὐσεβισμός. Ἡ ἐξωτερική δηλαδή εὐσέβεια χωρίς νά ὑπάρχει τό ἀντίκρισμα τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικότητας. Ἕνα χριστιανικό σαβουάρ βίβρ καλῶν τρόπων συμπεριφορᾶς χωρίς τήν ὑπαρξιακή ἀνακαίνιση καί ἀναγέννηση.
Ὅμως καί στόν χῶρο μας δέν ἔχουμε ἀνάλογες ἐκφράσεις αὐτῆς τῆς ἀντίληψης; Γιατί τί ἄλλο εἶναι ἡ ὑπερβολική ἐνασχόληση κάποιων πιστῶν μέ τά τῆς λατρείας καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, ἐνῶ ἡ ζωή τους στερεῖται οὐσιαστικῆς πνευματικότητας; Τί ἄλλο εἶναι ἡ ἀντίληψη κάποιων πιστῶν νά ἀντιμετωπίζουν τά ἱερά λείψανα, τίς ἅγιες εἰκόνες, τά ἱερά μυστήρια, ὡς μαγικά καί νά πιστεύουν ὅτι διά μαγείας θά ἔρθει ἡ ἀλλαγή καί ἡ πνευματική προκοπή στή ζωή τους χωρίς οἱ ἴδιοι νά ἀγωνιστοῦν ἐναντίον τῶν παθῶν τους καί τῶν ἀδυναμιῶν τους;
Τί ἄλλο εἶναι ἡ προσωπολατρεία πού συχνά κάνει τήν ἐμφάνισή της καί στούς χώρους μας. Φράσεις ὅπως «ὁ τάδε πνευματικός μέ ἀναπαύει ἐνῶ ὁ δείνα ὄχι» σά νά εἶναι μαξιλάρι ὁ πνευματικός γιά τήν ἀνάπαυση τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Κάποιοι δέ, ἐνθαρρύνουν τή δημιουργία κύκλων γύρω τους καί ἀρέσκονται νά ἀποκαλοῦνται «γέροντες». «Αὐτό τό εἶπε ὁ γέροντας, κι αὐτό δέν τό ἐπιτρέπει ὁ γέροντας», καί «τί γνώμη ἔχετε ἐσεῖς, γέροντα, γι’ αὐτό τό θέμα;». Καί παίρνει ὁ τριαντάρης ἤ σαραντάρης «γέροντας» τό ὕφος δέκα Παϊσίων καί ἀποφαίνεται ὡς γκουρού στούς θαυμαστές πού κρέμονται ἀπό τά χείλη του καί ἀκοῦν ἔκπληκτοι τή σοφία τοῦ γέροντα καί τούς νεφελώδεις νοητικούς του μετεωρισμούς καί ἐκστασιάζονται ὁμαδικά. Ἡ δέ ἐξάρτηση ἀπό τόν γέροντα ἀγγίζει τά ὅρια τῆς γελοιότητας, ἀφοῦ φτάνει νά ὑποκαταστήσει κάθε πνευματική ἐλευθερία, καθώς πρέπει νά γνωρίζει καί νά ἀποφασίζει γιά κάθε λεπτομέρεια στή ζωή τους. Ὁ γεροντισμός καί ὅλες αὐτές οἱ ἀντιλήψεις εἶναι ἐκφράσεις μιᾶς ἀρρωστημένης πνευματικότητας καί δέν ὁδηγοῦν στή σωτηρία, ἀλλά στήν ἀπώλεια.
Ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων εἶναι σαφής. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει μυστηριακό καί ὄχι μυστικό καί μαγικό χαρακτήρα. Ἡ σχέση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία εἶναι ἕνα διαρκές θαῦμα πού προϋποθέτει τή συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ὅπως γιά νά ταξιδέψει ἡ βάρκα μου πρέπει καί νά φυσάει ὁ ἄνεμος καί νά ἀνοίξω τά πανιά μου. Ἄν φυσάει ἀλλά δέν ἀνοίξω τά πανιά, δέν θά ταξιδέψω. Δηλαδή ἄν ὑπάρχει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἀλλά δέν τήν ἀξιοποιῶ συνειδητά, τότε ἡ χάρις μένει ἄκαρπη. Ἄν πάλι ἀνοίξω τά πανιά ἀλλά δέν φυσάει, ἄν δέν εὐλογήσει ὁ Θεός, οἱ προσπάθειές μου εἶναι μάταιες. Ἡ διά τῆς Ἐκκλησίας ἑνότητά μας μέ τόν Κύριο (μέσω τοῦ λόγου, τῶν μυστηρίων, τῆς λατρείας) ἀποτελεῖ τόν μόνο ἀσφαλή παράγοντα γιά τήν ὕπαρξη μιᾶς ὑγιοῦς πνευματικότητας.
Ὅπως γίνεται φανερό τό μονοπάτι τῆς ὑγιοῦς πνευματικότητας εἶναι στενό καί δύσβατο. Καί τά μονοπάτια τῆς διαφοροποίησης καί ἀπό τή μία καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, εἶναι πολλά, κοντινά καί δυσδιάκριτα. Εὔκολα μπορεῖ κάποιος ὅπως διαπιστώνουμε γύρω μας, νά πλανηθεῖ καί νά διαφοροποιηθεῖ. Πῶς μπορεῖ νά διασφαλίσει κανεῖς γιά τόν ἑαυτό του ὅτι διάλεξε τό σωστό καί ὅτι θά βαδίζει σταθερά στό σωστό μονοπάτι; Πῶς θά εἴμαστε σίγουροι ὅτι δέν κάναμε καί ὅτι δέν θά κάνουμε λάθος; Σ’ αὐτό θά μᾶς βοηθήσει καί πάλι ὁ ὅρος τῆς Χαλκηδόνας. Εἶναι ἐντυπωσιακό πώς ἕνα τόσο δογματικό κείμενο, ξεκινᾶ μέ μιά φράση μέ ἐντελῶς ποιμαντικό χαρακτήρα!
Ξεκινᾶ μέ τή φράση: «Ἑπόμενοι τοίνυν τοῖς ἁγίοις Πατράσιν...», δηλαδή, συνεχιστές λοιπόν κι ἐμεῖς τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου εἶχαν ἔντονη τή συνείδηση καί τή συναίσθηση ὅτι δέν διατυπώνουν μιά καινούργια πίστη, δέν καινοτομοῦν, ἀλλά συνεχίζουν στόν ἴδιο δρόμο τῶν προγενεστέρων Πατέρων, τῶν Ἀποστόλων καί Προφητῶν. Ὅτι λαμβάνουν ὑπόψη τους ὅλη τήν προγενέστερη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅτι τό μόνο πού κάνουν εἶναι νά διατυπώνουν μέ περισσότερη σαφήνεια ὅτι προγενέστερα δέν ἦταν διατυπωμένο ἀναλυτικά. Γιατί δέν μποροῦσε νά εἶναι διαφορετικός ὁ Χριστός τῶν Προφητῶν, διαφορετικός ὁ τῶν Ἀποστόλων, διαφορετικός ὁ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς καί διαφορετικός ὁ τῆς Δ’. Ἕνα σφάλμα πού δυστυχῶς ἔκανε πολλές φορές ὁλόκληρη ἡ δυτική χριστιανοσύνη μέ ὅλες τίς τραγικές συνέπειες πού ἀκολούθησαν.
Ἡ ἀκεραιότητα τοῦ ἤθους καί τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς (ὅπως εἶπα στήν ἀρχή γιά τά συγκοινονοῦντα δοχεῖα), κράτησε εὐαίσθητα καί τά δογματικά τους αἰσθητήρια καί κατάλαβαν τήν πλάνη καί τίς συνέπειές της. Πόσο ἔχουμε, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τήν ἴδια ἀντίληψη στή ζωή μας ὅτι εἴμαστε καί ὀφείλουμε νά γινόμαστε συνεχιστές τῆς ἴδιας ἁγιοπνευματικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας; Μήπως στή ζωή μας συχνά καινοτομοῦμε καί αὐθαιρετοῦμε; Πόσο συχνή εἶναι ἡ φράση «ἡ Ἐκκλησία λέει αὐτό ἤ ἐκεῖνο, ἀλλά ἐγώ πιστεύω... ἐγώ νομίζω...»; Ἤ ἡ φράση «Ἐγώ πιστεύω μέ τόν δικό μου τρόπο...»! Κι ὁ καθένας κόβει καί ράβει τήν πίστη στά μέτρα του. Κι ὁ καθένας χαράζει τόν δικό του δρόμο, στήν ἀρχή παράλληλα καί κοντά ὅπως νομίζει μέ τόν ὀρθό δρόμο τῆς πίστεως καί ἀργότερα μέ μεγαλύτερες ἀποκλίσεις πού προφανῶς ὁδηγοῦν σέ ἀδιέξοδα.
Κυριακή σήμερα Γ’ τῶν Νηστειῶν, τῆς Σταυροπροσκυνήσεως καί ἡ Ἐκκλησία στό μέσον τῆς Σαρακοστῆς, μᾶς προβάλει τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου. Τό σύμβολο τῆς ἑνότητος. Μέ τήν κατακόρυφη κεραία του τῆς θεανθρώπινης ἑνότητας καί μέ τήν ὁριζόντια τῆς διανθρώπινης καί πανανθρώπινης ὅπως πραγματώθηκαν καί οἱ δύο στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου. Διά τοῦ Σταυροῦ νά διατηρήσουμε τήν ἑνότητά μας «ἀμετάβλητη καί ἀχώριστη» μέ τόν Κύριό μας καί νά εὐχόμαστε, ὁ Κύριος διά τοῦ Σταυροῦ του νά συναγάγει τά ἐσκορπισμένα καί πεπλανημένα σέ μία ποίμνη «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» ἑνωμένη μετά τοῦ Ποιμένος Χριστοῦ. Ἀμήν.
Στό τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Βασίλειος Γιαννάκας, Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Κυριακῆς Παλαιοῦ Φαλήρου, ὡμίλησε μέ θέμα «Ἡ ὑποστατική ἕνωσις τῶν δύο φύσεων καί ἡ σωτηρία μας».
* * *
Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ -Η ΥΠΟΣΤΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΣΕΩΝ
ΚΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ
τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμ. π. Βασιλείου Γιαννάκα
Ἡ Θεολογία μας ὄχι μόνο δέν εἶναι αὐτόνομη ἀλλά συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν πνευματική ἐμπειρία καί ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Θεολογία καί Πνευματικότητα εἶναι οἱ δύο ὄψεις, ἡ θεωρία καί ἡ πράξη, τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Ἔτσι κάθε προσπάθεια ἀλλοίωσης τῆς ἀλήθειας ἀπό τούς διάφορους αἱρετικούς μέσα στήν ἱστορία, ἀντιμετωπίστηκε ἀπό τούς Πατέρες ὡς προσπάθεια ἀλλοίωσης τῆς πνευματικότητας καί ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί κάθε προσπάθεια ἀκριβοῦς διατύπωσης τῆς ἀλήθειας ἀπό τούς Πατέρες, εἶχε ὡς τελικό στόχο νά διασφαλίσει τήν πνευματική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως σέ δύο συγκοινωνοῦντα δοχεῖα, ἔτσι καί ἡ στάθμη τῆς μιᾶς καθορίζει καί διασφαλίζει τή στάθμη τῆς ἄλλης. Ἡ ἀκεραιότητα τῆς ἀλήθειας ἐξασφαλίζει τήν πληρότητα τῆς σωτηρίας. Πολεμοῦσαν οἱ Πατέρες τίς αἱρέσεις γιατί ἔβλεπαν τίς ἀρνητικές συνέπειές τους στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ ἀρχή αὐτῆς τῆς σωτηρίας καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, τό τέλος καί ὁ σκοπός της. Λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Αὐτός γάρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» (Περί ἐνανθρωπίσεως τοῦ Λόγου). Ἡ ἄρρηκτη σχέση ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ Λόγου καί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου δείχνει καί τήν ἄρρηκτη σχέση Θεολογίας καί Πνευματικότητας, Θεωρίας καί Πράξεως σέ ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἄρα ἀντιλήψεις τοῦ τύπου «ὅλοι (καί πιστοί καί αἱρετικοί) στόν ἴδιο Χριστό πιστεύουμε», δέν εἶχαν καμιά θέση στή ζωή καί τή διδασκαλία τους.
*
Α. ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥἈλλά ἄς δοῦμε λίγο τά ἱστορικά γεγονότα πού σχετίζονται μέ τήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο μέ τήν ὁποία θά ἀσχοληθοῦμε σήμερα. Δέν εἶχαν περάσει παρά μόλις λίγα χρόνια ἀπό τήν Γ’ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Ἔφεσο τό 431 μ.Χ. Ἐκεῖ εἶχε καταδικαστεῖ ὁ Νεστόριος γιά τήν αἱρετική διδασκαλία του γιά τίς δύο φύσεις καί τά δύο πρόσωπα τοῦ Κυρίου. Ἡ Σύνοδος στηρίχτηκε στή διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τήν «Ἔκθεση Πίστεως τῶν Διαλλαγῶν» στήν ὁποία διατύπωσε τήν ὀρθόδοξη θέση καί ἔφερε σέ συμφωνία τίς δύο θεολογικές τάσεις τῆς ἐποχῆς, τήν ἀντιοχειανή καί τήν ἀλεξανδρινή.
Ὁ Εὐτυχής, κληρικός στήν Κωνσταντινούπολη καί συνεργάτης ἀρχικά τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας στόν ἀγώνα κατά τοῦ Νεστορίου, παρερμήνευσε τή διδασκαλία του καί ἔφτασε στό ἀντίθετο ἄκρο ἀπό τόν Νεστόριο, διδάσκοντας ὅτι στόν Χριστό μετά τήν ἐνανθρώπηση, δέν ὑπάρχουν πλέον δύο φύσεις (καί ἄρα καί δύο πρόσωπα ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ Νεστόριος), ἀλλά μία μόνο, ἡ θεία φύση, ἀπό τήν ὁποία ἀπορροφήθηκε ἡ ἀνθρώπινη. Ἑπομένως τό σῶμα τοῦ Κυρίου δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὁμοούσιο μέ τό δικό μας.
Ὁ Εὐτυχής ἔκανε τό ἴδιο σφάλμα μέ τόν Νεστόριο. Καί οἱ δύο δέν διέκριναν καμιά διαφορά στίς ἔννοιες «φύση» καί «πρόσωπο», ἀλλά τίς ταύτιζαν, θεωρώντας ὅτι φύση καί πρόσωπο εἶναι ἀχώριστα καί ἄρα ὅπου ὑπάρχει τό ἕνα ὑπάρχει ὑποχρεωτικά καί τό ἄλλο. Οἱ ἀντιοχεῖς θεολόγοι ὑπερτόνιζαν τήν ὕπαρξη δύο φύσεων στόν Χριστό καί ὁ Νεστόριος ὁδηγώντας στά ἄκρα αὐτή τήν ἄποψη ἔκανε λόγο καί γιά δύο πρόσωπα, ἀνθρώπινο καί θεϊκό, θεωρώντας ὅτι Χριστός εἶναι ἕνα ἠθικό πρόσωπο πού προκύπτει ἀπό τή συνέργεια τῶν δύο φύσεων. Ἀντίθετα οἱ ἀλεξανδρινοί θεολόγοι ὑπερτόνιζαν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τό ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἄρα κατ’ ἀνάγκη, ὅπως νόμιζε ὁ Εὐτυχής ὅτι ἔπρεπε νά ἀποδεχθεῖ, εἶναι καί μία φύση, ἡ θεία, ἡ ὁποία ἀπορρόφησε τήν ἀνθρώπινη μετά τήν ἕνωση.
Ἀρχικά καταδικάστηκε ἀπό τήν Ἐνδημούσα Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη ὑπό τόν πατριάρχη Φλαβιανό τό 448 μ.Χ., ἀργότερα καί ἀπό τόν πάπα Λέοντα τῆς Ρώμης. Ὅμως ὁ Εὐτυχής ἀξιοποιώντας τήν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β’, πέτυχε νά συγκληθεῖ νέα Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Ἔφεσο τό 449 μ.Χ. μέ πρόεδρο τόν ὑποστηρικτή του Διόσκουρο Ἀλεξανδρείας. Ἡ σύνοδος ἐκείνη μέσα σέ ἀτμόσφαιρα πρωτοφανοῦς βίας καί τρομοκρατίας ἀθώωσε τόν Εὐτυχή καί καταδίκασε τόν Φλαβιανό ὁ ὁποῖος καθαιρέθηκε, ἐξορίστηκε, κακοποιήθηκε καί μετά ἀπό μερικές μέρες πέθανε. Ἡ Σύνοδος, ἄν καί συγκλήθηκε ὡς οἰκουμενική καί εἶχε τήν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα, ἔμεινε γνωστή στήν ἱστορία ὡς «Ληστρική Σύνοδος» γιά τά πρωτοφανή ἔκτροπα πού ὑπῆρξαν μοναδικά στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ἀναγνωρίστηκε ποτέ ὡς κανονική ἀπό τή συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.
*
Β. ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥἝνα χρόνο μετά ἄλλαξε ἡ πολιτική κατάσταση. Στό θρόνο ἀνέβηκαν ἡ Πουλχερία καί ὁ Μαρκιανός οἱ ὁποῖοι, λόγω τῆς κατακραυγῆς κατά τῆς ληστρικῆς συνόδου, συγκάλεσαν νέα Σύνοδο τό 451 μ.Χ. στή Χαλκηδόνα στό ναό τῆς Ἁγίας Εὐφυμίας. Ἡ Σύνοδος, πού ἀναγνωρίστηκε ὡς Δ’ Οἰκουμενική, συγκροτήθηκε ἀπό 630 Πατέρες, καθαίρεσε τόν Διόσκουρο καί καταδίκασε τόν Εὐτυχή γιά τίς μονοφυσιτικές διδασκαλίες του. Τό κύριο δογματικό ἔργο τῆς Συνόδου, ἡ ἔκθεση Πίστεως ἤ ὁ Ὅρος τῆς Χαλκηδόνος ὅπως ἐπικράτησε νά λέγεται, ἔχει ὡς ἐξῆς περιληπτικά:
«Ἑπόμενοι τοίνυν τοῖς ἁγίοις Πατράσιν,
[ἕνα καί τόν αὐτόν ὁμολογεῖν Υἱόν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν]
συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν,
[τέλειον τόν αὐτόν ἐν θεότητι καί τέλειον τόν αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεόν ἀληθῶς καί ἄνθρωπον ἀληθῶς τόν αὐτόν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καί σώματος, ὁμοούσιον τῷ Πατρί κατά τήν θεότητα, καί ὁμοούσιον ἡμῖν τόν αὐτόν κατά τήν ἀνθρωπότητα, κατά πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρίς ἁμαρτίας· πρό αἰώνων μέν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα κατά τήν θεότητα, ἐπ’ ἐσχάτων δέ τῶν ἡμερῶν τόν αὐτόν δι’ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς παρθένου τῆς Θεοτόκου κατά τήν ἀνθρωπότητα,]
ἕνα καί τόν αὐτόν Χριστόν, υἱόν, κύριον, μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον,
[οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διά τήν ἕνωσιν, σῳζομένης δέ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καί εἰς ἕν πρόσωπον καί μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἤ διαιρούμενον, ἀλλ’ ἕνα καί τόν αὐτόν υἱόν μονογενῆ, Θεόν Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθάπερ ἄνωθεν οἱ προφῆται περί αὐτοῦ καί αὐτός ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐξεπαίδευσε καί τό τῶν Πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε Σύμβολον»].
(Συνεχιστές λοιπόν κι ἐμεῖς τῶν ἁγίων Πατέρων... ἀπό συμφώνου ὅλοι τό ἴδιο διδάσκουμε... τόν ἕνα Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν μονογενή Υἱό τοῦ Θεοῦ, μέ δύο φύσεις ἑνωμένες μεταξύ τους ἀσύγχυτα, ἄτρεπτα –χωρίς μεταβολή τῆς μίας στήν ἄλλη–, ἀδιαίρετα καί ἀχώριστα).
Δηλαδή ὁ ὅρος τῆς Χαλκηδόνας, λέει: Ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος. Καί τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Μέ δύο φύσεις ἑνωμένες ἀσύγχυτα καί ἀδιαίρετα σέ ἕνα πρόσωπο αὐτό τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ διευκρινιστικά νά πῶ ὅτι κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καί μέ μᾶς. Εἴμαστε καί μεῖς διφυεῖς. Μετέχουμε στόν ὑλικό κόσμο μέ τό σῶμα μας καί στόν πνευματικό μέ τήν ψυχή μας. Ὅμως ὁ καθένας μας εἶναι ἕνα πρόσωπο καί οἱ δύο φύσεις μας ἡ ὑλική καί πνευματική εἶναι ἀπό τήν ἀρχή ἑνωμένες ἀσύγχυτα, ἄτρεπτα, ἀδιαίρετα καί ἀχώριστα. Τά μέν δύο ἐπιρρήματα «ἀσυγχύτως καί ἀτρέπτως» διατυπώθηκαν κατά τῶν Εὐτυχιανῶν, ἐνῶ τά ἄλλα δύο, «ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» διατυπώθηκαν ἐναντίον τῶν Νεστοριανῶν. Ἔτσι ἡ διατύπωση αὐτή καταδίκασε καί ἀπέκλεισε ὁριστικά καί τόν Νεστοριανισμό καί τόν Μονοφυσιτισμό.
Ἡ Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδος ἔχει θέση ἰσάξια μέ τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο στόν χῶρο τῆς πίστεώς μας γιατί διατύπωσε τή θεμελιώδη ἀλήθεια γιά τήν ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὅπως ἡ Α’ διατύπωσε τήν ἀλήθεια γιά τήν Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ μέ τήν προσθήκη γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀπό τήν Β’, ἔτσι καί ἡ Δ’ διατύπωσε τό Χριστολογικό δόγμα, τήν ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, συμπληρώνοντας τό ἔργο τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς καί ἑτοιμάζοντας τό ἔργο τῆς Ε’ καί ΣΤ’ πού ἀκολούθησαν ἀργότερα.
Τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου δέν τίς δέχτηκαν ὅλοι. Οἱ περιοχές τῆς Αἰγύπτου, τῆς Αἰθιοπίας καί τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν, ἀποσχίστηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί εἶναι γνωστοί ὡς Προχαλκηδόνιοι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι ἤ κόπτες ὑποστηρίζοντας ὅτι ἔμειναν πιστοί στίς ἀποφάσεις τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τή διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου. Γιά τήν ἱστορία, μιά προσεκτική μελέτη τῶν κειμένων τῆς ἐποχῆς, φανερώνει τόν καθαρά Κυρίλλειο χαρακτήρα τοῦ ὅρου τῆς Χαλκηδόνος, ἔχει ὡς πηγή του τίς διατυπώσεις τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί αὐτό φανερώνει τή δογματική συμφωνία καί ἑνότητα μεταξύ τῆς Γ’ καί τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Αὐτή ἡ συμφωνία καί ἑνότητα ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιά τόν διάλογο μέ τίς Ἀντιχαλκηδόνιες ὁμολογίες καί τούς κόπτες. Γιατί ἄν στό ὄνομα τοῦ Κυρίλλου ἀπέρριψαν τόν ὅρο καί ἀποσχίστηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, στό ὄνομα τοῦ ἰδίου μποροῦν καί πάλι νά τόν δεχτοῦν.
*
Γ. Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ: «ΑΔΙΑΙΡΕΤΩΣ ΚΑΙ ΑΧΩΡΙΣΤΩΣ»Γιά μᾶς σήμερα ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἐνῶ εἶναι δεδομένη καί ξεκάθαρη ἡ πίστη μας στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου πού ἐνηνθρώπησε, ταυτόχρονα ὅμως παραμένει ζητούμενο ἡ βίωση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας. Καί τό ἐντυπωσιακό μέ τόν ὅρο τῆς Χαλκηδόνας εἶναι ἡ διαχρονικότητα καί ἐπικαιρότητά του. Ἀλλά ἄς δοῦμε ἀναλυτικότερα αὐτή τήν ἐπικαιρότητα.
Ἀρχικά, σχετικά μέ τό «ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» πού διατυπώθηκε ἐναντίον τῶν Νεστοριανῶν. Πηγαίνοντας μιά μέρα στό ναό βρῆκα στόν δρόμο ἕνα μικρό ἔντυπο μέ τίτλο «Ὁ δρόμος πρός τήν εὐτυχία». Τό ξεφύλλισα. Εἶχε ἑνότητες μέ συμβουλές τοῦ τύπου: γιά νά εἶσαι εὐτυχισμένος θά πρέπει νά φροντίζεις τήν ὑγεία σου καί τή φυσική σου κατάσταση, νά μήν κάνεις καταχρήσεις, νά συμπεριφέρεσαι μέ τιμιότητα, νά μήν κλέβεις, νά μήν σκοτώνεις, νά εἶσαι ἐργατικός, νά μήν κάνεις ὅ,τι δέν θέλεις νά σοῦ κάνουν, νά σέβεσαι τούς ἄλλους καί ἄλλα τέτοια. Ἕνα τέλειο ἠθικό πρότυπο. Ἕνας ἐπιτυχημένος καί εὐτυχισμένος ἄνθρωπος. Αὐτό τό ἔκτρωμα πρόβαλε καί ὁ Νεστόριος: ἕνας ἀκρωτηριασμένος Χριστός, ἕνα ἠθικό κατασκεύασμα πού καμιά σχέση δέν εἶχε μέ τόν σαρκωθέντα Λόγο τοῦ Θεοῦ.
Δέν εἶναι ἄραγε αὐτή ἡ ἀντίληψη μέ τήν ὁποία καί μεῖς μεγαλώνουμε; Οἱ σπουδές, ἡ ἐπαγγελματική καί οἰκογενειακή καταξίωση, ἡ οἰκονομική ἄνεση, ἡ ὑγεία, ἡ εὐμάρεια καί οἱ διασκεδάσεις ἀποτελοῦν τίς κύριες ἐπιδιώξεις μας. Αὐτά θεωροῦμε δομικά στοιχεῖα τῆς ἐπιτυχίας καί εὐτυχίας μας καί μάλιστα χωρίς καμιά ἐξάρτηση ἀπό τόν Χριστό τόν ὁποῖο χρειαζόμαστε μόνο γιά κάποιες ἠθικές ἀρχές. Συχνά ἀκοῦμε: «αὐτός δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν Ἐκκλησία, ἀλλά εἶναι ὅμως καλός ἄνθρωπος». Καί προβάλλεται ὡς πρότυπο. Ἄλλοι πάλι λένε: «Ὄχι πολλά πολλά μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία». Ὑπάρχει βέβαια ἡ παραδοσιακή σχέση, εἴμαστε ἄλλωστε κι ἐμεῖς χριστιανοί, θά πᾶμε στίς μεγάλες γιορτές στή λειτουργία. Θά στείλουμε καί τά παιδιά μας στό Κατηχητικό γιά λίγα χρόνια, νά πάρουν κάποιες καλές ἀρχές ἀλλά μέχρι ἐκεῖ. Καμιά ὑπαρξιακή ἑνότητα καί σύνδεση μέ τό Σῶμα τοῦ Κυρίου, τήν Ἐκκλησία.
Εἶναι ἡ ἴδια ἀντίληψη πού δημιούργησε τήν αὐτοπραγμάτωση τῆς γνωστικῆς ψυχολογίας, ἤ τόν ὑπεράνθρωπο τοῦ Νίτσε καί χτίζει τόν σύγχρονο ὑπεράνθρωπο, πού δέν ἔχει ἀνάγκη παρά τίς δυνάμεις του γιά νά εἶναι εὐτυχισμένος καί ὄχι τόν Θεό. Εἶναι ἡ θεοκρατική ἀντίληψη τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ τόν ὁποῖο δημιούργησε, πού μέ τή δύναμη, τήν ἐξουσία (πολιτική ἤ θρησκευτική), τήν οἰκονομική κυριαρχία, τήν παγκοσμιοποίηση, τήν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, προσπαθεῖ νά νικήσει τόν θάνατο καί δημιουργεῖ ἕναν ἐπίγειο παράδεισο πού ἱκανοποιεῖ τίς αἰσθήσεις ἀλλά δέν δίνει καμιά προοπτική σωτηρίας καί αἰωνιότητος.
Ἡ ἴδια ἀντίληψη προσπαθεῖ νά ἑρμηνεύσει καί τήν ἱστορία μέ ἀνάλογο τρόπο. Γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ νά δεχτεῖ π.χ. τό θαῦμα τοῦ 1821 καί τό ὀνομάζει μύθο, οὔτε τόν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας στήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας καί τῆς ἐπαναστάσεως.
Ἡ ἀντίληψη πού ἐξαντλεῖ πολλά ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, λαϊκούς καί κληρικούς κάθε βαθμοῦ, σέ μιά διαρκή φιλανθρωπική δράση. Σέ μιά καταγραφή καί ἀνάδειξη τοῦ κοινωνικοῦ ρόλου τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά ἀπαντήσουν στό ψεύτικο δίλημμα «τί κάνει ἡ Ἐκκλησία;». Ὅμως τό κύριο φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι τά συσσίτια καί τά τραπέζια, ἀλλά ἡ προσφορά τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς καί ἡ ἐξασφάλιση στούς πιστούς τοῦ Δείπνου τῆς Βασιλείας.
Ἡ ἴδια ἀντίληψη ὁδηγεῖ κάποιους νέους τῆς ἐποχῆς μας ὡς μόδα ὄχι στή μυστηριακή ἕνωση τοῦ γάμου ἀλλά τή συμβίωση, διασπώντας τό «μέγα μυστήριο» ὅπου οἱ δύο γίνονται «σάρκα μία» καί μετατρέποντάς το σέ ἁπλή βιολογική σχέση. Ἤ στόν πολιτικό γάμο πού εἶναι μιά νομική καί κοινωνική, ἀλλά ὄχι μυστηριακή ἕνωση. Καί ἡ ἴδια ἀντίληψη ὁδηγεῖ πολλούς γάμους στό διαζύγιο γιατί δέν ἔγινε κατανοητό ὅτι ἡ ἕνωση σέ «σάρκα μία» ἔγινε «ἐν Κυρίῳ» καί ὅτι παρόν στό γάμο εἶναι κι ὁ Κύριος διαρκῶς.
Αὐτή ἡ ἀντίληψη περιφρονεῖ καί ἀπαξιώνει τόν μυστηριακό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα τῆς ἱερωσύνης ὅπως ἀκούσαμε σήμερα τό πρωί στήν ἐγκύκλιο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἤ κάποιους τούς ὁδηγεῖ νά ἀνέβουν μέ σπουδή τίς βαθμίδες τοῦ θυσιαστηρίου ὄχι γιά νά τό διακονήσουν ἀλλά γιά νά καταξιωθοῦν ἤ νά δώσουν λύση στά βιοτικά τους προβλήματα.
Ὁ ὑπερτονισμός τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Οἱ Πατέρες ὅταν ἄκουσαν τίς ἀπόψεις τοῦ Νεστορίου, διέκριναν τίς τραγικές συνέπειες πού εἶχαν γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό καί πολύ νωρίς βροντοφώναξαν (Γρηγόριος Θεολόγος): «Τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον»! Ἄν ὁ Θεός δέν ἔγινε ἄνθρωπος, ἄν ὁ Λόγος δέν σαρκώθηκε πραγματικά, ἄν ὁ Χριστός δέν ἔκανε δική Του ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τότε καμιά σωτηρία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει γιά μᾶς, δηλαδή καμιά εὐτυχία καί καμιά αἰωνιότητα. Μόνο ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά θεραπεύσει τή φθαρμένη φύση μας. Μόνο ἡ θεωμένη σάρκα Του μπορεῖ νά μᾶς κάνει μετόχους κατά χάριν τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τήν πραγματική, ὑπαρξιακή καί μυστηριακή ἕνωση μαζί Του καμιά ἠθική προκοπή καί πρόοδο δέν μποροῦμε νά πετύχουμε. Μιά ἕνωση πού ἔγινε «ἀχωρίστως καί ἀδιαιρέτως» κατά τήν ἐνανθρώπηση καί θά παραμένει αἰώνια τέτοια.
*
Δ. Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ: «ΑΣΥΓΧΥΤΩΣ ΚΑΙ ΑΤΡΕΠΤΩΣ»Συνεχίζουμε μέ τό «ἀσυγχύτως καί ἀτρέπτως» πού διατυπώθηκε κατά τῶν Μονοφυσιτῶν. Ὅπως εἴπαμε, ὁ Εὐτυχής ὑποστήριζε ὅτι ἡ θεία φύση τοῦ Κυρίου ἀπορρόφησε τήν ἀνθρώπινη μετά τήν ἕνωση. Ἄν ὅμως ἴσχυε αὐτό τότε τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργεῖ ἀποκλειστικά ὁ Θεός χωρίς νά ὑπάρχει ἡ ἀνθρώπινη συμμετοχή. Ὁδηγήθηκε σ’ αὐτή τήν ἀντίληψη ἐπηρεασμένος καί ἀπό ἕναν ἰδιότυπο μυστικισμό πού ἀνθοῦσε στήν Αἴγυπτο καί τίς ἀνατολικές ἐπαρχίες καί ἦταν ἐκφραστής αὐτῆς τῆς τάσης.
Δέκα αἰῶνες ἀργότερα ὁ Λούθηρος, στήν προσπάθειά του γιά κάθαρση στούς κόλπους τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἀντί νά ἐπιστρέψει στήν Ὀρθοδοξία, καταλήγει σέ ἀνάλογες μέ τόν μονοφυσιτισμό ἀκρότητες. Γι’ αὐτό καί διακήρυττε: «Sola scripta». Μόνο ἡ Γραφή ἀποτελεῖ τήν αὐθεντική πηγή τῆς ἀλήθειας καί ἀπέρριψε τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. «Sola fide». Μόνο μέ τήν πίστη ὁ ἄνθρωπος εἶναι θεάρεστος καί ἀπέρριψε τά ἔργα πού ἀποδεικνύουν καί ἐκφράζουν τήν πίστη. «Sola gratia». Μόνο ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά σώσει τόν ἄνθρωπο ἀπορρίπτοντας κάθε δυνατότητα συνεργασίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό στό ἔργο τῆς σωτηρίας. Καί ὁδηγώντας στά ἄκρα τή διδασκαλία αὐτή κατέληξε στόν ἀπόλυτο προορισμό ὅπου ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι προορισμένοι ἀπό τόν Θεό ἄλλοι νά σωθοῦν καί ἄλλοι νά χαθοῦν!
Κι ἐνῶ διεκδίκησε γιά τόν προτεσταντισμό τόν τίτλο Ἐκκλησία, κατάργησε κάθε ὁρατό της στοιχεῖο, τήν ἱερωσύνη, τά μυστήρια, τή λατρεία, λέγοντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀόρατη καί καμιά Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά διεκδικήσει τήν ὁρατή της ἔκφραση. Καί κατακερματίστηκε σέ ἀναρίθμητες ὁμάδες, ὁμολογίες καί σέκτες ὅπως Πεντηκοστιανοί, Εὐαγγελικοί, Ἀντβεντιστές, Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ καί ἄλλες. Γιατί γι’ αὐτόν ἡ σωτηρία ἔχει προσωπικό καί ὄχι ἐκκλησιαστικό χαρακτήρα καί ὁ καθένας γίνεται μέτρο τῆς ἑρμηνείας τῆς Γραφῆς στή ζωή του.
Γνήσιο τέκνο του ὁ Ἀνθρωπισμός-Οὐμανισμός μέ κέντρο τόν ἄνθρωπο σέ ἀντίθεση μέ τή θεοκρατία τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ. Σέ πόσο μεγάλη διάσταση καί οἱ δύο ἀντιλήψεις ἀπό τήν Ὀρθοδοξία ὅπου κέντρο εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος.
Καρπός τῆς ἴδιας ἀντίληψης εἶναι καί ὁ Εὐσεβισμός. Ἡ ἐξωτερική δηλαδή εὐσέβεια χωρίς νά ὑπάρχει τό ἀντίκρισμα τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικότητας. Ἕνα χριστιανικό σαβουάρ βίβρ καλῶν τρόπων συμπεριφορᾶς χωρίς τήν ὑπαρξιακή ἀνακαίνιση καί ἀναγέννηση.
Ὅμως καί στόν χῶρο μας δέν ἔχουμε ἀνάλογες ἐκφράσεις αὐτῆς τῆς ἀντίληψης; Γιατί τί ἄλλο εἶναι ἡ ὑπερβολική ἐνασχόληση κάποιων πιστῶν μέ τά τῆς λατρείας καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων, ἐνῶ ἡ ζωή τους στερεῖται οὐσιαστικῆς πνευματικότητας; Τί ἄλλο εἶναι ἡ ἀντίληψη κάποιων πιστῶν νά ἀντιμετωπίζουν τά ἱερά λείψανα, τίς ἅγιες εἰκόνες, τά ἱερά μυστήρια, ὡς μαγικά καί νά πιστεύουν ὅτι διά μαγείας θά ἔρθει ἡ ἀλλαγή καί ἡ πνευματική προκοπή στή ζωή τους χωρίς οἱ ἴδιοι νά ἀγωνιστοῦν ἐναντίον τῶν παθῶν τους καί τῶν ἀδυναμιῶν τους;
Τί ἄλλο εἶναι ἡ προσωπολατρεία πού συχνά κάνει τήν ἐμφάνισή της καί στούς χώρους μας. Φράσεις ὅπως «ὁ τάδε πνευματικός μέ ἀναπαύει ἐνῶ ὁ δείνα ὄχι» σά νά εἶναι μαξιλάρι ὁ πνευματικός γιά τήν ἀνάπαυση τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Κάποιοι δέ, ἐνθαρρύνουν τή δημιουργία κύκλων γύρω τους καί ἀρέσκονται νά ἀποκαλοῦνται «γέροντες». «Αὐτό τό εἶπε ὁ γέροντας, κι αὐτό δέν τό ἐπιτρέπει ὁ γέροντας», καί «τί γνώμη ἔχετε ἐσεῖς, γέροντα, γι’ αὐτό τό θέμα;». Καί παίρνει ὁ τριαντάρης ἤ σαραντάρης «γέροντας» τό ὕφος δέκα Παϊσίων καί ἀποφαίνεται ὡς γκουρού στούς θαυμαστές πού κρέμονται ἀπό τά χείλη του καί ἀκοῦν ἔκπληκτοι τή σοφία τοῦ γέροντα καί τούς νεφελώδεις νοητικούς του μετεωρισμούς καί ἐκστασιάζονται ὁμαδικά. Ἡ δέ ἐξάρτηση ἀπό τόν γέροντα ἀγγίζει τά ὅρια τῆς γελοιότητας, ἀφοῦ φτάνει νά ὑποκαταστήσει κάθε πνευματική ἐλευθερία, καθώς πρέπει νά γνωρίζει καί νά ἀποφασίζει γιά κάθε λεπτομέρεια στή ζωή τους. Ὁ γεροντισμός καί ὅλες αὐτές οἱ ἀντιλήψεις εἶναι ἐκφράσεις μιᾶς ἀρρωστημένης πνευματικότητας καί δέν ὁδηγοῦν στή σωτηρία, ἀλλά στήν ἀπώλεια.
Ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων εἶναι σαφής. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει μυστηριακό καί ὄχι μυστικό καί μαγικό χαρακτήρα. Ἡ σχέση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία εἶναι ἕνα διαρκές θαῦμα πού προϋποθέτει τή συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ὅπως γιά νά ταξιδέψει ἡ βάρκα μου πρέπει καί νά φυσάει ὁ ἄνεμος καί νά ἀνοίξω τά πανιά μου. Ἄν φυσάει ἀλλά δέν ἀνοίξω τά πανιά, δέν θά ταξιδέψω. Δηλαδή ἄν ὑπάρχει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἀλλά δέν τήν ἀξιοποιῶ συνειδητά, τότε ἡ χάρις μένει ἄκαρπη. Ἄν πάλι ἀνοίξω τά πανιά ἀλλά δέν φυσάει, ἄν δέν εὐλογήσει ὁ Θεός, οἱ προσπάθειές μου εἶναι μάταιες. Ἡ διά τῆς Ἐκκλησίας ἑνότητά μας μέ τόν Κύριο (μέσω τοῦ λόγου, τῶν μυστηρίων, τῆς λατρείας) ἀποτελεῖ τόν μόνο ἀσφαλή παράγοντα γιά τήν ὕπαρξη μιᾶς ὑγιοῦς πνευματικότητας.
*
Ε. ΥΓΙΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ – ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΗΘΟΥΣὍπως γίνεται φανερό τό μονοπάτι τῆς ὑγιοῦς πνευματικότητας εἶναι στενό καί δύσβατο. Καί τά μονοπάτια τῆς διαφοροποίησης καί ἀπό τή μία καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, εἶναι πολλά, κοντινά καί δυσδιάκριτα. Εὔκολα μπορεῖ κάποιος ὅπως διαπιστώνουμε γύρω μας, νά πλανηθεῖ καί νά διαφοροποιηθεῖ. Πῶς μπορεῖ νά διασφαλίσει κανεῖς γιά τόν ἑαυτό του ὅτι διάλεξε τό σωστό καί ὅτι θά βαδίζει σταθερά στό σωστό μονοπάτι; Πῶς θά εἴμαστε σίγουροι ὅτι δέν κάναμε καί ὅτι δέν θά κάνουμε λάθος; Σ’ αὐτό θά μᾶς βοηθήσει καί πάλι ὁ ὅρος τῆς Χαλκηδόνας. Εἶναι ἐντυπωσιακό πώς ἕνα τόσο δογματικό κείμενο, ξεκινᾶ μέ μιά φράση μέ ἐντελῶς ποιμαντικό χαρακτήρα!
Ξεκινᾶ μέ τή φράση: «Ἑπόμενοι τοίνυν τοῖς ἁγίοις Πατράσιν...», δηλαδή, συνεχιστές λοιπόν κι ἐμεῖς τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου εἶχαν ἔντονη τή συνείδηση καί τή συναίσθηση ὅτι δέν διατυπώνουν μιά καινούργια πίστη, δέν καινοτομοῦν, ἀλλά συνεχίζουν στόν ἴδιο δρόμο τῶν προγενεστέρων Πατέρων, τῶν Ἀποστόλων καί Προφητῶν. Ὅτι λαμβάνουν ὑπόψη τους ὅλη τήν προγενέστερη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅτι τό μόνο πού κάνουν εἶναι νά διατυπώνουν μέ περισσότερη σαφήνεια ὅτι προγενέστερα δέν ἦταν διατυπωμένο ἀναλυτικά. Γιατί δέν μποροῦσε νά εἶναι διαφορετικός ὁ Χριστός τῶν Προφητῶν, διαφορετικός ὁ τῶν Ἀποστόλων, διαφορετικός ὁ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς καί διαφορετικός ὁ τῆς Δ’. Ἕνα σφάλμα πού δυστυχῶς ἔκανε πολλές φορές ὁλόκληρη ἡ δυτική χριστιανοσύνη μέ ὅλες τίς τραγικές συνέπειες πού ἀκολούθησαν.
Ἡ ἀκεραιότητα τοῦ ἤθους καί τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς (ὅπως εἶπα στήν ἀρχή γιά τά συγκοινονοῦντα δοχεῖα), κράτησε εὐαίσθητα καί τά δογματικά τους αἰσθητήρια καί κατάλαβαν τήν πλάνη καί τίς συνέπειές της. Πόσο ἔχουμε, ἀγαπητοί ἀδελφοί, τήν ἴδια ἀντίληψη στή ζωή μας ὅτι εἴμαστε καί ὀφείλουμε νά γινόμαστε συνεχιστές τῆς ἴδιας ἁγιοπνευματικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας; Μήπως στή ζωή μας συχνά καινοτομοῦμε καί αὐθαιρετοῦμε; Πόσο συχνή εἶναι ἡ φράση «ἡ Ἐκκλησία λέει αὐτό ἤ ἐκεῖνο, ἀλλά ἐγώ πιστεύω... ἐγώ νομίζω...»; Ἤ ἡ φράση «Ἐγώ πιστεύω μέ τόν δικό μου τρόπο...»! Κι ὁ καθένας κόβει καί ράβει τήν πίστη στά μέτρα του. Κι ὁ καθένας χαράζει τόν δικό του δρόμο, στήν ἀρχή παράλληλα καί κοντά ὅπως νομίζει μέ τόν ὀρθό δρόμο τῆς πίστεως καί ἀργότερα μέ μεγαλύτερες ἀποκλίσεις πού προφανῶς ὁδηγοῦν σέ ἀδιέξοδα.
*
Εὐχηθεῖτε, Σεβασμιώτατε, νά γίνουμε καί ἐμεῖς «ἑπόμενοι τῶν Ἁγίων Πατέρων». Χρονικά εἴμαστε οὔτως ἤ ἄλλως. Ἡ σκυτάλη τους, ἡ Ὀρθοδοξία, βρίσκεται ἤδη στά χέρια μας. Νά συνειδητοποιήσουμε τή μεγάλη τιμή ἀλλά καί εὐθύνη καί νά γίνουμε συνειδητά συνεχιστές τοῦ φρονήματός τους, τῆς πίστεώς τους, τῆς πνευματικότητας καί τῆς πορείας τους, βαδίζοντας κι ἐμεῖς στό ἴδιο μονοπάτι καί παραδίδοντας τή σκυτάλη ἀναλλοίωτη στίς ἑπόμενες γενεές. Ὡς λαός, ὡς χώρα ἀλλά καί ὡς Ἐκκλησία εἴμαστε μικροί καί λίγοι μέσα στή σύγχρονη παγκόσμια κοινότητα. Ὅμως ἔχουμε τόν πολυτιμότερο, τόν μεγαλύτερο καί ἀκριβότερο θησαυρό πού μποροῦμε καί ὀφείλουμε νά προσφέρουμε: τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας!Κυριακή σήμερα Γ’ τῶν Νηστειῶν, τῆς Σταυροπροσκυνήσεως καί ἡ Ἐκκλησία στό μέσον τῆς Σαρακοστῆς, μᾶς προβάλει τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου. Τό σύμβολο τῆς ἑνότητος. Μέ τήν κατακόρυφη κεραία του τῆς θεανθρώπινης ἑνότητας καί μέ τήν ὁριζόντια τῆς διανθρώπινης καί πανανθρώπινης ὅπως πραγματώθηκαν καί οἱ δύο στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου. Διά τοῦ Σταυροῦ νά διατηρήσουμε τήν ἑνότητά μας «ἀμετάβλητη καί ἀχώριστη» μέ τόν Κύριό μας καί νά εὐχόμαστε, ὁ Κύριος διά τοῦ Σταυροῦ του νά συναγάγει τά ἐσκορπισμένα καί πεπλανημένα σέ μία ποίμνη «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» ἑνωμένη μετά τοῦ Ποιμένος Χριστοῦ. Ἀμήν.